![page27_01](https://akx.gr/wp-content/uploads/2013/12/page27_013.jpg)
![page27_02](https://akx.gr/wp-content/uploads/2013/12/page27_023.jpg)
![page27_03](https://akx.gr/wp-content/uploads/2013/12/page27_032.jpg)
![page27_04](https://akx.gr/wp-content/uploads/2013/12/page27_043.jpg)
Συνέβη ήδη στο 1966 για την βιβλιοθήκη του Clark University στο Worcester, Mass. και ακόμη περισσότερο το ’71 για το εκρηκτικό Mummers Theater της Oklahoma City. Κάθε έργο του John Johansen κάνει να ξεσπάσει μια πολεμική, προξενεί ενθουσιασμούς και εχθρότητες σκληρές, έστω και αμφίβολες που αποδεικνύουν πόσο αμετάπειστος είναι ο ακαδημαϊσμός. Κριτικοί, που συνήθως παίρνουν θέσεις ανεξάρτητες και αντικειμενικές, εξαγριώνονται μόλις ακούνε να αναφέρεται ο Johansen, κάτι τους φέρνει το αίμα στο κεφάλι. Είναι η αιρετικότητα, η έκρηξη της αυθεντικότητας του αρχιτέκτονα αυτού ο οποίος, παρ’ ότι έχει φθάσει τα 58, διατηρεί μια θέση hippy, μια φόρτιση πρωτοπορίας με την οποία μηδενίζει και ξαναθέτει σε προβληματισμό τις κερδισμένες παραμέτρους και γι’ αυτό αναγκάζει να σκεφθούμε.
Σχεδιασμένη μαζί με δύο συνεργάτες, τους Nictor Christ-Janer και Alexander Kouzmanoff, η μονάδα του State University της Νέας Υόρκης, κτισμένη στο Long Island, κοντά στο Old Westburg, φαίνεται πολύ λιγότερο προκλητική της συναρμολόγησης «παλιοσίδερων και σωλήνων» του Mummers. Αλλά ο Stanley Abercrombie, στην παρουσίασή του εκδηλώνει μια δριμύτητα που του απαγορεύει να αντιληφθεί τουλάχιστον την ποίηση. Καταδίκη απόλυτη που δεν επιτρέπει αναθεώρηση: «Κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, μεταξύ των αρχιτεκτόνων διαδόθηκε η ιδέα ότι η μοντέρνα κίνηση παράγει κτίρια στείρα, ανέκφραστα, και ότι, από αντίδραση, θα συνέφερε να επιστρέψουμε σε σχήματα ελεύθερα, άδετα, γραφικά. Ιδέα επικίνδυνη και λανθασμένη. Τα χωριά στους λόφους γύρω από την Μεσόγειο, παρ’ ότι πολύ όμορφα , δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν. Μπορούμε να θαυμάζουμε τις μεσαιωνικές πόλεις αλλά δεν επιτρέπεται να τις αναπαράγουμε στο Long Island. Εδώ βρισκόμαστε στο Old Westbury, που απέχει μόνο σαράντα λεπτά από το Manhattan».
Μετά από αυτές τις γενικότητες και επιπλέον γεμάτες λάθη, συμπληρώνει:
«Βέβαια, ο σκοπός των Christ – Janer, Johansen και Kouzmanoff ήταν σοβαρός: δεν αποσκοπούσε να προσφέρει ένα προϊόν γραφικό, ήθελε να απαντήσει σ’ ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα σύνθετο και στο επαναστατικό πνεύμα της γενιάς του ’60.
Ο Johansen θεωρητικοποίησε αυτή την προσέγγιση προτείνοντας, για την ηλεκτρονική εποχή, μια αρχιτεκτονική «τυχαία», χυτή, όχι προγραμματισμένη. Αυτό ξέρει καλά ότι η οικοδομή απαιτεί μια εργασία τόσο μεγάλη και επίπονη για να απαγορεύει το ακανόνιστο˙ αλλά σκεπτόταν ότι οι χαοτικές επιδράσεις θα οδηγούσαν σε ρυθμίσεις όπως αυτές που οι επιστήμονες μαθαίνουν από την φύση. Η άσχημη πλευρά αυτού του επιστημονισμού είναι ότι αγνοεί τον άνθρωπο, τμήμα κι αυτός της φύσης που δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Αυτό που πάντα είχε χαρακτηρίσει τον άνθρωπο είναι η ικανότητα να εκτιμά και να δημιουργεί τάξη. Μια αρχιτεκτονική της αταξίας μπορεί να είναι γραφική και να έχει φωτογένεια και ακόμη να υπονοεί με ειρωνεία ένα χορό ηλεκτρονίων, αλλά, οδηγημένη στα άκρα, αποδεικνύεται απάνθρωπη».
Αναφορές ηθικολογικές, αξίες ενός τελματωμένου καθηγητή, της σχολής Beaux – Arts Παρισιού, πιστό στους «φωτισμένους» κανόνες και τα αυταρχικά δόγματα ενός αιώνα πριν. Η «τάξη» είναι ο ορισμός ταμπού κάθε καταπιεστικής έκφρασης. Περιέχει όλους τους Ακαδημαϊκούς κανόνες ενάντια στους οποίους εξεγέρθηκε η μοντέρνα κίνηση: συμμετρία, αναλογίες, κλειστοί όγκοι, πακετοποίηση των λειτουργιών και των συμπεριφορών σε μια «τάξη», ακριβώς, κατά κατηγορίες και ιεραρχικότητα, μνημιακή αξωνομετρία, στατική αντίληψη. Όλα «τακτοποιημένα», συγκροτημένες δυνάμεις κάτω από τον έλεγχο της εξουσίας, όπως στις φυλακές, στα τρελλοκομεία, στους στρατώνες ή στην πιο φαιδρή περίπτωση, στα νεκροταφεία. Αυτή πρέπει να είναι η «ανθρώπινη» μέθοδος σχεδιασμού; Η κλασσικιστική «τάξη», δεν έχει σημασία εάν έγινε με τις «εντολές» του Vignola ή με το σύστημα curtain wall, ευχαριστεί τους σχιζοφρενικούς, ανεπιεικείς για τη ζωή, τις δυναμικές ροές, της ανάγκης να αναπτυχθούν και εξελιχθούν σε ρυθμό τυχαίο. Οι δικτατορίες, χωρίς εξαίρεση, από τον Ναπολέοντα στον Χίτλερ και τον Στάλιν, έχουν κάνει πράγματι εκλογή για την «τάξη» προσδίδοντάς της συντεταγμένες ιερές. Επιπλέον δεν είναι αλήθεια ότι, στην τελευταία δεκαετία, διαδόθηκε το γούστο μιας αρχιτεκτονικής ελεύθερης, τυχαίας. Μάλλον το αντίθετο: στη βάση μιας παρεξηγημένης αναφοράς στην έρευνα του Louis Kahn, παρακολουθήσαμε προσπάθειες για καλή μας τύχη αξιογέλαστες και στείρες, revivals κλασσικιστικά. Πόσα είναι τα κείμενα που θα ανακαλύψουν μια δημοκρατική διαλεχτική, ελεύθερη από δόγματα; Μια ελάχιστη μειοψηφία στο πανόραμα της παγκόσμιας οικοδόμησης˙ και οι παραδοσιακοί κριτικοί αντί να εισχωρήσουν στο νόημά του, βιάζονται να τα τορπιλίσουν. Η μόδα υποστηρίζουν οι αυθεντικοί καλλιτέχνες, που διαμαρτύρονται για τους ισχύοντες κώδικες, πάει με το μέρος των κανονισμών, των εντολών που έχουν επιβληθεί.
Η τάση που ο Abercromble αναφέρεται έχει ρίζες στα χρόνια του ’50, δηλ. στο νεορεαλισμό, με ενδιαφέρον για το ντόπιο ιδίωμα με το οποίο, στα ίχνη του κινηματογράφου και της λογοτεχνίας σε διάλεκτο, υπέθετε να ανανεώσει μια αντίληψη ρασιοναλιστική που έχει αρτηριοσκληρωθεί.
Δεν υπάρχουν σημεία νεοραλισμού στο Old Westbury: ανοικτή κάτοψη, ελαστικό και διαφοροποιημένο και περιμετρικά οι κατοικίες των σπουδαστών που περιβάλλουν κοινοτικές πλατείες όχι γεωμετρικές, μεταξύ των οποίων δένουν κτίρια διαδακτικά, η βιβλιοθήκη, το auditorium, τα εργαστήρια, σε μια υπέροχη συμβίωση μεταξύ κοινόχρηστων και ιδιωτικών χώρων. Καμία ρομαντική αντιμετώπιση˙ αντίθετα, τεχνολογία σύγχρονη και δυναμική στις τσιμεντένιες γέφυρες που ενώνουν τα διάφορα τμήματα. Η συνθετική διαδικασία γεννιέται από μέσα, από μια αυστηρή απογραφή των πανεπιστημιακών λειτουργιών, αποδέχεται τις ασυμφωνίες, αρνείται τις μακροσκοπικές προοπτικές, σπάει το συνηθισμένο όγκο στα μέρη του προκειμένου να υπογραμμίσει την εξειδίκευση, μετά τονίζει τους διαδρόμους, δηλαδή το συνεκτικό τμήμα της χρήσης και τέλος ξαναενώνει τα campus στο περιβάλλον εξαφανίζοντας τα σύνορα. Ίσως ο Abercrombie θα προτιμούσε ένα ψηλό ορθογώνιο μπαστούνι, επιτηρημένο από σχηματισμούς τεθωρακισμένων; Αναμφίβολα, θα’ ταν πιο «τακτοποιημένο» και πνιγηρό˙ έτσι λοιπόν, ναι θα αναβίωνε τη μνήμη της μεσαιωνικής πόλης με τείχη, του Ρωμαϊκού castrum της αναγεννησιακής fortezza.
Αυτό το σύνολο ενσαρκώνει το «επαναστατικό πνεύμα» του ’68; Έ ωραία, ας αναφέρεται για παράδειγμα για να αποφύγουμε τον κονφορμισμό, την ανώνυμη «τάξη» υπερασπισμένη από την εξουσία και υποστηριγμένη από την επιζήμια ετυμηγορία μιας αντιδραστικής κριτικής.