1. Για να κατανοήσουμε μερικά από τα προβλήματα της αρχιτεκτονικής, σήμερα, στην Ελλάδα, θα πρέπει να καταφύγουμε στην αναγνώριση της διπλής της υπόστασης που όλο και λιγότερο μνημονεύεται τον τελευταίο καιρό: η αρχιτεκτονική είναι τέχνη, αλλά τέχνη κατ’ εξοχήν εφαρμοσμένη, ώστε ταυτόχρονα να εμπεριέχει τα χαρακτηριστικά της επιστήμης και της τεχνικής.
2. Στο χώρο της τέχνης υπάρχουν σήμερα βαθειά προβλήματα. Προβλήματα μορφής έκφρασης, αλλά κυρίως προβλήματα περιεχομένου. Και πρώτ’ απ’ όλα καίριες διαφορές για την ίδια τη φύση της τέχνης.
Ιδιαίτερα βολική και καθιερωμένη στην αστική κοινωνία η άποψη ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι η διατύπωση προσωπικών απόψεων και βιωμάτων, πρωτοβουλία μιας «νοητικής πραγματικότητας, με βάση «τους αναλλοίωτους αισθητικούς κανόνες», παραγνωρίζει εντελώς την κοινωνική λειτουργία της τέχνης. Αντιμέτωπη μ’ αυτή την άποψη στάθηκε η θεωρία ότι, η τέχνη είναι απλά μια μορφή γνώσης και καθορίζεται σαν αντανάκλαση μιας αντικειμενικής και διαμορφωμένης πραγματικότητας που καλείται να την υπηρετήσει. Τούτη η θέση που θέλει να λέγεται «μαρξιστική» δεν συμβιβάζεται καθόλου με τη βασική θέση που διατύπωσε ο ίδιος ο Κ. Μάρξ για την «ενεργητική πλευρά». Τη δημιουργική δηλαδή ικανότητα, της γνώσης.
Αν όμως αναγνωρίσουμε ότι, η τέχνη είναι ουσιαστικά μια μορφή εργασίας και σαν τέτοια πρέπει να τη δούμε στις ταξικές σχέσεις της, τότε το έργο τέχνης μπορεί να καθοριστεί σαν ένα «πρότυπο» (μοντέλο) της διαρκούς εξελεκτικής διαδικασίας, της σύνθεσης και ανασύνθεσης των αντιθέσεων της φύσης και της κοινωνίας σύμφωνα με την πρόθεση του ίδιου του ανθρώπου για την ολοκλήρωση του εαυτού του.
Η τέχνη είναι η ίδια ένα κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας. Αλλά αρκεί να δείχνει μόνο τη διαρκή μεταβλητότητα της. Πρέπι να συμετέχει και να προωθεί την μεταβολή αυτή.
3. Η θέση του καλλιτέχνη στον καπιταλιστικό κόσμο ξεκαθάρισε πολύ νωρίς. Η μεγάλη ανάπτυξη της αστικής τέχνης τελείωσε πολύ νωρίς, πριν καν κλείσει το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και οι ψευδαισθήσεις των καλλιτεχνών για ελεύθερη δημιουργία σβήσανε μέσα στις σφαγές και στους καπνούς της επανάστασης του Ιούνη του 1848, της «επανάστασης της απελπισίας» των εργατών του Παρισιούθ, που ακολούθησε την πρώτη Κομμούνα. Η εμπορευματική παραγωγή που επέβαλε σ’ όλους τους τομείς τον κατακερματισμό της εργασίας και συνακόλουθα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, υπέταξε τον καλλιτέχνη και το έργο του στους νόμους της ελεύθερης αγοράς και τους μηχανισμούς της. Τον υποδούλωσε στις ανθρώπινες αρχές του εμπορευματικού ανταγωνισμού. Οι ανθρώπινες σχέσεις υποχώρησαν και η αλλοτρίωση του καλλιτέχνη από την πεζότητα της αστικής κοινωνίας, αλλά και απο τις αντιφάσεις του ίδιου του εαυτού του, κορυφώθηκαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι επαναστάσεις στην τέχνη, με πρώτη την έξαλλη και αντιφατική διαμαρτυρία του ρομαντισμού των εξεγερμένων μικροαστικών συνειδήσεων, διαδέχονται η μια την άλλη. Οι καλλιτέχνες αντιστέκονται πολύπλευρα, όμως σε όλες τις μορφές τέχνης δεν υπάρχουν οι ίδιες δυνατότητες για δημιουργία ή διαμαρτυρία αν ο ρομαντισμός όπως επιγραμματικά διατυπώνει ο F. Φίσερ, «…από τους λόγους του Ζαν – Ζακ Ρουσώ ως το Κομουνιστικό Μανιφέστο των Μάρξ – Έγκελς…ήταν η κυρίαρχη στάση της ευρωπαϊκής τέχνης και λογοτεχνίας…έναντι στον κλασικισμό των ευγενών, ενάντια στους κανόνες και στα πρότυπα, ενάντια στις αριστοκρατικές μορφές, ενάντια σ’ ένα περιεχόμενο απ’ όπου είχαν περιοριστεί οι κοινές εκβάσεις…», στην αρχιτεκτονική δεν μπόρεσε να φέρει παρά μόνο αλλαγή στη μορφολογική έκφραση που οδήγησε στον εκλεκτικισμό. Ο αρχιτέκτονας, όντας απόλυτα εξαρτημένος για την πραγματοποίηση του έργου του από τις υλικές δυνατότητες που του παρέχονται, είχε (και έχει) ελάχιστα ή καθόλου περιθώρια να επαναστατήσει ουσιαστικά με την τέχνη του. Ή εξυπηρετεί την άρχουσα τάξη ή αποσύρεται από τον κύκλο των εκλεκτών της. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε και ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τέχνης (και μάλιστα της αρχιτεκτονικής) του καπιταλιστικού κόσμου. Τον διεθνικό, ισοπεδωτικό χαρακτήρα της που μάχεται θανάσιμα τις τοπικές εθνικές εκφράσεις και μορφές.
4. Η ελληνική αστική τάξη ποτέ από τη σύσταση του ελληνικού κράτους δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Η οικονομία του τόπου εξαρτήθηκε ευθύς εξ’ αρχής από τους ξένους και συνακόλουθα η αποδοχή ξενόφερτων αντιλήψεων για την τέχνη επιβλήθηκε. Ο ιστός του κοινού βαλκανικού πολιτισμού καταστράφηκε.
Η νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα δεν αποτέλεσε έκφραση καλλιτεχνική αντίστοιχη μ’ εκείνη που προετοίμασε την αστική επανάσταση στη Γαλλία. Εφαρμόστηκε από ξένους αρχιτέκτονες, της γερμανικής σχολής κυρίως. Κατά τη μορφή ακολούθησε το γερμανικό αποστεωμένο νεοκλασικισμό της συμβιβασμένης με του φεουδάρχες αστικής γερμανικής κοινωνίας. Εδώ όμως έγινε αποδεκτός και εφαρμόστηκε περισσότερο σαν έκφραση εκλεκτικίστικη της εξαρτημένης κοινωνίας που αγωνίζεται μάταια για την αυτόνομη οικονομική της άνοδο.
Η καταγωγή, η εξέλιξη και ο κοινωνικός προσδιορισμός του στρώματος των διανοουμένων στην νεώτερη Ελλάδα δεν έχει ερευνηθεί σχεδόν καθόλου. Είναι όμως βέβαιο ότι οι λίγες ντόπιες πνευματικές δυνάμεις ή εξαφανίστηκαν ή συμβιβάστηκαν με τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν. Ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης και ελάχιστα ακόμη φωτεινά παραδείγματα αποτελούν σπάνιες εξαιρέσεις. Η καταγωγή της διανόησης του τόπου μας βρισκόταν (και βρίσκεται σε πολύ μεγάλο βαθμό πάντοτε) έξω από τα σύνορα. Και αυτός είναι ένας από τους όρους της δημιουργίας και της διαιώνισης της πολλαπλής εξάρτησης του τόπου από τους ξένους. Οι ντόπιοι δημιουργοί, όσον αφορά την αρχιτεκτονική, οι πρωτομάστορες με τα συνάφια τους, δεν κατόρθωσαν να συνεχίσουν και να προσαρμόσουν την γνήσια ελληνική αρχιτεκτονική της πρώιμης αστικής τάξης (πρωτοαστική αρχιτεκτονική των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας), παρά μόνο περιπτωσιακά, μακριά από τα αστικά κέντρα ή περιφερειακά σ’ αυτά. Και τούτο το φαινόμενο της διαλεχτικής σύνθεσης των αντιθέσεων της ντόπιας και της ξενόφερτης αντίληψης (καθόλου και αυτό ερευνημένο) μας έδωσε μερικά από τα καλλίτερα έργα της νεώτερης αρχιτεκτονικής μας.
Ο κύκλος των «διπλωματούχων» («των σπουδαγμένων») αρχιτεκτόνων παράμεινε πολύ μικρός, πολύ κλειστός, ιδιαίτερα ελιτίστικος χώρος προνομιούχων. Εντελώς αλλοτριωμένοι και ενταγμένοι στο σύστημα, οι επαγγελματικοί μας πρόγονοι, τυφλοί στα πραγματικά προβλήματα του λαού, μοναδικό ενδιαφέρον είχαν την παραγωγή και αναπαραγωγή των ίδιων παγιοποιημένων μορφών. Εκφράζανε έτσι με της αρχιτεκτονική τους την ελπίδα για την διαιώνιση αυτής της υποταγμένης, ξεπουλημένης στα ξένα συμφέροντα αστικής τάξης. Έτσι αν ο ελληνικός νεοκλασσικισμός στα πρώτα του βήματα πιθανόν, με τον εθνικό χαρακτήρα που εμπεριέχει, να αντικατόπτριζε και να προωθούσε ίσως σε κάποιο βαθμό τις ελπίδες της ντόπιας αστικής τάξης για τη συσσώρευση κεφαλαίου που θα την αποδέσμευε από την ξένη εξάρτηση, γρήγορα κατάντησε μια από τις εκδηλώσεις του ακρότατου σωβινισμού της που τόσα δεινά κληροδότησε στον ελληνισμό.
Η αλλοτρίωση λοιπόν και ο ελιτισμός είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που ακολουθούν (και θα πρέπει να προσθέσω ως τα σήμερα) τους έλληνες αρχιτέκτονες, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της νεώτερης αρχιτεκτονικής μας. Και δεν είναι καθόλου περίεργο ότι οι αντιλήψεις της νεοκλασσικής αρχιτεκτονικής επιβιώνουν στην Ελλάδα ως τις μέρες μας. Στα χρόνια της δικτατορίας βρυκολάκιασαν ακόμα και τα εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της στα δημόσια κτίρια. Και είναι ένα συνεχιζόμενο φαινόμενο στις «βίλλες» κυρίως των «καλών περιοχών» της Αθήνας, σαν έκφραση του οικονομικού κατεστημένου.
Οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική έκφραση που συνόδευαν τη μεγάλη βιομηχανική έκρηξη του τέλους του 19ου αιώνα, ισχυροποίησαν αποφασιστικά τη διεθνική αντίληψη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και αντιστοιχούν στις νέες μορφές ανέλιξης του καπιταλιστικού κόσμου. Ο ελληνικός χώρος βέβαια βρέθηκε έξω από τις διαδικασίες αυτές και τα ομόρροπα αρχιτεκτονικά ρεύματα δεν επηρέασαν την ελληνική αρχιτεκτονική.
5. Η μικρασιατική καταστροφή, η βαθειά εθνική κρίση και οι οικονομικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν, άγγιξαν και τον κλάδο αρχιτεκτόνων που εν τω μεταξύ αριθμούσε και τα πρώτα μέλη του σπουδασμένα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Αυτή η διαφοροποίηση βέβαια δεν ήταν ουσιαστική. Γιατί επί πολλά χρόνια (ακόμη και μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό) κανείς αρχιτέκτονας δεν γινόταν άξιος του «υψηλού τίτλου» που έφερνε. Ούτε είχε ελπίδες σοβαρής επαγγελματικής και ακαδημαϊκής εξέλιξης, αν δεν προερχόταν από σχολή του εξωτερικού (της Ευρωπαϊκής όπως έλεγαν παλιότερα, της Αμερικής όπως λένε σήμερα) ή αν δεν είχε τουλάχιστον μετεκπαιδευθεί έξω από την Ελλάδα. Άσχετα αν αυτό δεν ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, τίποτε άλλο παρά η συμμετοχή στην μποέμικη ζωή του Παρισιού, ή τα στεγνά και ανώφελα μαθήματα των γερμανικών σχολών.
6. Την ίδια περίπου εποχή εμφανίζονται και οι πρώτες τάσεις για τη στροφή προς τη λαϊκή μας τέχνη, που όμως δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια αναχρονιστική (κατά ένα αιώνα καθυστερημένη) ρομαντική έκφραση. Οι πρωτεργάτες και διασώστες, ένθερμοι αγωνιστές κατά τα άλλα, αυτού του ρεύματος, δεν σκοπεύουν στη μελέτη και αντιμετώπιση των προβλημάτων του ελληνικού λαού (όπως θάπρεπε να κάνει πρώτα απ’ όλα, μια πραγματική ελληνική αρχιτεκτονική) αλλά στην έρευνα των μορφών, τη μουσειακή διατήρηση, την εκλεκτικίστικη εφαρμογή, συχνά με εξοργιστικά γελοίο τρόπο, των εξωτερικών γνωρισμάτων της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής. Οι αρχιτέκτονες αυτής της σχολής, ενώ αντιδικούν βίαια με την παρακμασμένη νεοκλασσική αντίληψη για τις μορφές, στην ουσία επαναλαμβάνουν όλα τα αρνητικά στοιχεία της για το περιεχόμενο. Οι παθιασμένοι αυτοί εραστές της μεταβυζαντινής τέχνης, στην προσπάθεια τους αναζήτησης της χαμένης διαλεκτικής ενότητας του δημιουργού και του συνόλου, στην άτυπη και υπολανθάνουσα διαμαρτυρία τους για την αλλοτρίωση που δεν την αναγνωρίζουν σαν αναγκαία συνέπεια του καπιταλιστικού συστήματος, νόμιζαν (και μερικοί τα νομίζουν ακόμα…), ότι μπορούν να βρουν τη λύση των προβλημάτων τους στη δημιουργία του «λαού». Ενός λαού όμως, ιδεατού τοποθετημένου πέρα και έξω από τις ταξικές σχέσεις του και τη σύγχρονη δημιουργική δραστηριότητα του.
Έτσι, εκτός από την πραγματικά θετική προσφορά για την αναγνώριση της μεγάλης αξίας του τελευταίου σταδίου της μεσαιωνικής μας τέχνης, παραπλανούνται με ψευδοπροβλήματα και αυτοανακηρύσσονται στους μόνους γνήσιους και σωστούς συνεχιστές της. Τούτος ο ακρότατος πια ελιτισμός – πρέπει δυστυχώς να το τονίσουμε – τύφλωσε γενιές αξιόλογων αρχιτεκτόνων και τις έκλεισε, παρά τις διατυμπανιζόμενες τοποθετήσεις τους, «ανεπαισθήτως μέσα στα απαραβίαστα τείχη της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης. Εξυπηρετούν και αυτοί στο ακέραιο το αστικό κατεστημένο και σκαρφαλώνουν (ή σύρονται…) συχνά ως την κορυφή των δημοσίων υπηρεσιών, της αρχιτεκτονικής παιδείας, του επαγγέλματος γενικά. Αυτή είναι η αντιπαροχή τους για τον αποπροσανατολισμό από τα ουσιαστικά προβλήματα που καταφέρνουν να επιβάλλουν.
7. Τούτη η κληρονομιά της ακραίας ελιτίστικης αντίληψης, απ’ όπου και να προέρχεται, για τον αρχιτέκτονα δήθεν «ευαίσθητο δέκτη και εκφραστή των μηνυμάτων της προαιώνιας ελληνικής παράδοσης» με τη στε΄θρα επανάληψη των μορφών για τον «αρχιτεκτονικό μαέστρο» της «υψηλής αρχιτεκτονικής σύνθεσης» καταντάει τελικά στο φενακισμό. Στο νοητικό μπαλσάμωμα της τρομοκρατικής πραγματικότητας, στην άρνηση της αντιμετώπισης της πολυσύνθετης και αενέε εξελισσόμενης κοινωνικής δομής. Η τάση για την αποχώρηση από τους σκληρούς ταξικούς αγώνες, η βολική σχηματοποίηση των γεγονότων, η διαστροφή της αντικειμενικής πραγματικότητας και της αλήθειας, η επαίσχυντη στάση του απολίτικου, αδιάφορου αγνωστικιστή που εφησυχάζει τη συνείδηση του αναθέτοντας τις κοινωνικές διαδικασίες και την πραγματική πάλη στους «πολιτικολογούντας» ή στον «όχλο» κρατώντας για τον εαυτό του το προνόμιο της «υψηλής διανόησης», της «καθαρής τέχνης», της αρχιτεκτονικής «των τέλειων σχημάτων, των όγκων, των μορφών, του χρώματος…», δεν διαφέρει σε τίποτε από την «Haute Couture», την «Haute Coiffure», είναι σκέτη πνευματική αυτοϊκανοποίηση, δειλία και προδοσία.
8. Εν τω μεταξύ στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα οι κληρονόμοι του Art Nouveau δεν καταφέρνουν να ξεγαντζωθούν από τις αρπαγές του εκλεκτικισμού. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο εκλεκτικισμός έχει το ομόλογο του στον ιδεολογικό τομέα. Οι θεωρητικοί της Β’ Διεθνούς, στην προσπάθεια τους να συνενώσουν τον μαρξισμό και τον ιδεαλισμό, οδήγησαν στη σοσιαλδημοκρατία που κατέληξε στις μέρες μας να οδηγήσει το κόμμα που ίδρυσε ο Κ. Μάρξ στη Γερμανία, στο ακρότατο σημείο της αντίδρασης. Στο να γίνει ο Δούρειος ίππος τους διεθνούς καπιταλισμού στις περιφερειακές χώρες του και στις υποανάπτυκτες του τρίτου κόσμου, της Αφρικής ιδιαίτερα.
Τα μανιφέστα για την τέχνη και την αρχιτεκτονική καταντάνε να είναι περισσότερα από τα ποιήματα, τους ζωγραφικούς πίνακες και τα σπίτια». Τούτος ο λόγος μέσα στην υπερβολή του, μας δίνει μια σκωπτική εικόνα της ιδεολογικής παραζάλης και στο χώρο της τέχνης και της αρχιτεκτονικής.
Ένα από τα πιο γνωστά κείμενα αυτού του είδους, που επηρέασε μάλιστα αποφασιστικά τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και στην Ελλάδα, η «Χάρτα των Αθηνών» στην παράγραφο της αρ. 77 αναφέρει: «Τα κλειδιά της πολεοδομίας βρίσκονται στις παρακάτω 4 λειτουργίες: κατοικία – εργασία – αναψυχή στον ελεύθερο χρόνο-μετακίνηση».
Θάλεγε κανείς ότι αναφέρεται στην πόλη της Ουτοπίας όπου οι ταξικές αντιθέσεις δεν υπάρχουν και έτσι οι χώροι της συλλογικής δράσης έχουν μετατραπεί σε χώρους αναψυχής και μόνο. Ο ουτοπισμός, μορφή του ιδεαλισμού, υπηρετεί και πάλι τον καπιταλισμό. Αυτά τα μανιφέστα και οι πλάνες γύρω από την πραγματική λειτουργία της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας δώσανε μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν κατ’ εξοχήν από τους αρχιτέκτονες και πολεοδόμους της καπιταλιστικής κοινωνίας και στο τόπο μας. Ανανεώνοντας πάλι, οι αλλοτριωμένοι και οι ελίτ την παλιά γνωστή απολίτικη αντίληψη του αρχιτέκτονα δημιουργού έξω και πέρα από το κοινωνικό γίγνεσθαι, με άλλο ένδυμα τώρα πιο ελκυστικό και πιο επικίνδυνο: τις νέες διεθνικές τάσεις της αρχιτεκτονικής που δεν εξυπηρετούν άλλο τίποτε, παρά τον διεθνή καπιταλισμό και μειώνουν τις κεντρόφυγες τάσεις που αναπτύσσουν – έστω και άθελα τους κάποτε – οι αντιλήψεις για τον εθνικό χαρακτήρα της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Και ο φαύλος κύκλος ξανακλείνει και οδηγεί άλλη μια φορά, από άλλο δρόμο μονής και αντίθετης προς τα βίαια κοινωνικά ρεύματα του καιρού μας κατεύθυνσης, στο ίδιο αποτέλεσμα: των παρά πέρα και των επομένων γενεών καπιταλιστική αλλοτρίωση και τον ελιτισμό. Σ’ αυτή την έξυπνη στημένη παγίδα πέσανε δυστυχώς και πολλοί προοδευτικοί αρχιτέκτονες, παρασυρόμενοι από τις σειρήνες του διεθνισμού, σε μια εποχή κυρίως που αναγνωριζόταν ο εθνικός χαρακτήρας των επαναστατικών εξελίξεων. Ένας χαρακτήρας που δεν έλειπε κατά βάθος ούτε και από αυτήν ακόμα την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η τέχνη κάθε λαού είναι εκείνη που του δίνει την ιδεάζουσα πολιτιστική φυσιογνωμία του. Η ενότητα στην ποικιλία αυτών των εκφράσεων των διαφόρων λαών είναι εκείνη που οδηγεί στη διαλεκτική σύνθεση και όχι η διεθνιστική ισοπέδωση που αναστέλει την εξέλιξη και σκοτώνει την πνευματική ελευθερία και την πρωτότυπο δημιουργία.
9. Με την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας και την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και στο το μας, αλλά κυρίως με την ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στα χρόνια της κατοχής, οι αρχιτέκτονες σε μεγάλο βαθμό συνειδητοποίησαν τον πραγματικό ρόλο τους και τη σωστή θέση τους στα πλαίσια των αγώνων του ελληνικού λαού.
Η διεθνής συμπαιγνία όμως των ηγεμονικών δυνάμεων, αποφασίζοντας ερήμην του λαού μας αποφάσισε να «ανήκομεν είς την την Δύσην» και ο ηρωικός αγώνας των δημοκρατικών δυνάμεων χωρίς να αποβεί μάταιος προδόθηκε. Η συμμετοχή των αρχιτεκτόνων σ’ αυτή την προσπάθεια πιστεύω ότι είναι η σημαντικότερη μέχρι σήμερα προσφορά του κλάδου μας στους αγώνες του ελληνικού λαού, που συνεχίζονται.
10. Η θέση της χώρας μας μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περιφέρεια του διεθνούς καπιταλιστικού, η πολύπλευρη εξάρτηση της από ξένα κέντρα αποφάσεων, η μαζική εισβολή ξένων στοιχείων και μορφών που δεν αφομοιώνονται, αλλά οδηγούν στην πολιτιστική μας εξαθλίωση, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία που οδήγησαν άμεσα και έμμεσα στη βαθύτερη κρίση της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής τέχνης.
Οι αρχιτέκτονες βρίσκονται, σαν καλλιτέχνες, στο επίκεντρο της κρίσης. Σαν επιστήμονες και τεχνικοί αποτελούμε σήμερα στοιχεία, αυτού που χαρακτηρίζεται συνήθως με τον όρο «τεχνοδομή». Άλλοι από μας ανήκουν στην ιθύνουσα τάξη ενταγμένοι στη διευθυντική καπιταλιστική ελίτ, άλλοι προσαρμόζονται απλώς στις απαιτήσεις του κατεστημένου, αλλοτριώνονται και το εξυπηρετούν σε κάποιο βαθμό λιγότερο ή περισσότερο. Πέρα από αυτό είναι βέβαιο ότι, μετά το 1965 και κυρίως μετά την οικονομική κρίση του 1973, η μεγάλη πλειοψηφία των αρχιτεκτόνων ανήκει στους εργαζόμενους και μη προνομιούχους Έλληνες.
Σαν καλλιτέχνες και σαν τεχνικοί, έτσι και αλλιώς στο στρώμα των διανοούμενων και πάσχουν πάντοτε από όλες τις ασθένειες τους. Η οικονομική ολιγαρχία γνωρίζοντας τη δύναμη επιβολής που έχουμε, τόσο με τις γνώσεις μας όσο και με το ταλέντο μας, αγωνίζεται να μας προσεταιριστεί, ξεκινώντας από τις διαστρεβλωμένες δομές της παιδείας, τη συναλλαγή, τις διακρίσεις, τις παροχές, αλλά κυρίως αναπαράγοντας συνεχώς (με τη βοήθεια δυστυχώς μερικών θεωρουμένων προοδευτικών ιδεολογικών τάσεων) την ελιτίστικη νοοτροπία στην οποία τόσο ευάλωτος, αποδείχτηκε ο κλάδος μας. Αυτός ο ελιτισμός έχει πολλές εκφράσει και καλύπτει επίσης τόσο από συνδικαλιστικούς όσο και από πολιτικούς χώρους, μερικοί από τους οποίους ενώ είναι άγνωστοι σχεδόν η καταδικασμένη από το σύνολο του ελληνικού λαού διατηρούν τα ερείσματα τους στο χώρο των αρχιτεκτόνων και μόνο τούτο το κοινωνικό φαινόμενο, άξιο ιδιαίτερης μελέτης, αποτελεί βαριά αρρώστα για τον κλάδο μας. Η ελιτίστικη αντίληψη δεν περιορίζεται στις μέρες μας μόνο στο να εξωθεί τους διανοούμενους στη σφαλερή εντύπωση ότι ανήκουν σ’ ένα χώρο αφοσιωμένο στη «καθαρή» επιστήμη και την τέχνη έξω από την τέχνη έξω από τις κοινωνικές λειτουργίες τους, δημιουργώντας έτσι απονευρωμένα, άφυλα πολιτικά νευρόσπαστα. Οι διανοούμενοι εξουδετερώνονται συχνά από τις ίδιες τις αντιφάσεις της επαναστατημένης μικροαστικής τους αντίληψης. Κύριο χαρακτηριστικό τούτης της στάσης είναι ο άκρατος βερμπαλισμός που αντικαθιστά την ουσιαστική συμμετοχή στους λαϊκούς αγώνες. Αποπροσανατολισμός, απομάκρυνση από το μπλοκ εκείνο των λαϊκών δυνάμεων που θέλει και μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική αλλαγή στον το μας. Η πολυδιάσπαση των προοδευτικών δυνάμεων, με κυρίους υπαίτιους τους διανοούμενους εκείνους που μολονότι αποτελούν την τραγική μειοψηφία του λαού εν τούτοις επιμένουν να πιστεύουν ότι είναι οι φορείς της μόνης αλήθειας για την επαναστατική αλλαγή, καταλήγει βέβαια ακριβώς στο αντίθετο, στη παράσταση δηλαδή της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης.
Το δίλημμα για τον διανοούμενο (και τον αρχιτέκτονα) στην Ελλάδα είναι ξεκάθαρο: να διαλέξει ανάμεσα στην ταύτιση του με το λαϊκό κίνημα ή στην τοποθέτηση του στο κατεστημένο των τεχνοκρατών. Τα κριτήρια δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ευκαιριακά, αλλά να στηρίζονται στις ταξικές σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί στον τόπο μας. Η πλειοψηφία των αρχιτεκτόνων, αντιμετωπίζοντας τις καταλυτικές αντιφάσεις, τη στυγνότητα, τον αποανθρωπισμό του συστήματος, έχει κάνει πιστεύω, την επιλογή της. Σαν χώρος μαζικός και σαν άτομα έχουμε την βαριά, ενάντια του λαού μας, ευθύνη να βρούμε και την ορθή τακτική για την δραστηριότητα και τη δράση μας. Η στρατηγική είναι ξεκάθαρη: ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία, ακεραιότητα και επιβίωση προέχει, ώστε να ανοίξει ο δρόμος της λαϊκής κυριαρχίας που θα οδηγήσει στην κοινωνική απελευθέρωση του λαού μας με δημοκρατικές διαδικασίες. Τότε και μόνο τότε ο καλλιτέχνης (και ο αρχιτέκτονας) θα έχει τεράστιους ορίζοντες ανοιχτούς μπροστά του για πραγματικά δημιουργική δουλειά.
11. Θα τελειώσω μ’ ένα γενικό ερώτημα που την απάντηση του θα την βρούμε μαζί και θα την εφαρμόσουμε μαζί οι παλιές και οι νέες γενιές στους δύσκολους αγώνες που μας περιμένουν:
«Μπορεί ο αρχιτέκτονας ν΄ ασκεί δημιουργικά το επάγγελμα του με τις σημερινές κοινωνικές δομές;» Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα που συχνά το χρησιμοποιεί γιατί είναι χαρακτηριστικό, αντιπροσωπευτικό και αποκαλυπτικό. Στις δεκαετίες του ’40-’50 μια χώρα περιφερειακή, καπιταλιστική, η Βραζιλία έμοιαζε να μπαίνει στο δρόμο του σοσιαλισμού. Ο πρόεδρος Κούμπιτσεκ, πριν εξασφαλίσει την κατάκτηση της ουσιαστικής ανεξαρτησίας της χώρας του και την εδραίωση της λαϊκής κυριαρχίας, προχωρεί στην εφαρμογή ενός τεράστιου αναπτυξιακού προγράμματος που ήλπιζε ότι θα οδηγούσε στο κοινωνικό μετασχηματισμό. Ανάμεσα σε άλλα είχε αποφασιστεί η δημιουργία μιας νέας πρωτευούσης για τη χώρα με βάση ένα μηχανιστικό πολεοδομικό μοντέλο, σύμφωνα με το ουτοπίστικο σοσιαλιστικό όραμα του μέλλοντος. Πολεοδόμος ήταν ο Λούτσιο Κόστα, αρχιτέκτονας για τα περισσότερα κτίρια και γενικός σύμβουλος ο Όσκαρ Νιμάγιερ. Σημαντικό στέλεχος, με όλες τις αντιρρήσεις του ο Αλόνσο Εντουάρντο Ρέϊντι. Μέλη και οι τρεις του Κ.Κ. Βραζιλίας. Πριν η κατασκευή της πόλης ολοκληρωθεί το ρομαντικό, τεχνοκρατούμενο πρόγραμμα του Κούμπιτσεκ, κάτω από το μποϋκοτάζ του διεθνούς καπιταλισμού οδήγησε τη χώρα σε οικονομική κατάρρευση. Με την έμπνευση και καθοδήγηση των ΗΠΑ η στρατιωτική δικτατορία επιβλήθηκε. Οι αμερικανικές και δυτικογερμανικές εταιρείες απομυζούν τον πλούτο της χώρας.
Ο Λούτσιο Κόστα κατέφυγε στη Κούβα και εντάχθηκε στις συνεργατικές των κουβανών αρχιτεκτόνων. Ο Όσκαρ Νιμάγιερ, εβραίος στην καταγωγή, πηγαίνει στο Ισραήλ όπου και εργάζεται για την ανάπτυξη του προωθούμενου αυτού φυλακίου του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, συνεργάζεται με πλούσιους Λιβανέζους και Σαουδάραβες, με την ίδια τεχνοκρατική ευσυνειδησία με την οποία υπηρέτησε και την παλιά του πατρίδα. Ταυτόχρονα δεν τον ενοχλεί να θεωρεί τον εαυτό του κομουνιστή και το Κ.Κ. Γαλλίας δεν ενοχλείται να του αναθέσει την μελέτη των πολυτελών γραφείων του, στο Παρίσι.
Ο Αλόνσο Εντουάρντο Ρέϊντι παραμένει στη Βραζιλία, αντέδρασε στο καθεστώς και στις αποφάσεις ανάθεσης οικιστικών και άλλων μελετών σε ξένους. Τον έπνιξαν στο λουτρό του σαν το Μαρά. Οι αναθέσεις στους ξένους έγιναν και ένα από τα γραφεία που τις ανέλαβαν βρίσκεται στην Ελλάδα. Σ’ αυτό το μονοπωλιακό συγκρότημα εργάζονται πολλοί συνάδελφοι που πέρασαν από τα ίδια θρανία μ’ εμάς και έχουμε κοινά προβλήματα μαζί τους.
Το καμίνι των αντιφάσεων κοχλάζει. Είναι φοβερό να αντιμετωπίζεις το παρόν – ένας μικρός καθημερινός θάνατος για τον κάθε δημιουργό, μέσα στο τέλμα της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης – και πολύ δύσκολο να βλέπεις ξεκάθαρα το μέλλον. Ο ελιτισμός είναι φυγή, λιποταξία, προδοσία.
Για μας, στην Ελλάδα, μια ελπίδα υπάρχει: ο αγώνας για την αποτίναξη του ξένου ζυγού, της εξάρτισης από τα ξένα κέντρα αποφάσεων, η απόκτηση και εξασφάλιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας και το δημοκρατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό με αποκέντρωση και αυτοδιαχείρηση.
Οι αγώνες του λαού μας για την εθνική ανεξαρτησία πάντα συνεχίζονται. Ας τους ακολουθήσουμε, ας ταυτιστούμε.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα ξαναβρούμε το πραγματικό αντικείμενο δουλείας μας. Της αρχιτεκτονικής. Της αρχιτεκτονικής για το λαό. Που τότε πια δεν θα είναι επάγγελμα.
Θα έχει ξαναγίνει λειτούργημα.
(Αν το αντικείμενο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί κριτική, πολύ περισσότερο αποτελεί αυτοκριτική…)