Το Cumbernauld δόξα και μοντέλο των δορυφορικών οικισμών της Σκωτίας συμπληρώνει είκοσι ένα χρόνια. Η επέτειος προσφέρει την ευκαιρία συλλογισμών για τα αποτελέσματα του «δεύτερου μέρους» της μεταπολεμικής βρετανικής οικιστικής πολιτικής. Μια κριτική επανεξέταση στο οποίο οι πρωταγωνιστές είναι ο Jim και η Krystyna Johnsonκαι οι δύο αρχιτέκτονες μεταφερμένοι εδώ το 1961 για να συνισφέρουν στο κτίσιμο του πολιτιστικού κέντρου. Αφού τελειώσει το έργο αποφάσισαν να μείνουν και έτσι οι θέσεις τους βασίζονται σε μια εμπειρία αυτοβιογραφική, τεχνική και προσωπική.
Η γέννηση του οικισμού αναφέρεται στο 1956, στην κατάσταση ευφορίας της κυβέρνησης Mcmillan. Η ευφορία που προκλήθηκε από την πρώτη σειρά των μεταπολεμικώνNew Towns είχε ήδη ξεθωριάσει: το Harlow, το Stevenage, τοBasildon, το Crawley, το Hemel Hempsteade και το Hatfieldείχαν χάσει τη γοητεία τους δίνοντας ευκαιρία για μια ζωντανή πολεμική ενάντια στην «subtopia», το γκρίζο της κοινοκτημοσύνης, το επαρχιακό μούδιασμα, τις διασκορπισμένες εγκαταστάσεις, την συνήθεια να παρέχει προνόμιο στην μονοκατοικία και το οικογενειακό «privacy» σε σχέση με τη συναναστροφή και την επικοινωνία. Ακριβώς σε εκείνη τη λεπτή στιγμή πολιτιστικής κρίσης αποφασίστηκε να ανακουφισθεί ο συνεταιρισμός του Glasgow μέσο μιας μαζικής επέμβασης προορισμένης να δεχθεί 50.000 κατοίκους.
Ο συντονισμός του έργου ανατίθεται στον Hugh Wilson και τον αρχιτέκτονα τοπίου Peter Youngman οι οποίοι βοηθούμενοι από μια ισχυρή ομάδα νεαρών ειδικών, κατάφεραν σύντομα να αποκτήσουν ένα κλίμα ενθουσιασμού. Το «Report» τους του Απριλίου 1958 επέμενε στη σπουδαιότητα της «πολεοδομικής ποιότητας» επιτυγχανόμενη μιας δράσης «δραματικοποιημένης»: η «καρδιά», πολύχρηστη, σε πολλαπλά επίπεδα συνδεδεμένα από σκάλες και διαδρόμους, για δραστηριότητες διασταυρωμένες, διοικητικές, εμπορικές και αναψυχής. Πολύπλοκος οργανισμός, τοποθετημένος στην κορυφή του λόφου, σε τρόπο που να φτάνεις το πολύ με δέκα λεπτά περπάτημα, από τα γύρω «χωριά» φτιαγμένα στο μοντέλο του «τσαμπιού». Επιπλέον με σκοπό να αποδώσει στο σύμπλεγμα μεγαλύτερη πυκνότητα και πιο συμπαγή φυσιογνωμία και ολοκληρωμένη, προείνετο να καταργηθεί η αρχή της «μονάδας γειτονιάς», δηλαδή το βασικό κύτταρο του «New Towns Act» του 1946. στην θέση του άκαμπτου ισοπεδοτικού zoning εφαρμόζετο μια στρατηγική ολοκληρωτική αναδιαμονή των υπηρεσιών, με την μόνη εξαίρεση του «μαγαζιού στην γωνιά του δρόμου», τοποθετημένο κάθε τρακόσες κατοικίες. Οι βιομηχανίες τοποθετήθηκαν σε περιφερειακές ζώνες, κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών και των αυτοκινητόδρομων ενώ ένα ειδικό δίκτυο δρόμου έπρεπε να χωρίσει τελείως τους πεζόδρομους από τους αυτοκινητόδρομους, ξεχωρίζοντας τους διάφορους τύπους κυκλοφορίας, ελαφρό και βαρύ.
Ε λοιπόν η φιλοδοξία να δημιουργηθεί ένα άψογο στην λειτουργία σύνολο σε σκάλα επαρχίας, νικήθηκε από μια αυθόρμητη, αδύνατη να περιορισθεί, επεκτατική ροπή. Η διάσταση του Cumbernauld ήταν λανθασμένη, έπρεπε να γίνει για 70.000 κατοίκους. Ούτε ακόμη η περίφημη «καρδιά» κατάφερε να ελέγξει την απροσδόκητη οικοδομική γονιμότητα. Στον κόσμο αρέσει η εκθαμβωτική αισθητική και η σημαντική επιβλητικότητα της φόρμας αυτής της μακροκατασκευής, αλλά αρνήθηκε να αντιμετωπίσει την «κουραστική βόλτα» σε ανηφόρα.
Από αρχιτεκτονική άποψη, η αναφορά στη σκωτσέζικη παράδοση στην μορφολογία των οικιστικών συγκροτημάτων κατηγορείται για «πατερναλισμό», κατάχρηση της επιθυμίας να εγκαταληφθεί το ρασιοναλιστικό εσπεράντο, κερδίζοντας μια μεγαλύτερη ιδιομορφία της περιοχής κατοίκων. Τέλος, παραδόξως, επανελήφθη, στο Cumbernauld ένα φαινόμενο διαδεδομένο στις μεγάλες μητροπόλεις, ο παράλογος βανδαλισμός που ξεσπάει σε εγκαταστάσεις και διακοσμήσεις με βιαιότητα και χωρίς διακρίσεις προμηνύοντας ανησυχιτικά συμπτώματα, νεύρωσης και αλλοτρίωσης. Πώς να εξηγηθούν τέτοιες αντιφάσεις στις χιλιάδες ξένων επισκεπτών που και τώρα, κάθε χρόνο, έρχονται εδώ για να διερευνήσουν τα αποτελέσματα μιας ιστορικής αλλαγής πορείας στο βρεττανικό χωροσχεδίασμα;
«Πολύ εύκολο να κριτικάρουμε αρνητικά εκ των υστέρων», σχολιάζουν οι Jhonson στο περιοδικό «Architects’ Journal». Υποστηρίζουν ότι η θεωρητική βάση των επόμενων New Towns από το Runcorn στο Milton Keynes, εξελίχθηκε ακριβώς στα ίχνη των δικών μας λαθών. Αλλά εκτός από το σχήμα που διακόπηκε του London Country Consil για τοHook, αυτή είναι η μόνη πόλη-δορυφόρος αντιμετωπισμένη στην κυριότερη φάση από ένα έντονο επαγγελματικό ιδεαλισμό, με την πεποίθηση νε μπορέσουμε να αλλάξουμε την κοινωνία καλλιτερεύοντας το σκηνικό. Βέβαια από τότε έχουμε δεχθεί σκληρά μαθήματα. Η διάθεση της χώρας έχει αλλάξει, αποκτώντας απαισιόδοξους τόνους. Είναι αναπόφευκτο ότι οι κριτικές για το Cumbernauld είναι σήμερα συγκεντρωμένες σ’ αυτή τη νέα διάθεση.
Κανένας πανηγυρισμός λοιπόν. Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, ο πληθυσμός νοιώθει άνετα αισθάνεται δεμένος στην πόλη του από ένα είδος χωριάτικης περηφάνειας. Έχει εμπιστοσύνη, ότι μπορεί πολλά να διορθώσει και να ξαναζωντανέψει σύμφωνα με τις δημιουργημένες ανάγκες. Δεν υπάρχουν προβλήματα πνευματικής αδράνειας ή ιστορική κληρονομιά. Υπάρχει μια ανάπτυξη στο κοινοτικό πλαίσιο ευρισκόμενοι ψυχολογικά ακόμη σε μια ατμόσφαιρα εξερευνητών. Ανακολουθίες και δυσκολίες; Πολλές χωρίς καμία αμφιβολία. Εν τούτοις, το Cumbernauld έφτασε την «ενηλικίωση» χωρίς τραύματα και την γιορτάζει με συγκρατημένη χαρά.