1. ΓΕΝΙΚΑ
Η μελέτη αυτή είναι έργο με στόχους πρακτικούς και όχι θεωρητικούς ή ερευνητικούς δεν φιλοδοξεί δηλαδή να αναθεωρήσει απόψεις της επιστήμης της Χωροταξίας αλλά να κάνει συγκεκριμένες προτάσεις προς τους αρμόδιους φορείς, βασισμένες στην μέχρι σήμερα επιστημονική γνώση και εμπειρία.
Σκοπός αυτής της μελέτης, κατά τη σύμβαση, είναι ο προσδιορισμός της θέσεως και του ρόλου της ευρείας περιφέρειας Πρωτευούσης μέσα στον εθνικό χώρο και η επεξεργασία και υποβολή προτάσεων για την διάταξη των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, ώστε να καταστεί δυνατή η δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για την επεξεργασία επί μέρους προγραμμάτων και για την λήψη αποφάσεων ως προς την θέση και διάρθρωση σημαντικών έργων αναπτύξεως του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.
Το πλάτος και το βάθος στο οποίο πρέπει να κινηθεί η μελέτη έχει τεράστια σημασία γιατί αν αυτά δεν προσδιορισθούν στο ορθό επίπεδο αφαιρέσεως, τότε δεν θα είναι δυνατή η λήψη αποφάσεων. Το ορθό επίπεδο αφαιρέσεως της μελέτης θα επιτρέψει να προσδιορισθούν με σαφήνεια και χωρίς κινδύνους οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν σχετικά με:
α. Την κατοχύρωση του Χωροταξικού σχεδίου και Προγράμματος της Περιοχής Πρωτευούσης, αμέσως μετά την έγκριση του από τις αρμόδιες Αρχές.
β. Τις αρχές και τα μεγέθη που θα αποτελέσουν το πλαίσιο άλλων πιο ειδικευμένων μελετών.
2. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ
Η σύγκριση με τα λοιπά κύρια αστικά κέντρα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρωτεύουσα είναι το σημαντικότερο αστικό κέντρο της Χώρας. Η μεγάλη όμως συγκέντρωση σ’ αυτήν πληθυσμού, εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού, αστικών λειτουργιών και οικονομικών δραστηριοτήτων, έχει δημιουργήσει πολύ δύσκολα προβλήματα από άποψη ισόρροπης αναπτύξεως του ελληνικού χώρου και ορθολογικής αναπτύξεως της ίδιας της Πρωτευούσης.
Ο συνδυασμός του επιθυμητού και πιθανού διεθνή ρόλου της Χώρας με τον αντίστοιχο εθνικό ρόλο της Πρωτεύουσας οδηγούν στην διαπίστωση μιας «συγκρούσεως» επιδιώξεων. Η χώρα για να ανταποκριθεί στις διεθνείς της απαιτήσεις οφείλει να επιδιώξει την ενίσχυση του βαθμού αναπτύξεως της, που σημαίνει ότι αναγκαστικά θα πρέπει να δημιουργηθούν στην Πρωτεύουσα νέες λειτουργίες ή να ενισχυθούν ήδη υπάρχουσες. Η εξέταση όμως της Πρωτεύουσας σε σχέση με την Χώρα και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα δείχνει ότι ο σχετικός ρόλος της Πρωτεύουσας από άποψη βαθμού αναπτύξεως οφείλει να μειωθεί. Κατά συνέπεια ο προσδιορισμός των λειτουργιών που θα ανατεθούν στην πρωτεύουσα και του βαθμού αποκέντρωσης των διαφόρων δραστηριοτήτων στην λοιπή χώρα, αποτελεί βασικό αντικείμενο της μελέτης και πρέπει να αντιμετωπισθεί με πολλή προσοχή.
Ο ρόλος επομένως της Πρωτεύουσας είναι από τη μια μεριά μια σύνθεση του εθνικού και του διεθνή ρόλου και από την άλλη μια σύνθεση των διαφορετικών απόψεων αυτού του ρόλου. Έτσι ο διεθνής και ο εθνικός ρόλος της Πρωτευούσης οφείλει να προσανατολισθεί με τέτοιο τρόπο που να καταστήσει την Πρωτεύουσα:
α. Επιτελικό κέντρο της Χώρας. Η Αθήνα πρέπει να παίξει σωστά το ρόλο της σαν εθνική Πρωτεύουσα. Η διοικητική και οικονομική αποκέντρωση είναι επιβεβλημένη όχι μόνο για μια ορθολογική και ταχεία ανάπτυξη της Χώρας, αλλά και γιατί θα αποδώσει στην Πρωτεύουσα σαν πραγματικό της ρόλο σαν κέντρο των επιτελικών υπηρεσιών της Ελλάδας που με συνείδηση ευθύνης θα χαράσσουν την πολιτική για όλα τα εθνικά θέματα στην επίλυση και εκτέλεση των οποίων θα έχουν βοηθούς και συμπαραστάτες όλους τους φορείς των αποκεντρωμένων υπηρεσιών της περιφέρειας.
β. Οργανωμένο μητροπολιτικό κέντρο. Η σωστή εξυπηρέτηση των αναγκών του πληθυσμού της σε συνδυασμό με την οργανωμένη ανάπτυξη της πρέπει να είναι βασικός στόχος, ώστε να αποκτήσει η Πρωτεύουσα ποιότητα ζωής που σήμερα της λείπει.
γ. Πόλος οικονομικής αναπτύξεως της Χώρας. Η Πρωτεύουσα σήμερα λειτουργεί σαν κύριος πόλος έλξεως των οικονομικών δραστηριοτήτων της Χώρας και κατά συνέπεια κρατάει την περιφέρεια σε χαμηλούς ρυθμούς αυξήσεως του εισοδήματος της. Ο ρόλος αυτός μπορεί να αλλάξει ώστε με αποκέντρωση ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων να αναπτυχθεί η περιφέρεια. Σε πρώτη φάση η αποκέντρωση αυτή μπορεί να γίνει στα μεγάλα αστικά κέντρα της Χώρας και σε δεύτερη φάση από τα κέντρα αυτά σε άλλα δευτερεύοντα. Έτσι η Πρωτεύουσα θα αυξήσει αναγκαστικά τις τριτογενείς δραστηριότητες της.
δ. Κόμβος μεταφορών. Η Πρωτεύουσα περιβάλλεται από πολλούς σημαντικούς άξονες μεταφορών (χερσαίους, θαλάσσιους και εναέριους) που δείχνουν την κεντρική της θέση σαν κόμβο διεθνών μεταφορών. Η αξιοποίηση αυτής της θέσεως μπορεί να καταστήσει πολύ σημαντικό κέντρο κυρίως θαλάσσιων και εναέριων μεταφορών στο Μεσογειακό χώρο. Η κεντρική της θέση μέσα στη χώρα μπορεί να την καταστήσει κέντρο ταχείας διανομής ανθρώπων και αγαθών στην υπόλοιπη χώρα. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να βελτιωθεί η προσπελασιμότητα της ως προς όλα τα μέσα μεταφορών με ιδιαίτερη προσπάθεια βελτίωσης της σιδηροδρομικής της συνδέσεως.
ε. Διεθνής οικονομικό κέντρο. Η εντατικοποίηση των οικονομικών σχέσεων της Χώρας μέσα στο ευρύτερο γεωπολογικό της σύστημα μπορεί να καταστήσει την Πρωτεύουσα (και τη Θεσσαλονίκη) κέντρο διεθνών επιχειρήσεων και συναλλαγών από τα σημαντικότερα της Μεσογείου. Αυτό θα επιτευχθεί αν η Χώρα αξιοποιήσει προς όφελος της την ευνοϊκή της θέση ανάμεσα σε διαφορετικά πολιτικά και πολιτιστικά συγκροτήματα.
στ. Διεθνές πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο. Η Πρωτεύουσα διαθέτει σημαντικότατο μέρος του ιστορικού και παραδοσιακού πλούτου της Χώρας. Η ορθολογική αξιοποίηση τους και η παράλληλη ενίσχυση του με κέντρα ειδικών σπουδών και ερευνών σε σχέση με την αναδιοργάνωση της ανώτατης παιδείας, μπορεί να καταστήσει την Πρωτεύουσα πνευματικό κέντρο διεθνούς ακτινοβολίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραβλεφθεί η ενίσχυση των υπολοίπων περιοχών της Ελλάδας. Η Πρωτεύουσα μπορεί να κρατήσει μόνο εκείνα τα πνευματικά και εκπολιτιστικά κέντρα που θα είναι μοναδικά στην Ελλάδα και συσχετίζονται με το ρόλο της σαν Πρωτεύουσα της χώρας και ταιριάζουν με το περιβάλλον της.
ζ. Διεθνές τουριστικό κέντρο. Σε συνδυασμό με το ρόλο της σαν διεθνή πολιτιστικού και πνευματικού κέντρου η Πρωτεύουσα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, αλλά με διαφορετική από την σημερινή μορφή. Ενώ δηλαδή σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των τουριστικών διανυκτερεύσεων κάθε χρόνο πραγματοποιείται στην Πρωτεύουσα και τη φορτίζει άνισα σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα η διαφορά αυτή πρέπει να μειωθεί στο μέλλον με την σώφρονα αξιοποίηση των υπολοίπων περιοχών της Χώρας ώστε η μέση διάρκεια παραμονής των τουριστών στην Πρωτεύουσα να μειωθεί με την αύξηση της δυνατότητας διακινήσεως των τουριστών.
3. ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ
Ως περιοχή της Πρωτεύουσας θεωρείται ο νομός Αττικής με τις εξής μεταβολές:
α. Υπαγωγή των κοινοτήτων Πανάκτου, Σκούρτων, Στεφάνης και Κορησσίας (Μακρόνησος) στην Περιοχή Πρωτευούσης.
β. Υπαγωγή του δήμου Ερυθρών στον νομό Βοιωτίας.
γ. Υπαγωγή της επαρχίας Τροιζηνίας, της επαρχίας Ύδρας και του δήμου Σπετσών στο Νομό Αργολίδας.
δ. Υπαγωγή της επαρχίας Κυθήρων στο Νομό Λακωνίας.
Η Μελλοντική βελτίωση του δικτύου συγκοινωνιών της Πελοποννήσου καθιστά τι; Αλλαγές που προτείνονται για τις επαρχίες Τροιζηνίας και Κυθήρων εντελώς φυσιολογικές.
Η Περιοχή Μελέτης συμπίπτει με την περιοχή που το «Σχέδιο Μακροχρόνιας Αναπτύξεως της Ελλάδος ονομάζεται «Ευρεία Περιφέρεια Αθηνών» και εξετάζεται σαν το αμέσως ευρύτερο πλαίσιο της Περιοχής Πρωτεύουσας κατ’ απαίτηση του Εργοδότη. Η περιοχή Μελέτης περιέχει στοιχεία (π.χ. βιομηχανικές μονάδες Οινοφύτων) που έχουν άμεση λειτουργική σχέση με την Πρωτεύουσα. Καθώς όμως η Πρωτεύουσα θα εκτείνεται θα έχει άμεση λειτουργική σχέση και με άλλα στοιχεία έξω από την Περιοχή Μελέτης. Κατά συνέπεια το όριο της Περιοχής Μελέτης είναι ένα μεταβαλλόμενο λειτουργικό όριο. Στα πλαίσια επομένως της επιθυμητής πολιτικής αποκεντρώσεως σε επίπεδο χώρας, δεν αποτελεί ορθολογικό όριο δια διοικητικούς σκοπούς.
4. ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ
Ένας από τους στόχους της μελέτης είναι ο ποσοτικός προσδιορισμός της μελλοντικής σχέσεως της Πρωτευούσης και της Χώρας με γνώμονα τον επιθυμητό ρόλο της Πρωτεύουσας και την πολιτική αποκέντρωση που πρέπει να εφαρμόσει το Κράτος κατά την ερχόμενη 25ετία. Η ποσοτική αυτή σχέση εκφράζεται με τρία βασικά μεγέθη: πληθυσμό, απασχόληση και εισόδημα.
Η κατανομή των βασικών μεγεθών κατά το έτος 2000 μεταξύ Πρωτευούσης και Χώρας δείχνει τον επιθυμητό και ρεαλιστικό βαθμό αποκεντρώσεως και αποδεικνύει τον τρόπο για την επίτευξη του, υποδεικνύει δηλαδή τις δραστηριότητες που πρέπει να αυξηθούν με ταχείς ρυθμούς στην υπόλοιπη Χώρα και τις δραστηριότητες που πρέπει να αυξηθούν με μικρότερους ρυθμούς, από ό,τι κατά το παρελθόν στην Πρωτεύουσα.
Στόχος της πολιτικής αποκεντρώσεως πρέπει να είναι τόσο η επίτευξη ορισμένων επιθυμητών κατανομών όσο και η επίτευξη καταστάσεως ισορροπίας αυτών των κατανομών. Κατάσταση ισορροπίας θα δημιουργηθεί όταν εξαλειφθούν οι διαφορές στο εισόδημα και στην ποιότητα ζωής μεταξύ των διαφόρων διαμερισμάτων.
Η μελέτη της κατανομής του κατά κεφαλή προϊόντος κατά τομέα παραγωγής μεταξύ των διαφόρων διαμερισμάτων της χώρας που έγινε στα πλαίσια του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου και Προγράμματος της Ελλάδας και η μελέτη των διαθεσίμων κεφαλαίων για επενδύσεις, κάνουν ρεαλιστικά την υπόθεση ότι μέχρι το 2000 η Χώρα μπορεί να πετύχει σημαντική εξίσωση του εισοδήματος στα μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα της. Κύρια μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι η παροχή κινήτρων για την προσέλκυση βιομηχανικών μονάδων στα κέντρα της υπόλοιπης Χώρας και η υιοθέτηση υγιών μέτρων για την αύξηση του αγροτικού εισοδήματος.
4.1 Πληθυσμός
Για την 20ετία 1951-71 προκύπτουν, οι εξής διαπιστώσεις.
α. Ο ρυθμός αυξήσεως του πληθυσμού της Περιοχής Πρωτευούσης ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερος από τον ρυθμό αυξήσεως του πληθυσμού της Χώρας.
β. Το ποσοστό συγκεντρώσεως πληθυσμού στην Πρωτεύουσα αυξήθηκε από 20% σε 31,6%.
γ. Ο ρυθμός αυξήσεως του πληθυσμού της Περιοχής Πρωτευούσης ήταν μιάμιση φορές μεγαλύτερος από τον ρυθμό αυξήσεως του αστικού πληθυσμού της Χώρας.
δ. Το ποσοστό συγκεντρώσεως του αστικού πληθυσμού της Περιοχής Πρωτευούσης αυξήθηκε από 41,9% σε 57%.
Οι προηγούμενες διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατανομή πληθυσμού στην Χώρα έχει φθάσει σε επικίνδυνο σημείο, οι δε τάσεις του παρελθόντος δεν δικαιολογούν αισιοδοξία για το μέλλον. Αν ισχύουν και στο μέλλον οι ίδιες τάσεις, αν δηλαδή ο πληθυσμός της Χώρας συνεχίσει να αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 0,7% και της Πρωτευούσης με 3,01%, τότε η Χώρα το 2000 θα έχει 10.735.000 και η Πρωτεύουσα 6.553.000, που αντιστοιχεί στο 61% της Χώρας.
Οι τάσεις αυτές, υπαίτιες για την καταστροφή κάθε είδους ισορροπίας στον ελληνικό χώρο και τα τεράστια προβλήματα που συνεπάγονται, είναι τόσο ισχυρές ώστε να καθιστούν πάρα πολύ δύσκολη την επίτευξη απόλυτα ιδανικών κατανομών μέχρι το 2000. βασικός κατά συνέπεια στόχος κατά την περίοδο 1976-2000 είναι να τεθούν οι τάσεις αυτές υπό έλεγχο.
Με βάση τις προηγούμενες σκέψεις ο πληθυσμός της Περιοχής Πρωτευούσης κατά το έτος 2000 εκτιμάται:
α. Επιθυμητός στόχος:
Ι. 3.700.000 κάτοικοι αν ο πληθυσμός της Χώρας φθάσει τα 11.000.000.
ΙΙ. 4.000.000 κάτοικοι αν ο πληθυσμός της Χώρας φθάσει τα 11.600.000.
β. Μέγιστο όριο:
Ι. 4.000.000 κάτοικοι αν ο πληθυσμός της Χώρας φθάσει τα 11.000.000.
ΙΙ. 4.300.000 κάτοικοι αν ο πληθυσμός της Χώρας φθάσει τα 11.600.000
Είναι σκόπιμο η πολιτική αποκέντρωση να τείνει στους επιθυμητούς στόχους. Επειδή όμως είναι πιθανό να μην επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, η μελέτη βασίζεται στην παροχή πληθυσμού 4.300.000 κατοίκων για την Περιοχή Πρωτευούσης το έτος 2000. ο πληθυσμός αυτός της Πρωτευούσης αποτελεί το μέγιστο επιτρεπτό όριο και αντιστοιχεί στο 37% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας κατά το 2000, (έναντι του 35% κατά το 1975) και στο 43% του αστικού πληθυσμού της Χώρας κατά το 200, (έναντι του 58,5% κατά το 1975).
Το πληθυσμιακό αυτό μέγεθος μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη πολιτική αποκεντρώσεως που θα έχει σαν αποτέλεσμα την βαθμιαία μείωση του ετησίου ρυθμού αυξήσεως του πληθυσμού της Πρωτευούσης από 3,2% που είναι σήμερα σε 0,95% κατά τη δεκαετία 1991-2000.
Οι προβολές πληθυσμού στην Υπόλοιπη Περιοχή Μελέτης βασίζονται στις επόμενες παραδοχές.
Α. Ο αστικός πληθυσμός της Κορίνθου, της Θήβας και της Χαλκίδας προβλέπεται ότι θα αυξηθεί με ρυθμούς ψηλότερους από το παρελθόν, λόγω της βιομηχανικής αναπτύξεως προς την οποία προσανατολίζονται οι οικισμοί αυτοί.
Β. Ο αγροτικός πληθυσμός της Υπόλοιπης Περιοχής Μελέτης που παρουσίασε σταθερή ετήσια αύξηση 0,35% κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες θα συνεχίσει να αυξάνεται με τον ίδιο τουλάχιστον ρυθμό λόγω των γεωργικών εκτάσεων της περιοχής και των προσφερόμενων δυνατοτήτων διπλής απασχολήσεως: γεωργία – βιομηχανία ή γεωργία – τουρισμός.
Σύμφωνα με τις παροχές αυτές εκτιμάται ότι η Υπόλοιπη Περιοχή μελέτης μπορεί κατά το 2000 νε έχει πληθυσμό μεταξύ 200.000 και 300.000 κατοίκων. Η μελέτη βασίζεται στον πληθυσμό των 300.000.
4.2 Απασχόληση
Το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού μειώθηκε αισθητά κατά την περίοδο1961-71 στην Ελλάδα, στην Περιοχή Πρωτευούσης και στην Υπόλοιπη Περιοχή
Μελέτης. Η μείωση αυτή παρατηρήθηκε και στα δύο φύλλα και οφείλεται:
α. στην εξωτερική μετανάστευση,
β. στην αύξηση της συμμετοχής των ωριμοτέρων ηλικιών στο
σύνολο του πληθυσμού,
γ. στην αύξηση του εισοδήματος, και
δ. στην αστικοποίηση του πληθυσμού.
Προβλέπεται ότι στο μέλλον η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό
δυναμικό και η ανάσχεση της εξωτερικής μεταναστεύσεως, θα τείνουν να αυξήσουν
το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Αντίθετα προβλέπεται ότι θα
επιδράσει πτωτικά η αύξηση του εισοδήματος και η αύξηση της συμμετοχής των
ωρίμων ηλικιών στο σύνολο του πληθυσμού.
Η λεπτομερής ανάλυση και συσχέτιση των παραγόντων αυτών οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το έτος 2000 στο
σύνολο της Ελλάδας δεν θα διαφέρει πολύ από το 40,5% ενώ στις αστικοποιημένες
περιοχές, όπως η Περιοχή Πρωτευούσης και η Υπόλοιπη Περιοχή Μελέτης, το
ποσοστό αυτό θα είναι λίγο χαμηλότερο, γύρω στο 39,5%.
Η σημερινή κατάσταση και οι προτερούμενες τάσεις στη δομή της απασχολήσεως
δείχνουν ότι η Περιοχή Πρωτευούσης βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της
αστικοποιήσεως της δια μέσου της δευτερογενούς παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι στο
μέλλον θα μειωθεί η συμμετοχή της δευτερογενούς παραγωγής στις οικονομικές
δραστηριότητες της Περιοχής Πρωτευούσης. Επιθυμητό είναι κατά το 2000 να
εξισωθεί με τον αντίστοιχο μέσο όρο που θα ισχύει τότε για την Χώρα, πράγμα που
μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη πολιτική δημιουργίας κυρίως βιομηχανικών
μονάδων στα υπόλοιπα αστικά κέντρα της Χώρας. Παράλληλα όμως θα αυξηθεί η
συμμετοχή του τριτογενούς τομέα, όπως άλλωστε αναμένεται σε μια μητροπολιτική
περιοχή του μεγέθους της Πρωτευούσης.
Η Υπόλοιπη Περιοχή Μελέτης έχει ήδη εισέλθει στο πρώτο στάδιο της
αστικοποιήσεως της δια μέσου της δευτερογενούς παραγωγής και άρα είναι εύλογο
να αναμένεται ότι στο μέλλον θα ενισχυθεί η συμμετοχή της δευτερογενούς
παραγωγής πάνω από το αντίστοιχο μελλοντικό μέσο όρο της Ελλάδας. Σημαντική
επίσης αναμένεται η συμμετοχή της τριτογενούς παραγωγής, χωρίς όμως να φθάσει
τον αντίστοιχο μελλοντικό μέσο όρο της Ελλάδας. Τέλος η συμμετοχή της
πρωτογενούς παραγωγής θα μειωθεί, όχι όμως κάτω από τον αντίστοιχο μελλοντικό
μέσο όρο της Ελλάδας.
Ως προς το βαθμό συγκεντρώσεως των οικονομικών δραστηριοτήτων βέβαιο
συμπέρασμα είναι ότι στην Περιοχή Πρωτευούσης, θα μειωθεί η συμμετοχή της
δευτερογενούς και τριτογενούς παραγωγής ως προς το σύνολο της Χώρας, ενώ στην
Υπόλοιπη Περιοχή Μελέτης θα συμβεί το αντίθετο.
Οι μεταβολές αυτές στη δομή της απασχολήσεως προβλέπεται ότι θα συμβάλουν
στην αποκέντρωση πολλών δραστηριοτήτων σε περιοχές έξω από την Περιοχή Πρωτευούσης.
Σύμφωνα με τις προηγούμενες παραδοχές η Περιοχή Πρωτευούσης θα είναι κατά το
έτος 2000 ένας ώριμος αστικός οικισμός με τριτογενείς κυρίως δραστηριότητες, και
με την αναγκαία απασχόληση στον δευτερογενή τομέα. Οι πόλεις της Κορίνθου της
Θήβας και της Χαλκίδας θα είναι αστικοί οικισμοί της Περιοχής Μελέτης. Οι
σημερινοί αγροτικοί οικισμοί της Περιοχής Μελέτης θα αποκτήσουν ημιαστικό
χαρακτήρα λίγω των ευκαιριών που θα υπάρχουν για διπλή εποχιακή απασχόληση
(γεωργία – βιομηχανία ή γεωργία – τουρισμός) με συνέπεια να αυξηθεί το εισόδημα τους και να μη μειωθεί ο αγροτικός πληθυσμός της.
4.3. Εισόδημα
Στους υπολογισμός των μελλοντικών εισοδημάτων προβλέπεται μείωση της σημερινής διαφοράς των ρυθμών ανόδου του εισοδήματος μεταξύ της Περιοχής Μελέτης και της Χώρας. Δεδομένου ότι ο διεθνής ρόλος της Πρωτευούσης δεν μπορεί να έχει σοβαρή επίδραση στη διαμόρφωση του κατά κεφαλή εισοδήματος της Περιοχής Μελέτης η προβλεπόμενη κατά το έτος 2000 διαφορά μεταξύ του εισοδήματος της Περιοχής Μελέτης και της Υπόλοιπης Χώρας, οφείλεται στις τάσεις του παρελθόντος και στο ψηλότερο κατά κεφαλή κόστος διαβιώσεως στην Πρωτεύουσα.
5. ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΜΗ ΑΣΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ.
Η αστική ανάπτυξη μέχρι το 1940 είχε συγκεντρωθεί γύρω από τους κυρίους τόπους εργασίας που ήταν τα κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά. Η προσπάθεια για την αποκατάσταση των καταστροφών του πολέμου και της ξένης κατοχής επανέφερε τα πράγματα στην κατάσταση του 1940 μόλις κατά το 1950. στην περίοδο μεταξύ του 1950 και 1960, η βελτίωση του εισοδήματος των κατοίκων και η βελτίωση των δυνατοτήτων προσπελάσεως προς τους ήδη αναπτυγμένους τόπους εργασίας, είχαν σαν αποτέλεσμα την επέκταση της αστικής αναπτύξεως κατά μήκος κυρίων αξόνων κυκλοφορίας και την ενοποίηση των οικοδομικών περιοχών. Κατά την μετά το 1960 15ετία η περαιτέρω αύξηση του εισοδήματος, η βελτίωση της προσπελασιμότητας, στις κεντρικές περιοχές είχαν σαν αποτέλεσμα μια ιδιαίτερα έντονη ανάπτυξη προς τα έξω. Στο βόρειο μέρος του λεκανοπεδίου, στις περιοχές νοτίως της Πεντέλης και στις περιοχές μεταξύ Παιανίας και Κορωπίου αναπτύχθηκαν νέες περιοχές κυρίως για μόνιμη κατοικία. Κατά μήκος όλων σχεδόν των ακτών της Περιοχής Μελέτης (Ακτές Β. Ευβοϊκού, Ν. Μάκρη, Ραφήνα, Λούτσα, Πόρτο Ράφτη, Ανάβυσσος, Σαρωνίδα, Λαγονήσι, Αίγινα, Σαλαμίνα, Κινέττα, Αγ. Θεόδωροι, ακτές Κορινθιακού), σημειώθηκε εκτεταμένη ανάπτυξη νέων περιοχών β’ κατοικίας και τουρισμού.
Κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες οι μεγαλύτερες τάσεις αναπτύξεως έγιναν προς τις Νότιες υπώρειες της Πάρνηθας. Η θετική όμως μεταβολή των τάσεων μεταξύ των δύο προηγούμενων δεκαετιών είναι μεγαλύτερη προς την περιοχή των Μεσογείων, γεγονός που οφείλεται στην βελτίωση των δυνατοτήτων προσπελάσεως προς τις περιοχές αυτές.
Η αρνητική μεταβολή των τάσεων είναι μεγαλύτερη προς την κατεύθυνση του Πειραιά, γεγονός που οφείλεται στον κορεσμό προς αυτή την κατεύθυνση. Ανάλογα συμπεράσματα συνάγονται και για τις υπόλοιπες κατευθύνσεις.
5.1 Προβλήματα.
Οι υψηλές τιμές γης και η έλλειψη σοβαρών προγραμμάτων λαϊκής κατοικίας ανάγκασαν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να στραφεί, για στέγαση του, προς τις εκτός σχεδίου περιοχές, όπου η γη ήταν φθηνότερη. Η τάση αυτή συνεχίσθηκε για πολλά χρόνια, προς όφελος λίγων επιχειρηματιών και ιδιωτικών συμφερόντων και συντέλεσε στην ανάπτυξη του οικισμού της Πρωτευούσης κατά τρόπο εντελώς αυθαίρετο. Το πρόβλημα οξύνθηκε περισσότερο από την κερδοσκοπική εκμετάλλευση των παραλιακών εκτάσεων, που είχαν ζήτηση για κάλυψη αναγκών β’ κατοικίας και τουρισμού.
Η απρογραμμάτιστη ανάπτυξη της Πρωτευούσης που οδήγησε στην παράλογη κατανομή των αστικών χρήσεως γης, στη δημιουργία περιοχών με πολλές και ασυμβίβαστες χρήσεις καθώς και στην επέκταση του οικισμού σε περιοχές που έπρεπε με κάθε τρόπο να διατηρηθούν για μη αστικές ή για ειδικές χρήσεις, διευκολύνθηκε σημαντικά από θεσμικά μέτρα όπως τα επόμενα:
α. Ο κατατεμαχισμός της αγροτικής γης από τους ιδιοκτήτες ή άλλους κερδοσκόπους σε μικρά οικόπεδα και η πώληση τους στις χαμηλές κυρίως εισοδηματικές τάξεις.
β. Η εκ των υστέρων νομιμοποίηση περιοχών αυθαιρέτων.
γ. Η ύπαρξη νομοθεσίας που επιτρέπει την οικοδόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές κατά μήκος εθνικών ή επαρχιακών δρόμων.
δ. Η ύπαρξη νομοθεσίας που επιτρέπει την οικοδόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές βιομηχανιών, ξενοδοχείων, διδακτηρίων, ασύλων, κλπ. που είναι ασυμβίβαστα με τις χρήσεις της περιοχής (Π.Δ. 23 Οκτωβρίου / 4 Σ/βρίου 1928).
ε. Η έλλειψη μηχανισμού ελέγχου της αθέμιτης κερδοσκοπίας γης.
στ. Η αποσπασματική έγκριση σχεδίων οικοπεδοποιήσεως εκτάσεων που ανήκουν σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς.
ζ. Η κατοχύρωση με νόμο της δυνατότητας να κτίζονται «λυόμενες» παραθεριστικές κατοικίες.
η. Η χορήγηση αδειών για εγκαταστάσεις διαφόρων λειτουργιών και η χάραξη δικτύων μεταφορών ή υποδομής, που βασίζονται στην στενή αντίληψη καλύψεως τοπικών και αμέσων αναγκών και όχι σε ευρύτερη μακρόπνοη πολιτική αναπτύξεως.
θ. Η ανεπάρκεια των οικοδομικών κανονισμών.
ι. Η έλλειψη κτηματολογίου, με συνέπεια το Κράτος να μη γνωρίζει τι του ανήκει, που οδηγεί στην καταπάτηση δημοσίας, κοινωνικής και εκκλησιαστικής γης από ιδιώτες.
5.2. Πολιτική.
Κατάλληλη για αστική ανάπτυξη θεωρείται η περιοχή που περιλαμβάνει από τους βασικούς κάμπους με κλίσεις 0-5% διευρυμένους κατά μια ζώνη υψομετρικής διαφοράς 100μ, υπό τον περιορισμό ότι μέσα σ’ αυτή δεν υπάρχουν περιοχές με κλίσεις πάνω από 20% και υψόμετρα πάνω από 400μ., ούτε γόνιμα γεωργικά εδάφη, ή δάση ή αρχαιολογικές περιοχές. Η υπόλοιπη περιοχή δεν θεωρείται κατάλληλη για αστική ανάπτυξη.
Σε μια μητροπολιτική περιοχή σαν της Περιοχή Πρωτευούσης δεν πρέπει ποτέ να ξεπερασθεί μια σχέση της τάξεως 30/70 μεταξύ αστικών και μη αστικών χρήσεων. Τη σχέση αυτή εξασφαλίζουν μέσες πυκνότητες μεγαλύτερες από 45 άτομα στο εκτάριο. Από την άλλη μεριά είναι ρεαλιστικό να γίνει δεκτή για το έτος 2000, μέση πυκνότητα μεγαλύτερη από τη σημερινή (58 άτομα στο εκτάριο), αφού, οι μεγάλης κλίμακας οικισμοί κι’ οι μητροπολιτικές περιοχές παρουσιάζουν πτώση της μέσης πυκνότητας τους στο χρόνο. Έτσι θα πρέπει για την Περιοχή Πρωτευούσης να γίνουν δεκτές μέσες πυκνότητες που να κυμαίνονται μεταξύ των 45 και 55 ατόμων στο εκτάριο. Από τις δύο ακραίες τιμές της μέσης πυκνότητας, γίνεται αποδεκτή ή μεγαλύτερη, δηλαδή 55 άτομα στο εκτάριο, επειδή θα χρειαστεί μικρότερη έκταση για ανάπτυξη, λιγότερα κεφάλαια για υποδομές κλπ. Η μέση αυτή πυκνότητα εξασφαλίζει σχέση 25/75 μεταξύ αστικών και μη αστικών χρήσεων γης κατά το 2000. η σχέση αυτή είναι βέβαια χειρότερη από τη σημερινή (15/85) αλλά πολύ καλύτερη από αυτή που θα προέκυπτε αν συνεχίζονταν οι τάσεις του παρελθόντος, που εκτιμάται ότι θα ανέβαζαν κατά το 2000 τη σχέση στο επίπεδο 60/40.
Για λόγους νομοτέλειας κατανομής πυκνοτήτων και πληθυσμού γίνεται δεκτή σαν επιθυμητή μέση πυκνότητα για το Λεκανοπέδιο η τιμή 75 άτομα στο εκτάριο και για το άθροισμα των τριών υπολοίπων περιοχών της Περιοχής Πρωτευούσης η τομή 30 άτομα στο εκτάριο.
Για την πόλη της Κορίνθου, σύμφωνα με τα ειδικά χαρακτηριστικά της περιοχής (σεισμοπαθείς) και το μέγεθος της, γίνεται δεκτή η μέση πυκνότητα 70 άτομα στο εκτάριο για το 2000. για τις πόλεις Θήβα και Χαλκίδα γίνεται δεκτή η μέση πυκνότητα των 80 ατόμων στο εκτάριο για το 2000, με βάση τα ρυθμιστικά σχέδια που έχουν εκπονηθεί για τις πόλεις αυτές και τη γενικότερη εμπειρία από άλλες ελληνικές πόλεις. Για τους αγροτικούς οικισμούς γίνεται δεκτή για το 2000 η πυκνότητα των 30 ατόμων στο εκτάριο.
Η μελέτη των τάσεων της αστικής αναπτύξεως έδειξε πως αν δεν ελεγχθούν οι τάσεις και δεν προγραμματισθεί κατάλληλα η αστική ανάπτυξη θα υπερσυγκεντρωθεί πληθυσμός μέσα στο λεκανοπέδιο, έως το 2000, με δυσμενέστατες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των κατοίκων του. Έτσι προέκυψε η ανάγκη για τη μείωση της σημερινής μέσης πυκνότητας στο Λεκανοπέδιο και την αύξηση της στις υπόλοιπες ζώνες της Περιοχής Πρωτευούσης, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή αποκέντρωση, από το Λεκανοπέδιο προς τα έξω όπως έγινε και για το σύνολο της Περιοχής Πρωτευούσης προς τη χώρα.
Για να εξασφαλισθεί η επιθυμητή κατανομή πληθυσμού κατά το 2000, είναι ανάγκη να αναπτυχθούν, έξω από τα σημερινά όρια του σχεδίου πόλεως, νέες εκτάσεις, στις κατάλληλες για αστική ανάπτυξη περιοχές. Άλλες από τις περιοχές αυτές θα χρειασθούν μέσα στο Λεκανοπέδιο για να βοηθήσουν την πτώση της σημερινής μέσης πυκνότητας, και άλλες στα Μέγαρα, το Θριάσιο Πεδίο και τα Μεσόγεια για την προσέλκυση του πληθυσμού των 1.100.000 κατοίκων που κατά το 2000 θα πρέπει να κατοικεί εκεί, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή αποκέντρωση του Λεκανοπεδίου μέσα στην Περιοχή Πρωτευούσης.
Η πολιτική αυτή είναι ουσιαστικά αντίθετη με την πολιτική που έμμονα ακολουθήθηκε στο παρελθόν που προσπαθούσε να περιορίσει τις εντός σχεδίου πόλεως εκτάσεις αυξάνοντας ύψη κτιρίων και συντελεστές εκμεταλλεύσεως οικοπέδων, συντελώντας έτσι στην εκμετάλλευση της γης και στην τρομακτική αύξηση των τιμών της.
Η προτεινόμενη πολιτική πρέπει να διέπεται από ορισμένους κανόνες που θα βοηθήσουν στην αποφυγή επαναλήψεως λαθών που έγιναν σε μητροπόλεις άλλων χωρών, όπως η αποτυχία του σκοπού των δορυφόρων πόλεων (ανακοπή της συνεχούς επεκτάσεως των μητροπόλεων με φαρδείς δακτυλίου πρασίνου και καινούργιες αυτάρκεις πόλεις έξω από αυτούς), η βαθμιαία υποβάθμιση των κέντρων μεγαλουπόλεων, κ.α. Σαν τέτοιοι κανόνες νοούνται:
α. αποδοχή των σημερινών τάσεων όπου αυτές δεν δημιουργούν προβλήματα ή όπου η ανάσχεση ή η αντιστροφή τους δεν είναι ρεαλιστική.
β. έλεγχος των τάσεων όπου αυτές δημιουργούν ή προβλέπεται να δημιουργήσουν απαράδεκτα προβλήματα.
γ. ευελιξία που να επιτρέπει αναπροσαρμογή της πολιτικής χωροθετήσεως λειτουργιών.
δ. οργάνωση των οικιστικών μονάδων σε αλληλοεξαρτώμενα επίπεδα, κ.α.
5.3. Στοιχεία αναπτύξεως.
Για τους σκοπούς της μελέτης οι χρήσεις γης κατατάσσονται στα επόμενα βασικά στοιχεία αναπτύξεως που καθένα τους επηρεάζει με το δικό του τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό τον οικισμό:
α. Κατοικία
β. Αναψυχή
γ. Βιομηχανία
δ. Εμπόριο και Υπηρεσίες
ε. Διοίκηση
στ. Εκπαίδευση
ζ. Αθλητισμός
η. Υγεία
θ. Πρόνοια
ι. Δίκτυα
ια. Ελεύθερες Περιοχές Καλλιεργειών
ιβ. Εθνικοί Δρυμοί
ιγ. Περιοχές Αρχαιολογικής και Ιστορικής Σημασίας
Κάθε στοιχείο εξετάζεται ως προς την εξέλιξη του μέχρι σήμερα και τις τάσεις και προβλήματα που παρουσιάζει. Υπολογίζονται κατόπιν οι μελλοντικές εκτατικές ανάγκες καθενός και καθορίζονται οι κανόνες που θα πρέπει να διέπουν τη χωροθέτηση του.
Τα είδη των σταθεροτύπων που χρησιμοποιεί η μελέτη για τον υπολογισμό των μελλοντικών εκτάσεων διαλέχτηκαν ανάλογα με τις ειδικές απαιτήσεις κάθε στοιχείου αναπτύξεως και την ύπαρξη στατιστικών δεδομένων.
Οι τιμές των σταθεροτύπων που καθορίζουν το βαθμό εξυπηρετήσεως του οικισμού από κάθε στοιχείο αναπτύξεως διαλέχτηκε με κριτήριο το επιθυμητό και εφικτό επίπεδο ζωής στην Περιοχή Μελέτης, αφού προηγουμένως καθορίστηκε η επιθυμητή συγκριτική σχέση Πρωτευούσης και Υπόλοιπης Χώρας. Έγινε δεκτό ότι για τις λειτουργίες εκείνες που η Υπόλοιπη Χώρα υστερεί θα προβλεφθούν σταθερότυπα σύμφωνα με τα οποία η Υπόλοιπη Χώρα θα βελτιώνει το επίπεδο της ταχύτερα από το επίπεδο της Περιοχής Μελέτης, και αντίστροφα.
6. Τα 42 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Για την επίλυση καθενός από τα προβλήματα που διαπιστώνεται θα ήταν δυνατό να διατυπωθεί χωριστό πρόγραμμα δράσεως. Επειδή όμως πολλές από τις ενέργειες που προϋποθέτει η επίλυση ενός προβλήματος είναι κοινές με τις ενέργειες για την επίλυση περισσοτέρων προβλημάτων, το σύνολο των απαιτούμενων προγραμμάτων περιορίζεται στα επόμενα:
Προγράμματα Σχετικά με Φύση
- Προγραμματισμένη ανάπτυξη γης
- Καθορισμός εθνικών δρυμών
- Καθορισμός εθνικών ακτών
- Καθορισμός δικτύων ελευθέρων χωρών
- Οριακοί δρόμοι δρυμών και ακτών
- Βελτίωση τοπίου λατομείων
- Βελτίωση ακτών αναψυχής
- Κανονισμοί χρήσεως γης
- Κανονισμοί για έλεγχο μολύνσεως
- Κανονισμοί για χρήση χημικών στην ξηρά
Προγράμματα Σχετικά με Πληθυσμό και Κοινωνία
- Εθνικό Διοικητικό Κέντρο
- Οργάνωση χώρου σε οικιστικές μονάδες
- Εξοπλισμός κοινοτήτων
- Οργάνωση συστημάτων εκπαιδεύσεως
- Οργάνωση συστημάτων αθλητισμού
- Οργάνωση συστημάτων υγείας
- Οργάνωση συστημάτων πρόνοιας
- Οργάνωση συστημάτων αναψυχής
Προγράμματα Σχετικά με Κελύφη (Κτίρια)
- Σχεδιασμός κτιρίων για καλύτερη ποιότητα ζωής
- Προγράμματα κατοικίας
- Προγράμματα Β’ κατοικίας
- Βιομηχανικές περιοχές
- Ενεργειακές περιοχές
- Διατήρηση κτιρίων εθνικής αξίας
Προγράμματα Σχετικά με Δίκτυα
- Συστήματα ενιαίων διαδρομών δικτύων
- Συντονισμός συστημάτων συγκοινωνιών
- Συστήματα χερσαίων συγκοινωνιών
- Συστήματα λιμανιών
- Συστήματα αεροδρομίων
- Χώροι σταθμεύσεως αυτοκινήτων
- Συστήματα δικτύων υδατικής οικονομίας
- Συστήματα δικτύων ενέργειας
- Συστήματα δικτύων τηλεπικοινωνίας
- Συστήματα μετακινήσεως αγαθών
- Συστήματα διαθέσεως απορριμμάτων
Προγράμματα Γενικής Σημασίας
- Απαλλοτριώσεις
- Κτηματογράφηση
- Τράπεζα στοιχείων
- Χωροταξικό Σχέδιο Πρωτευούσης
- Χωροταξικό Πρόγραμμα Πρωτευούσης
- Χωροταξικό Σχέδιο Ελλάδας
- Χωροταξικό Πρόγραμμα Ελλάδας
7. ΤΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ
Στο Σχέδιο παρουσιάζεται το προτεινόμενο Χωροταξικό Σχέδιο της Περιοχής Πρωτευούσης για το έτος 2000. το σχέδιο βασίζεται στην επόμενη αναπτυξιακή πολιτική:
α. Δημιουργία νέου κέντρου στο Βορρά όπου θα συγκεντρωθούν βαθμιαία οι κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες της χώρας και άλλες διεθνούς και εθνικής σημασίας λειτουργίες.
β. Ενίσχυση των Μεγάρων, Ασπροπύργου και Σαλαμίνας, εξυγίανση της βιομηχανικής περιοχής Ελευσίνας και ανάπτυξη του Θριασίου Πεδίου με λιμάνι, κέντρο χονδρικού εμπορίου, σταθμό μεταφορών και άλλες εξυπηρετήσεις.
γ. Ενίσχυση του Λαυρίου με τη δημιουργία οργανωμένης βιομηχανικής περιοχής, κέντρου χονδρικού εμπορίου, μεγάλου λιμανιού, σταθμού μεταφορών και άλλων εξυπηρετήσεων.
δ. Δημιουργία νέου διεθνούς αεροδρομίου στη Μακρόνησο.
ε. Εξυγίανση και ανάπτυξη της παραλιακής λωρίδας Κορινθιακού, Σαρωνικού και Ευβοϊκού κόλπου, κυρίως για παραθεριστικούς οικισμούς.
στ. Δημιουργία ενιαίου συστήματος εθνικών δρυμών και ελευθέρων χωρών και διατήρηση του κάμπου των Μεσογείων, του Θριασίου Πεδίου, του κάμπου των Μεγάρων και των αγροτικών εκτάσεων της Υπόλοιπης Περιοχής Μελέτης.
7.1 Κατοικία
Οι πιο ενδεδειγμένες περιοχές για την επέκταση των ζωνών κατοικίας είναι:
α. Το βόρειο μέρος του Λεκανοπεδίου, μέχρι τις υπώρειες της Πάρνηθας. Προς την κατεύθυνση αυτή παρουσιάσθηκαν και οι μεγαλύτερες τάσεις αναπτύξεως κατά την 20ετία 1951-71.
β. Οι περιοχές στις Νότιες υπώρειες της Πεντέλης και οι Ανατολικές υπώρειες του Υμηττού, προς τις οποίες σημειώθηκε και η μεγαλύτερη μεταβολή των τάσεων αναπτύξεως μεταξύ των δεκαετιών 1951-61 και 1961-71, με χωροθέτηση της αναπτύξεως στην περιφέρεια της πεδιάδας των Μεσογείων, σε θέσεις όπου ήδη υπάρχει αραιή αστική ανάπτυξη και σχεδόν καθόλου καλλιέργειες με ένταξη σε μια ενιαία αστική περιοχή των μικρών οικισμών, Παλλήνη, Παιανία, Κορωπί και Βάρη και εξασφάλιση εύκολης και ταχείας προσπελάσεως με σήραγγες κάτω από τον Υμηττό και με τον άξονα Σταυρού – Ραφήνας.
γ. Το Βόρειο και Ανατολικό μέρος του Θριασίου Πεδίου, στην περιοχή από τον Ασπρόπυργο μέχρι τις Νότιες υπώρειες της Πάρνηθας, με διατήρηση ελευθέρου Δυτικού μέρους του Θριασίου Πεδίου όπου βρίσκονται οι περισσότερες καλλιέργειες.
δ. Το Νότιο μέρος του κάμπου των Μεγάρων σαν επέκταση της πόλεως, και οι εκτάσεις γύρω από τον οικισμό της Σαλαμίνας όπου υπάρχει αραιή αστική ανάπτυξη.
ε. Η παραλιακή λωρίδα του Λαυρίου, η επέκταση του οποίου επιβάλλεται από την αναπτυξιακή πολιτική που διατυπώθηκε και τον κόμβο διεθνών μεταφορών που προβλέπεται.
στ. Οι οικισμοί της Υπόλοιπης Περιοχής Μελέτης, που επεκτείνονται ανάλογα με τις προβλεπόμενες ανάγκες τους.
7.2. Αναψυχή
Το Χωροταξικό Σχέδιο διαθέτει συνολικά 20.320 εκτάρια για β’ κατοικία, ξενοδοχεία, παιδικές κατασκηνώσεις και CAMPINGS. Το 80% των εκτάσεων αυτών (16.260 εκτάρια) βρίσκονται σε παραθαλάσσιες ζώνες και το υπόλοιπο 20% (4.060 εκτάρια) σε ορεινές. Οι περιοχές αυτές που περιλαμβάνουν τα οικόπεδα για τα αναγκαία κτίσματα και τις απαραίτητες εκτάσεις για κυκλοφορία αυτοκινήτων, κοινόχρηστες εγκαταστάσεις και πράσινο, πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής μελέτης για τον προσδιορισμό της σωστής πολεοδομικής οργανώσεως και κατανομής τους σε β’ κατοικία και άλλες τουριστικές εγκαταστάσεις, όπως αρμόζει στις συνθήκες κάθε περιοχής.
7.3. Βιομηχανία
Το Κράτος επιβάλλεται να εφαρμόσει πολιτική δημιουργίας οργανωμένων βιομηχανικών περιοχών, που αποτελεί το μόνο αποτελεσματικό τρόπο για τη συγκέντρωση της βιομηχανίας στις κατάλληλες εκτάσεις, χωρίς διόγκωση των τιμών της γης, που αναπόφευκτα θα προκαλέσει η ζήτηση βιομηχανικών οικοπέδων μέσα σε καθορισμένες περιμέτρους. Οι οργανωμένες βιομηχανικές περιοχές αποτελούν ριζικό μέσο για την επίλυση προβλημάτων αλλοιώσεως του περιβάλλοντος από την επέκταση της βιομηχανίας και προϋπόθεση για την άνετη και οικονομική λειτουργία της. Τις απαιτούμενες για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής έκτασης θα πρέπει να τις αγοράσει το Κράτος, να τις αναπτύξει με τα αναγκαία έργα υποδομής, να φροντίσει για την εσωτερική τους οργάνωση, να προσδιορίσει τους κανόνες δομήσεως και λειτουργίας τους και να θεσπίσει τα κατάλληλα κίνητρα για την προσέλκυση της βιομηχανίας προς αυτές.
Με βάση την επιθυμητή κατανομή βιομηχανικής δραστηριότητας προτείνονται 19 βιομηχανικές περιοχές συνολικής εκτάσεως 4.500 εκταρίων, που αναφέρονται στο επόμενο πίνακα.
7.4. Εμπόριο και Υπηρεσίες.
Οι εγκαταστάσεις των διαφόρων δραστηριοτήτων και υπηρεσιών κλιμακώνονται, ανάλογα με τη συχνότητα χρήσεως τους από τον πληθυσμό, σε διάφορα επίπεδα που αντιστοιχούν στην ιεραρχία των οικιστικών μονάδων και εντάσσονται στα κέντρα τους. Κατά συνέπεια η μελέτη αυτών των δραστηριοτήτων ανάγεται στη μελέτη της ιεραρχίας των κέντρων των οικιστικών μονάδων.
7.4.1. Εθνικό Διοικητικό Κέντρο.
Το Εθνικό Διοικητικό Κέντρο της Χώρας χωροθετείται στη θέση που καταλαμβάνει σήμερα το αεροδρόμιο Τατοΐου (εμβαδού περίπου 250 εκταρίων), και σε γειτονικές εκτάσεις άλλων 250 εκταρίων γης, που είναι σήμερα ελεύθερες από αστική ανάπτυξη, και που θα πρέπει να απαλλοτριωθούν.
7.4.2. Κέντρα Χονδρικού Εμπορίου.
Προτείνεται η δημιουργία τριών νέων κέντρων χονδρικού εμπορίου, ενός στην παραλία Ασπροπύργου – Ελευσίνας, ενός στη διασταύρωση των εθνικών αξόνων Αθηνών – Λαμίας και Ραφήνας – Μεγάρων – Κορίνθου και ενός Λαυρίου, δηλαδή σε στενή σχέση με λιμάνια και εθνικές οδούς, που θα καλύπτουν κατά το έτος 2000 το 60% των συνολικών αναγκών σε ωφέλιμες επιφάνειες ισογείων για χονδρικό εμπόριο και θα αναπτυχθούν σε έκταση 264 εκταρίων. Το υπόλοιπο 40% προβλέπεται να παραμείνει στις υπάρχουσες θέσεις στα κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά.
7.4.3. Κέντρο Πρωτεύουσας.
Η ανάπτυξη του νέου Εθνικού Διοικητικού Κέντρου, στα Βόρεια του Λεκανοπεδίου, θα συμβάλει ασφαλώς τη βαθμιαία αποσυμφόρηση του σημερινού Κέντρου της Αθήνας που προτείνεται να αρχίσει με την απομάκρυνση των κεντρικών κρατικών υπηρεσιών, τις οποίες θα ακολουθήσουν διαδοχικά οργανισμοί κοινής ωφέλειας, οι Τράπεζες, τα μεγάλα επιμελητήρια, η διοίκηση Πρωτευούσης μαζί με όλους τους φορείς που θα έχουν σχέση ή θα ελέγχονται από αυτήν, γραφεία μεγάλων επιχειρήσεων κ.α., ώστε τελικά το σημερινό Κέντρο της Πρωτευούσης θα περιέχει μόνο καθαρά εκπολιτιστικές λειτουργίες εθνικής σημασίας και ορισμένες λειτουργίες μικρότερης τάξεως, που ο παραδοσιακός μικτός χαρακτήρας του αιτιολογεί. Η βαθμιαία αυτή ανακατάταξη των βασικών κεντρικών λειτουργιών θα οδηγήσει στην οργάνωση ενός άξονα κεντρικών λειτουργιών, από Νότο προς Βορρά, που θα συνδέει τα δύο κέντρα του Πειραιά και της Αθήνας με το νέο Διοικητικό Κέντρο της Χώρας και θα καλύπτει έκταση της τάξεως των 1500 περίπου εκταρίων.
7.5. Εκπαίδευση.
Οι φοιτητές της ανώτατης εκπαιδεύσεως κατανέμονται σε πέντε Πανεπιστήμια, με συνολική έκταση γηπέδων 1.000 εκτάρια και μέση δυναμικότητα 10.000 φοιτητές το κάθε ένα, που χωροθετούνται στις εξής θέσεις:
Α. Στις δυτικές υπώρειες του Υμηττού πάνω από την Καισαριανή, όπου οι σημερινές εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου και Πολυτεχνείου, κοντά στο τέρμα της μελλοντικής προεκτάσεως της Λεωφόρου Αλεξάνδρας προς τα Ανατολικά. (Πανεπιστήμιο Υμηττού.
Β. Στις Ανατολικές υπώρειες του Αιγαλέου, κοντά στο τέρμα της μελλοντικής προεκτάσεως της Λεωφόρου Αλεξάνδρας προς τα Δυτικά (Πανεπιστήμιο Αιγάλεω).
Γ. Στις νοτιοανατολικές υπώρειες της Πάρνηθας στο ύψος του προτεινόμενου Διοικητικού Κέντρου (Πανεπιστήμιο Πάρνηθας. Δ. Στις νοτιοδυτικές υπώρειες της Πεντέλης πάνω από το Γέρακα (Πανεπιστήμιο Πεντέλης).
Ε. Στις ανατολικές υπώρειες του Υμηττού βόρεια από Βάρη (Πανεπιστήμιο Βάρης).
Οι εγκαταστάσεις των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στο κέντρο της Αθήνας και ιδιαίτερα τα νεοκλασικά κτίρια του Πανεπιστημίου και Πολυτεχνείου προτείνεται να περιορισθούν για πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις των φοιτητών.
Οι φοιτητές ανώτερης εκπαίδευσης της Περιοχής Μελέτης κατανέμονται σε 13 κέντρα με μέση δυναμικότητα 2.500 φοιτητές και συνολική έκταση γηπέδων 600 εκτάρια. Από τα κέντρα αυτά τα δέκα χωροθετούνται μέσα στην Περιοχή Πρωτευούσης, ένα για κάθε οικιστική μονάδα τάξεως 9, και τα υπόλοιπα τρία ανά ένα στην Κόρινθο, Θήβα και Χαλκίδα.
7.6. Αθλητισμός.
Οι Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις, συνολικής εκτάσεως 450 εκταρίων, χωροθετούνται στην περιοχή κοντά στη Μαλακάσα που χαρακτηρίζεται από υπερεπαρκείς ελεύθερης γης και άρτια προσπέλαση από παντού και τοπίο που προσφέρεται τέτοια λειτουργία.
Το Αθλητικό Κέντρο Πρωτευούσης, εκτάσεως 120 εκτάρια, προβλέπεται στην Καλογρέζα, στη θέση όπου έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται έργα.
7.7. Υγεία.
Οι νέες μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες των 1000 κλινών, χωροθετούνται στις εξής θέσεις:
α. Στην περιοχή Μεγάρων για την εξυπηρέτηση της περιοχής από Κόρινθο μέχρι Σαλαμίνα.
β. Στην Περιοχή Ζοφριάς – Πάρνηθας για την εξυπηρέτηση των κατοίκων του Θριασίου Πεδίου και του Βορειοδυτικού τμήματος του Λεκανοπεδίου.
γ. Στην Περιοχή Δαφνίου, όπου η εμφανιζόμενη σήμερα περίσσεια κλινών οφείλεται εξ ολοκλήρου στα ειδικά νοσοκομεία ψυχικών παθήσεων για την κάλυψη των αναγκών της περιοχής σε γενικές νοσοκομειακές κλίνες.
δ. Στην περιοχή Κορυδαλλού για την κάλυψη των αναγκών της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά, που υστερεί σε επάρκεια κλινών.
ε. Στις Ανατολικές και Νότιες υπώρειες του Υμηττού, όπου χωροθετούνται τρεις μονάδες, για την κάλυψη των αναγκών του ανατολικού Λεκανοπεδίου και των Μεσογείων.
στ. Στην περιοχή Λαυρίου, για την κάλυψη των αναγκών της περιοχής αυτής, όταν θα έχει αναπτυχθεί.
ζ. Στην περιοχή Μαλακάσας, για την κάλυψη των αναγκών του Βορείου τμήματος της Περιοχής Πρωτευούσης και της Περιοχής Μελέτης μέχρι τη Θήβα και τη Χαλκίδα.
Προτείνεται επίσης η παράλληλη ανάπτυξη μονάδων των 500 κλινών, όπου θα ενταχθούν οι υπόλοιπες προβλεπόμενες κλίνες. Από τις μονάδες αυτές 40 περίπου προβλέπονται σε θέσεις όπου ήδη υπάρχουν νοσοκομεία, και 15 περίπου σε νέες θέσεις έξω από το Λεκανοπέδιο.
7.8. Δίκτυα.
7.8.1. Διάδρομοι.
Βασική πρόταση του Χωροταξικού Σχεδίου είναι η αποδοχή από το Κράτος του συστήματος χερσαίων διαδρομών, που προτείνεται, μέσα στους οποίους εντάσσονται όλα τα επίγεια ή υπόγεια δίκτυα μεταφορών, υδρεύσεως, αποχετεύσεως, ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ., και η έγκαιρη δέσμευση των κατάλληλων λωρίδων γης.
Οι άλλες προτάσεις της μελέτης, για κάθε δίκτυο χωριστά, π.χ. διάκριση ελευθέρων και ταχείων λεωφορείων, σιδηροδρομικών δικτύων, κυρίων δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δίνουν για κάθε δίκτυο κατευθυντήριες γραμμές βασισμένες στη συντονισμένη σύλληψη του συνόλου και δεν αποτελούν τελεσίδικες προτάσεις για πλάτη ή δυναμικότητα δικτύων που απαιτούν ειδικές λεπτομερειακές μελέτες.
7.8.2. Οδικό Δίκτυο
Στο Κύριο Οδικό Δίκτυο υπάγονται οι επόμενες τρεις κατηγορίες δρόμων με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
α. Ελεύθερες Λεωφόροι: κλειστοί αυτοκινητόδρομοι προοριζόμενοι για την εξυπηρέτηση μετακινήσεων μεγάλου μήκους με μέση ταχύτητα διαδρομής 80 χλμ / ώρα και πολύ ψηλή φορτοικανότητα, διαχωρισμένοι με νησίδα, με πλήρη έλεγχο εισόδων και εξόδων και με διασταυρώσεις σε διαφορετικά επίπεδα.
β. Ταχείες Λεωφόροι: δρόμοι προοριζμένοι για την εξυπηρέτηση ενδοαστικών κινήσεων σημαντικού μήκους, διαχωρισμένοι με νησίδα, με μέση ταχύτητα διαδρομής 50 χλμ / ώρα, ψηλή φορτοικανότητα, και μερικό έλεγχο εισόδων και εξόδων με τις περισσότερες διασταυρώσεις ισόπεδες και ελεγχόμενες με φωτεινή σηματοδότηση και λιγότερες ανισόπεδες.
γ. Κύριες υπεραστικές αρτηρίες: δρόμοι χωρίς διαχωριστική νησίδα, που εξυπηρετούν σχετικά μεγάλου μήκους υπεραστικά ταξίδια με μέση ταχύτητα διαδρομής 60 χλμ / ώρα και ελάχιστες ανισόπεδες διασταυρώσεις, μόνο με ελεύθερες λεωφόρους.
Οι αστικές αρτηρίες ανήκουν στο δευτερεύον και τοπικό οδικό δίκτυο και δεν εμφανίζονται στο χωροταξικό Σχέδιο, γιατί δεν επηρεάζουν ούτε την ανάπτυξη της πόλεως στις βασικές διαστάσεις που εξετάζονται ούτε τη δομή της.
Οι προτεινόμενες ελεύθερες λεωφόροι είναι:
α. Ραφήνα – Παλλήνη – Σταυρός – Βριλήσσια – Μεταμόρφωση – Λιόσια – Βόρειο Θριάσιο Πεδίο, μέχρις ότου συναντήσει την(η).
β. Παιανία – Βόρεια σήραγγα Υμηττού (3,5 χλμ) – Γουδί – Λεωφόρος Αλεξάνδρας – Σ. Σ. Λαρίσης – Κηφισός – Λεωφόρος Αθηνών – σήραγγα Αιγάλεω (4,0 χλμ) – Παραλία Ασπροπύργου – Ελευσίνα – Μέγαρα – Κόρινθος.
Ειδικά το τμήμα της σημερινής Λεωφόρου Αλεξάνδρας θα έχει χαρακτηριστικά ταχείας λεωφόρου.
γ. Λαύριο – Μαρκόπουλο – Κορωπί – μεσαία σήραγγα Υμηττού (5 χλμ) – Δουργούτι, μέχρι τη Λεωφόρο Συγγρού (η ελεύθερη αυτή λεωφόρος συνδέεται με την εθνική οδό Πειραιά – Αθήνας – Λαμίας στον Άη Γιάννη Ρέντη με τις ταχείες λεωφόρους Χαμοστέρνας και Νοτίου τμήματος Κωνσταντινουπόλεως).
δ. Βάρη – Κορωπί – Παιανία – Παλλήνη.
ε. Έδεν – Δουργούτι – Βριλήσσια (Λεωφόρος Πεντέλης).
στ. Πειραιάς – Αθήνα – Λαμία (Εθνική οδός Α1).
ζ. Παραλία Ασπροπύργου – Λιόσια.
Αποτελεί σύνδεση των (α) και (β) στο Ανατολικό Θριάσιο.
η. Ελευσίνα – Βόρειο Θριάσιο – Θήβα – Λιβαδιά.
7.8.3. Σιδηροδρομικό Δίκτυο.
Το Σιδηροδρομικό Δίκτυο προβλέπεται να περιλάβει:
α. Τις σιδηροδρομικές γραμμές του ΟΣΕ, βελτιωμένες και εκσυγχρονισμένες ως προς χάραξη και εξοπλισμό που θα συνδέουν την Πρωτεύουσα με την υπόλοιπη Χώρα και το εξωτερικό.
β. Προαστικές γραμμές που θα συνδέουν τις απομακρυσμένες περιοχές της Περιοχής Μελέτης μεταξύ τους και με τις κεντρικές περιοχές.
γ. Μετρό που θα εξυπηρετεί τις διασυνδέσεις των διαφόρων γειτονικών των κεντρικότερων περιοχών.
Προτείνεται ο εκσυγχρονισμός, η αναχάραξη με ένταξη στους προβλεπόμενους διαδρόμους χερσαίων μεταφορών και βελτίωση των δύο γραμμών του εθνικού σιδηροδρομικού δικτύου:
α Γραμμή ΟΣΕ Πειραιάς – Αθήνα – Οινόη – Θήβα (96 χλμ) και τμήμα Σχηματάρι – Χαλκίδα (18 χλμ): Βελτίωση χαράξεως με χαρακτηριστικά που να επιτρέπουν ταχύτητες μέχρι 200 χλμ / ώρα, διπλασιασμός γραμμής σε όλο το μήκος και τοπικός υποβιβασμός της στο τμήμα από Τρεις Γέφυρες προς Πειραιά μέσα στο διάδρομο της λεωφόρος Κωνσταντινουπόλεως.
β. Γραμμή ΟΣΕ Αθήνα (Μεταμόρφωση) – Κόρινθος (85 χλμ): Βελτίωση χαράξεως, με χαρακτηριστικά που να επιτρέπουν ταχύτητες μέχρι 200 χλμ / ώρα, διπλασιασμός γραμμής και μετατροπή της σε διεθνές πλάτος.
Προτείνεται επίσης η δημιουργία των επομένων προαστιακών σιδηροδρομικών γραμμών, που θα ενταχθούν στους αντίστοιχους διαδρόμους χερσαίων μεταφορών:
α. Ραφήνα – Παλλήνη – Βριλήσσια – Μεταμόρφωση (25 χλμ)
β. Μακρόνησος – Λαύριο – Μαρκόπουλο – Κορωπί – Μεσαία σήραγγα Υμηττού – Δουργούτι – Χαμοστέρνας – Ρούφ (55χλμ).
γ. Βάρη – Κορωπί – Παιανία – Παλλήνη (25 χλμ).
δ. Μέγαρα – Σαλαμίνα – Πειραιάς (25 χλμ), σε συνδυασμό με την αντίστοιχη ταχεία λεωφόρο εφ’ όσον η σκοπιμότητα και των δύο αποδειχθεί από ειδική μελέτη.
Προτείνονται τέλος οι επόμενες γραμμές μέτρο συνολικού μήκους 84 χλμ περίπου, εκτός από την υπάρχουσα γραμμή Πειραιά – Κηφισιάς.
7.8.4. Κεντρικοί Σταθμοί Μεταφορών.
Για τους λόγους που επιβάλλεται η δυνατότητα εναλλαγής από το ένα σιδηροδρομικό δίκτυο στο άλλο, επιβάλλεται και η ύπαρξη δυνατότητας εναλλαγής από το σιδηροδρομικό δίκτυο μεταφορών στο οδικό. Αυτό γίνεται με την πρόβλεψη και δημιουργία Κεντρικών Σταθμών Μεταφορών στις κατάλληλες διασταυρώσεις των δύο συστημάτων με προτίμηση τις διασταυρώσεις που συμπίπτουν με τους σταθμούς αυτούς εναλλαγής του σιδηροδρομικού συστήματος. Από τους σταθμούς αυτούς θα πρέπει να διέρχονται και οι αστικές και υπεραστικές λεωφορειακές γραμμές.
7.8.5. Ιδιωτικό Αυτοκίνητο και Μέσα Μαζικής μεταφοράς.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων («Μελέτη Κυκλοφορίας και Μεταφορών Περιοχής Αθηνών – Αττικής» Μάιος 1974), σε τμήμα της Περιοχής Πρωτευούσης εκτάσεως 209.000 εκταρίων με 2.550.000 κατοίκους και 273.000 ιδιωτικά αυτοκίνητα κατά το 1972 γίνονταν 2.990.000 αστικές μετακινήσεις ατόμων τη μέρα, αντιστοιχούσαν δηλαδή 1,1 μετακινήσεις κατά άτομο. Οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν κατά 62% με μέσα μαζικής μεταφοράς και κατά 36% με ιδιωτικά αυτοκίνητα.
Η αύξηση του εισοδήματος στο μέλλον θα έχει σαν συνέπεια την αύξηση του συντελεστού αυτού, που μπορεί να φθάσει από 1,1 μετακινήσεις τη μέρα σε 1,6. έτσι θα γίνονται κατά το 2000, 6.880.000 μετακινήσεις τη μέρα στην Περιοχή Πρωτευούσης και 480.000 στην Υπόλοιπη Περιοχή Μελέτης. Η παράλληλη όμως αύξηση του δείκτη ιδιοκτησίας ιδιωτικών αυτοκινήτων θα έχει σαν συνέπεια τη μείωση του ποσοστού συμμετοχής των μέσων μαζικής μεταφοράς στις συνολικές μετακινήσεις. Σύμφωνα με προβλέψεις του Υπουργείου Δημοσίων Έργων που βασίζονται στις υφιστάμενες τάσεις, το ποσοστό αυτό από 62% κατά το 1972 θα φθάσει σε 47% κατά το 2000.
Κρίνεται αναγκαία η αναστολή των τάσεων αυτών και η λήψη από μέρους του Κράτους μέτρων για τη βασική βελτίωση των μέσων μαζικής μεταφοράς στο μέλλον ώστε να ελαχιστοποιηθεί το κοινωνικό κόστος μεταφοράς. Θεωρείται ότι η εφαρμογή ιεραρχικής οργανώσεως των κοινοτήτων στην Περιοχή Πρωτευούσης και η οργανική συσχέτιση των διαφόρων στοιχείων αναπτύξεως στο χώρο καθιστούν δυνατή τη συγκράτηση του ποσοστού συμμετοχής των μέσων μαζικής μεταφοράς γύρω στο 55% του συνόλου κατά το 2000.
7.8.6. Λιμάνια
το χωροταξικό Σχέδιο, στο πνεύμα των προηγούμενων, προτείνει το επόμενο σύστημα:
α. Ανάπτυξη νέου μεγάλου διεθνούς λιμανιού στο Λαύριο που προσφέρεται περισσότερο για το σκοπό αυτό από ότι ο Πειραιάς ή η Ελευσίνα λόγω της θέσεως του στη Χώρα και της δυνατότητας που παρέχεται συνδυασμού του με το διεθνές αεροδρόμιο Μακρονήσου.
β. Αποσυμφόρηση κυρίως από ογκώδη εμπορεύματα και ενίσχυση των λιμανιών Πειραιά και Ελευσίνας.
γ. Βελτίωση των εγκαταστάσεων των πέντε δευτερευόντων λιμανιών Πάχης, Ραφήνας, Κορίνθου, Χαλκίδας και Αίγινας.
δ. Ανάπτυξη έξη βασικών τουριστικών λιμανιών (μαρίνας) στο Φαληρικό Δέλτα, μεταξύ Φαλήρου – Γλυφάδας, μεταξύ Βουλιαγμένης – Βάρκιζας στην Ανάβυσσο, στο Νότιο λιμάνι Λαυρίου, στο Πόρτο Ράφτη και διατήρηση και οργάνωση άλλων μικροτέρων π.χ. στην Αγία Μαρίνα της Αίγινας κλπ.
ε. Διατήρηση και ανάπτυξη του πορθμείου Ωρωπός – Ερέτρια.
Στο προτεινόμενο σύστημα λιμένων προβλέπεται:
α. η εμπορευματική κίνηση να διεξάγεται από το κύρια και δευτερεύοντα λιμάνια.
β. η επιβατική κίνηση να διεξάγεται από τα λιμάνια του Πειραιά, Λαυρίου, Ραφήνας και Αίγινας,
γ. τα τουριστικά λιμάνια (μαρίνας) να περιορισθούν σε χρήσεις σχετικές με θαλαμηγούς και ναυτικό αθλητισμό.
7.8.8 Αεροδρόμια.
Το Γραφείο Δοξιάδη έχει εκπονήσει ειδική μελέτη σκοπιμότητας για την επιλογή της θέσεως του νέου διεθνούς αεροδρομίου της Πρωτευούσης. Τα σημαντικά για την αεροπλοΐα τοπογραφικά και ειδικά κλιματολογικά χαρακτηριστικά της Περιοχής Μελέτης, οι διαθέσιμες εκτάσεις, η σημερινή και η προβλεπόμενη έκταση και δομή του οικιστικού συγκροτήματος και οι μεταφορικές ανάγκες του 2000 περιόρισαν τις πιθανές θέσεις για την ανάπτυξη νέου αεροδρομίου με τέσσερις διαδρόμους στις επόμενες:
α. Μακρόνησος (σε απόσταση 55 χλμ από την Πλ. Συντάγματος, μέσω μεσαίας σήραγγας Υμηττού).
β. Ελληνικό (σε απόσταση 12 χλμ από την Πλ. Συντάγματος, μέσω Λεωφ. Βουλιαγμένης).
γ. Τανάγρα (σε απόσταση 65 χλμ. Από την Πλ. Συντάγματος, μέσω εθνικής οδού Α1)
δ. Σπάτα (σε απόσταση 25 χλμ. Από την Πλ. Συντάγματος, μέσω Β. σήραγγας Υμηττού).
ε. Πάχη (σε απόσταση 40 χλμ από την Πλ. Συντάγματος, μέσω Ελευσίνας).
Η σύγκριση των πέντε θέσεων που εξετάσθηκαν δεν βασίσθηκε μόνο σε οικονομικό-τεχνικά κριτήρια, αλλά και σε άλλα πολυδιάστατα, που εξαρτώνται από την επίγνωση της δυναμικής ικανότητας του στοιχεία αυτού της αναπτύξεως (αεροδρομίου) να προσδιορίσει το μέλλον της περιοχής και από το θάρρος οραματισμού και αποφάσεων της Διοικήσεως.
Από τη μελέτη που αναφέρθηκε, την ανάλυση που έγινε στα πλαίσια του Χωροταξικού Σχεδίου, τις πρόσφατες προσπάθειες των Υπουργείων Συντονισμού και Προγραμματισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών, τις διεθνείς τάσεις και εφαρμογές και το γενικότερο πλαίσιο αρχών και στόχων της μελέτης κατέληξε στην πρόταση δημιουργίας στην Περιοχή Μελέτης του επόμενου συστήματος αεροδρομίου:
α. Ανάπτυξη διεθνούς αεροδρομίου στη Μακρόνησο που η κατασκευή του παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργηθεί στο Λαύριο το μεγάλο διεθνές λιμάνι. Ο συνδυασμός των δύο έργων θα έχει σαν αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του συνολικού κόστους και θα συντελέσει στην ανάπτυξη μεγάλου συγκοινωνιακού κόμβου που θα καταστήσει το Λαύριο πόλο έλξεως της αναπτύξεως της Πρωτευούσης και θα βοηθήσει αποφασιστικά στην αποσυμφόρηση του λιμανιού του Πειραιά και του Λεκανοπεδίου γενικότερα.
β. Βαθμιαία μείωση της σημασίας του αεροδρομίου του Ελληνικού και, η διατήρηση του σαν μικρού αεροδρομίου για εσωτερικές γραμμές και γενική αεροπορία ή, σαν καλύτερη περίπτωση, κατάργηση του.
γ. Διατήρηση του ευρύτερου χώρου του αεροδρομίου της Τανάγρας για τις πιθανές ανάγκες ενός νέου αεροδρομίου μετά το έτος 2000, όταν θα έχει κορεσθεί το αεροδρομίου Μακρονήσου, εφ’ όσον η πρόοδος της τεχνολογίας δεν ανατρέψει ως τότε τις προβλέψεις που είναι δυνατό να γίνουν σήμερα για τις ανάγκες σε αεροδρόμια.
7.8.8. Συντονισμός Συστήματος Μεταφορών
το σχέδιο δείχνει το προτεινόμενο σύστημα μεταφορών. Χαρακτηριστικό του είναι η προσπάθεια συντονισμού των χερσαίων, θαλασσίων και εναέριων δικτύων. Ο συντονισμός επιτυγχάνεται με χωροθέτηση κεντρικών σταθμών μεταφορών σε καίριες θέσεις και με κατάλληλη μορφή των χερσαίων διαδρόμων. Ο συνδυασμός νέου διεθνούς αεροδρομίου στη Μακρόνησο, νέου διεθνούς σταθμού χερσαίων μεταφορών στο Λαύριο και νέου διεθνούς λιμανιού στην περιοχή δημιουργεί έναν κύριο διεθνή κόμβο συνδυασμένων μεταφορών που επιλύει βασικά σημερινά και μελλοντικά μεγάλα προβλήματα της Περιοχής Πρωτευούσης και παρέχει άριστες προϋποθέσεις για τη διεθνή δικτύωση της Πρωτευούσης.
7.9. Ελεύθερες Περιοχές Καλλιεργειών
Σαν «ελεύθερες περιοχές καλλιεργειών» στη μελέτη αυτή θεωρούνται οι εκτάσεις των μη αστικών χρήσεων γης που βρίσκονται μέσα σε πεδινές περιοχές και που κατά κύριο λόγο περιλαμβάνουν καλλιέργειες διαφόρων τύπων και ελεύθερους βοσκότοπους αλλά και εκτάσεις χωρίς ειδική χρήση και περιοχές για την ελεύθερη άθληση και αναψυχή του ανθρώπου.
Οι ελεύθερες περιοχές καλλιεργειών καταλαμβάνουν 82.000 εκτάρια στην Περιοχή Πρωτευούσης και 68.450 εκτάρια στην Υπόλοιπη Περιοχή Μελέτης και περιλαμβάνουν αγροτικές κυρίως χρήσεις.
Για να εξασφαλισθούν οι γεωργικές εκτάσεις που προβλέπονται από το Χωροταξικό Σχέδιο πρέπει, από τη μια μεριά, να εξασφαλισθεί ότι οι εκτάσεις που έχουν διατεθεί για αστικές χρήσεις είναι αρκετές και, από την άλλη, ότι οι βαθμιαίες επεκτάσεις των αστικών χρήσεων γίνονται στις εκτάσεις που έχουν διατεθεί γι’ αυτό το σκοπό και όχι σε ελεύθερες περιοχές καλλιεργειών. Ο τρόπος με τον οποίον υπολογίσθηκαν οι απαιτούμενες εκτάσεις για αστικές χρήσεις γης εξασφαλίζουν την υπερεπάρκεια τους μέχρι το 2000 και, πιθανότατα, μετά από αυτό, αν φυσικά επιτύχει η πολιτική αποκέντρωση που επιδιώκεται και μειωθεί στο ελάχιστο, δηλαδή σε όρια φυσικής αυξήσεως, ο ρυθμός με τον οποίο θα αυξάνει ο πληθυσμός. Για να επιτύχει όμως το δεύτερο χρειάζεται εφαρμογή ειδικής πολιτικής για τη μείωση της διαφοράς οικονομικής αποδόσεως μεταξύ αστικής και αγροτικής γης, που οδηγεί σε συνεχή επέκταση της αστικής εις βάρος της αγροτικής.
7.10 Εθνικοί Δρυμοί.
Με τον όρο «εθνικοί δρυμοί», στη μελέτη αυτή νοούνται οι εκτάσεις των μη αστικών χρήσεων γης που βρίσκονται ανάγλυφο, σε ορεινές κυρίως περιοχές ή περιοχές που είναι κατάλληλες για αστική ανάπτυξη, και περιλαμβάνουν δάση διαφόρων τύπων, ελεύθερους βοσκότοπους, εκτάσεις χωρίς ειδική χρήση και περιοχές για ελεύθερη άθληση και αναψυχή.
Το 50% τόσο της Περιοχής Πρωτευούσης όσο και της Υπόλοιπης Περιοχής Μελέτης, δηλαδή συνολικά 245.250 εκτάρια προτείνεται να μείνουν στο μέλλον ανέπαφα από κάθε άλλη χρήση εκτός από την ανάπτυξη ή διατήρηση δασών για ελεύθερη αναψυχή και παραγωγική εκμετάλλευση.
7.11 Περιοχές Ιστορικής και αρχαιολογικής Σημασίας.
Στο Χωροταξικό Σχέδιο φαίνονται τα μεγάλης κλίμακας και σημασίας ιστορικά και αρχαιολογικά σύνολα της Περιοχής Μελέτης που βρίσκονται μακριά από τις αστικές περιοχές. Εκτός απ’ αυτά υπάρχουν και άλλα που δεν φαίνονται στο Χωροταξικό Σχέδιο γιατί βρίσκονται μέσα στις αστικές περιοχές ανακατωμένα με άλλες χρήσεις. Προτείνεται η εφαρμογή ειδικού προγράμματος για όλα αυτά τα σύνολα με σκοπό την εξυγίανση, περαιτέρω ανάδειξη και προστασίας τους.
7.12. Οργάνωση Χώρου σε Οικιστικές μονάδες.
Το Χωροταξικό Σχέδιο δομήθηκε σύμφωνα με τις αρχές οργανώσεως των οικισμών κατά ιεραρχημένες κοινότητες διαφόρων επιπέδων.
Σύμφωνα με τις αρχές αυτέ η Περιοχή Πρωτευούσης, οικιστική μονάδα τάξεως 10, οργανώνεται σε οικιστικές μονάδες τάξεως 9 και δίνονται αρχές για την οργάνωση κάθε μιας από αυτές σε οικιστικές μονάδες 8 και 7.
Με βάση τα προηγούμενα κριτήρια προκύπτουν στην Περιοχή Πρωτευούσης, 10 οικιστικές μονάδες τάξεως 9. Οι 10 αυτές μονάδες αποτελούν ουσιαστικά επεκτάσεις σε αριθμό των τεσσάρων Νομαρχιακών Διαμερισμάτων της Αττικής, λόγω της μελλοντικής αυξήσεως πληθυσμού και οικοδομημένες εκτάσεις. Για ευκολία οι μονάδες αυτές στα επόμενα αναφέρονται σαν Διαμερίσματα. Ο μέσο πληθυσμός των 10 Διαμερισμάτων θα είναι 430.000, με διακύμανση από το μισό μέχρι το διπλάσιο περίπου αυτού του αριθμού, έναντι 120.000 περίπου σημερινού πληθυσμού των εκτός της Περιοχής Πρωτευούσης 50 Νομών της Χώρας ή 150.000 περίπου το 2000.
Για να μπορέσει όμως η διοικητική και λειτουργική οργάνωση της Πρωτευούσης να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στο ρόλο της σαν Πρωτευούσης του Κράτους και σαν οικισμού 4.300.000 κατοίκων και για να είναι σε θέση να καλύψει όλο το φάσμα των αναγκών των κατοίκων της, δεν είναι αρκετό η οργάνωση της αυτή να περιορισθεί μόνο στα επίπεδα του συνόλου του οικισμού (οικιστική μονάδα 10) και των μεγάλων μονάδων των Διαμερισμάτων (οικιστικές μονάδες 9). Είναι ανάγκη να οργανωθεί σύμφωνα με την πλήρη ιεραρχία κοινοτήτων και να δομηθούν οι μεγάλες οικιστικές μονάδες από οργανωμένες μονάδες μικρότερων τάξεων, όπως οι Δήμοι και Κοινότητες και από λειτουργικές μονάδες της τάξεως της «γειτονιάς» με τον ανάλογο εξοπλισμό κάθε μικρής μονάδας από βασικές λειτουργίες, για την κάλυψη των αναγκών των αντίστοιχων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι η εγκατάσταση τοπικής διοικήσεως, εκπαιδεύσεως, αθλητισμού, αναψυχής, υγείας, πρόνοιας κλπ. Για να επιτευχθεί τούτο απαιτείται η διατύπωση και η εφαρμογή ειδικού προγράμματος για την οργάνωση των κοινοτήτων. Αυτή η οργάνωση θα βοηθήσει στην επαναφορά της τόσο αναγκαίας ανθρώπινης κλίμακας, που σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει από την Περιοχή Πρωτευούσης.
Μια σωστή οικιστική διάρθρωση επιβάλλει το χωρισμό υπό ομογενείς συνθήκες κάθε οικιστικής μονάδας σε επτά μικρότερες. Ο αριθμός αυτός, ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες κάθε μονάδας τάξεως 9, κυμαίνεται από το μισό ως το διπλάσιο (4-11). Με το σύστημα αυτό η Περιοχή Πρωτευούσης θα αποτελείται από 60-70 μονάδες τάξεως 8, μέσου πληθυσμού 65.000. για ευκολία οι μονάδες αυτές ονομάζονται Δήμοι και μοιάζουν με μέσου μεγέθους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως της Περιοχής Πρωτευούσης. Τα όρια των Δήμων σωστό είναι να συμπίπτουν με άξονες μητροπολιτικού επιπέδου και ιδιαίτερα με ταχείς λεωφόρους.
Για την επαναφορά της τόσο αναγκαίας ανθρώπινης κλίμακας που σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει από την Περιοχή Πρωτευούσης, είναι ανάγκη και οι Δήμοι να δομηθούν από μονάδες της τάξεως της «γειτονιάς». Με το σύστημα χωρισμού που αναφέρθηκε προηγουμένως η Περιοχή Πρωτευούσης θα αποτελείται από 400-600 γειτονιές μέσου πληθυσμού 9.000 κατοίκων. Τα όρια των Γειτονιών σωστό είναι να συμπίπτουν με αστικές αρτηρίες.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τις προηγούμενες παρατηρήσεις είναι ότι στο μέλλον το ποσοστό των δημοσίων επενδύσεων στην Περιοχή Μελέτης πρέπει να αυξηθεί χωρίς όμως να φθάσει το ποσοστό της Χώρας, και η αποκέντρωση να επιτευχθεί με κίνητρα και μέτρα που θα οδηγήσουν τον ιδιωτικό φορέα σε γεωγραφικά εξισορροπημένη δράση, ενώ ο δημόσιος φορέας θα αυξάνει την δραστηριότητα του στην Περιοχή Μελέτης για την δημιουργία της αναγκαίας υποδομής που υστέρησε.
8. ΤΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
8.1.Διαθέσιμοι πόροι.
Με βάση διάφορες παραδοχές για την αύξηση του Ακαθόριστου Εθνικού Προιόντος (Α.Ε.Π), τη σχέση του με τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, και τη ρεαλιστική πολιτική αποκεντρώσεως, προκύπτουν τα εξής κεφάλαια μέχρι το έτος 2000 κατά 5-ετίες:
8.2. Πρόγραμμα Δημόσιας Επενδύσεως.
Στον πίνακα παρουσιάζεται το προτεινόμενο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
8.3. Πρόγραμμα Κατασκευής Έργων
Τα σημαντικότερα έργα εμφανίζονται σε τρεις χάρτες, ένα για κάθε φάση. Λόγοι που δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν από τώρα, ειδικές μελέτες που θα γίνουν για κάθε συγκεκριμένο έργο, οικονομικές ή άλλες συγκυρίες και άλλοι παράγοντες, είναι δυνατό να μεταβάλλουν τη χρονική κλιμάκωση κατασκευής των έργων που προβλέπει το πρόγραμμα. Η ουσία όμως της προτεινόμενης χρονικής κλιμάκωσης, που είναι η λειτουργικά συντονισμένη κατασκευή των έργων, με σκοπό την επιτυχία των στόχων του Χωροταξικού Σχεδίου και Προγράμματος, δεν θα επηρεασθεί αν τηρηθούν γενικά οι προβλεπόμενες προτεραιότητες.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι μέσα σε 25 χρόνια είναι δυνατό να καλυφθούν όλες οι ανάγκες, να λυθούν πολλά σημερινά προβλήματα και να αποφευχθούν άλλα στο μέλλον. Πρέπει όμως να εφαρμοσθούν τα εξής:
Α. Υιοθέτηση από το Κράτος ενός ευέλικτου, μακροχρόνιου προγράμματος στα πλαίσια του οποίου θα καταστρώνεται και θα εκτελούνται οι ετήσιοι προϋπολογισμοί
Β. Ένταση της κινητοποιήσεως του κρατικού μηχανισμού, ώστε να αυξήσει τις δυνατότητες του για απορρόφηση κεφαλαίων, για διατύπωση προγραμμάτων και για εκτέλεση έργων.
Γ. Συμμετοχή στην κατάστρωση του μακροχρόνιου προγράμματος όλων των κοινωνικών τάξεων και ομάδων που θα μπορούσαν να συμβάλουν, ώστε να υπάρξει ευρεία λαϊκή αποδοχή του, που θα βοηθήσει στην άνετη εφαρμογή του, και στην ενεργοποίηση των πολιτών οι οποίοι θα αισθάνονται περισσότερο υπεύθυνοι για την τύχη της Χώρας τους όταν έχουν σαφή εικόνα των δυνατοτήτων και των αδυναμιών της.
9. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
9.1. Διοίκηση Ανάπτυξης Πρωτεύουσας.
Μετά το τέλος του β’ παγκόσμιου πολέμου η Ελλάδα, πιεζόμενη από πολλά εσωτερικά προβλήματα και ανάγκες, δεν έδειξε το επιβαλλόμενο ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση του σημαντικού προβλήματος της διοικητικής της οργανώσεως σε όλες τις βαθμίδες, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται σαν μια από τις πιο συγκεντρωτικές χώρες του κόσμου.
Η συγκεντρωτικότητα αυτή και η έλλειψη προσαρμογής του διοικητικού συστήματος στις τεχνολογικές και κοινωνικές εξελίξεις είχαν σαν συνέπεια την έλλειψη ορθής κατανομής και συντονισμού των διοικητικών αρμοδιοτήτων μεταξύ των επί φορέων της διοικήσεως, πράγμα που επέδρασε και επιδρά ανασχετικά στην όλη ανάπτυξη της Χώρας, γιατί η Δημόσια Διοίκηση αποτελεί τον ουσιώδη μηχανισμό για την πραγματοποίηση των κρατικών δραστηριοτήτων και στόχων, αφού τελικά με αυτήν προγραμματίζει και ενεργεί το Κράτος.
Τα διοικητικά και οργανωτικά προβλήματα που παρουσιάζει σήμερα η Πρωτεύουσα αλλά και η ελληνική και διεθνής εμπειρία καθιστούν σαφές ότι για να πετύχει η συντονισμένη ανάπτυξη της Πρωτευούσης, η συστηματική παρακολούθηση της εφαρμογής του Σχεδίου και του Προγράμματος και η συνεχής προσαρμογή τους στις εξελισσόμενες συνθήκες χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα ειδικό διοικητικό όργανο.
Για σκοπό αυτό προτείνεται να δημιουργηθεί ένας νέος, ενιαίος και ανεξάρτητος αναπτυξιακός φορέας, η «Διοίκηση Αναπτύξεως Πρωτευούσης» («Δ.Α.Π.») με πλήρεις εξουσίες για προγραμματισμό και εφαρμογή των προγραμμάτων αναπτύξεως, που θα υπάγεται στην κατ’ ευθεία εποπτεία του Πρωθυπουργού. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται και το αναγκαίο κύρος, που είναι απαραίτητο για την επιτυχία της πολυσήμαντης αποστολής της και του πολυδιάστατου ρόλου τους.
Τον Διοικητή Αναπτύξεως Πρωτευούσης θα διορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο με πρόταση του Πρωθυπουργού, και τα προγράμματα που θα εφαρμόζει θα χρηματοδοτούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η «Δ.Α.Π» δεν προτείνεται σαν διοικητικό όργανο της μορφής της Διοικήσεως Πρωτευούσης του 1936, αλλά σαν προγραμματικό-αναπτυξιακό όργανο ουσιαστικά ανεξάρτητο από τον υπόλοιπο διοικητικό μηχανισμό (όπως π.χ. η ΔΕΗ).
Επειδή η «Δ.Α.Π.» θα εξυπηρετεί πληθυσμό εκατομμυρίων και θα διαχειρίζεται πολύ μεγάλο προϋπολογισμό, είναι ανάγκη η ολοκλήρωση της να γίνει βαθμιαία και σε φάσεις, ώστε να προσαρμοσθεί ομαλά στις πολύπλοκες δραστηριότητες της. Η σύσταση της όμως πρέπει να γίνει αμέσως, έστω και με τη μορφή ενός πυρήνα, για να αρχίσει σύντομα η μελέτη για την πλήρη οργάνωση της.
Αργότερα, σε μελλοντική φάση, προτείνεται να εξετασθεί η δημιουργία Συμβουλευτικού Σώματος, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της ευρύτερης περιοχής του Λονδίνου. Η παντελής έλλειψη σχετικής εμπειρίας στην Ελλάδα στον τομέα αυτό και η ανάγκη δημιουργίας της «Δ.Α.Π» όσο γίνεται γρηγορότερα, ώστε να αναλάβει δράση αμέσως, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν θα πείραζε να αποκλεισθεί κατά την πρώτη φάση η δημιουργία ενός τέτοιου Συμβουλευτικού Σώματος. Κατά την πρώτη φάση όμως της εφαρμογής του θεσμού της «Δ.Α.Π» θα πρέπει η δημιουργία του Σώματος αυτού να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης.
Η «Δ.Α.Π» με το επιστημονικό δυναμικό της, με την έκταση και ποικιλία των μελετών και ερευνών που θα κάνει και με τις νέες διοικητικές μεθόδους που θα πρέπει να χρησιμοποιεί μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο σύμβολο του Κράτους για την αντιμετώπιση και επίλυση αναλόγων προβλημάτων σε άλλες περιοχές της Χώρας και να χρησιμεύσει σαν υπόδειγμα για την δημιουργία αναλόγων φορέων σε επίπεδο προγραμμάτων διαμερισμάτων ή άλλων μητροπολιτικών περιοχών (Θεσ/νικη).
Με βασική αρχή τη σύμπτωση των οικιστικών ορίων με τα διοικητικά, ώστε να μην υπάρχουν επικαλύψεις αρμοδιοτήτων, αλλά συντονισμός όλων των διοικητικών φορέων που ασχολούνται με την ίδια περιοχή προτείνεται:
α. Τα όρια αρμοδιότητας της «Δ.Α.Π» πρέπει να συμπίπτουν με τα όρια της Περιοχής Πρωτευούσης. Στα ίδια όρια πρέπει να επεκταθούν ή να περιορισθούν και οι αρμοδιότητες άλλων φορέων, όπως, του προβλεπόμενου οργανισμού υδατικής οικονομίας κλπ.
β. Τα όρια των «Διαμερισμάτων», που θα ιδρύονται σταδιακά όσο μεγαλώνει ο οικισμός, πρέπει να συμπίπτουν με τα όρια δικαιοδοσίας των αποκεντρωμένων υπηρεσιών της Διοικήσεως Αναπτύξεως Πρωτευούσης. Από άποψη διοικήσεως τα όρια αυτά πρέπει να καταστούν και όρια Νομαρχιών.
γ. Τα όρια των «Δήμων» πρέπει να συμπίπτουν με τα όρια των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως που είναι αναγκαίο να περιορισθούν στον αριθμό των 60 – 70 για λόγους καλύτερης οργανώσεως, τόσο της Πρωτευούσης όσο και των ιδίων.
Αργότερα η «Διοίκηση Αναπτύξεως Πρωτευούσης» μπορεί να κρατήσει μόνο συντονιστικό επιτελικό ρόλο και την εκτέλεση των προγραμμάτων να αναλαμβάνουν οι Νομαρχίες και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, οπότε η «Δ.Α.Π» θα μπορεί να διοικείται από αιρετό Συμβουλευτικό Σώμα.
Ανάλογα με την κλίμακα των θεμάτων που θα την απασχολούν, ο ρόλος της «Δ.Α.Π» θα είναι:
α. Συμβουλευτικός: Για θέματα εθνικής κλίμακας που επηρεάζουν την Περιοχή Πρωτευούσης (ή επηρεάζονται από την περιοχή). Η γνώμη της «Δ.Α.Π» είναι υποχρεωτική. Σε τέτοιες περιπτώσεις η «Δ.Α.Π» θα παρέχει επίσης στοιχεία, συμβουλές, διευκολύνσεις, και, όταν χρειάζεται, τεχνική βοήθεια για την επιτυχία των αντιστοίχων προγραμμάτων.
β. Εκτελεστικός: Για θέματα της Περιοχής Πρωτευούσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις η «Δ.Α.Π» θα εφαρμόζει και θα παρουσιάζει συνεχώς στις εξελισσόμενες συνθήκες τα αντίστοιχα προγράμματα της.
9.2. Ειδικός Φορέας Κατοικίας.
Προτείνεται η δημιουργία ενός ενιαίου Οργανισμού Κατοικίας που θα αντικαταστήσει τους διαφόρους που υπάρχουν σήμερα και θα αναλάβει τη γενική μελέτη, εποπτεία και εκτέλεση ενός εθνικού προγράμματος λαϊκής κατοικίας.
Στο επόμενο στάδιο, όταν οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως θα έχουν ανδρωθεί και θα είναι σε θέση να αναλάβουν σημαντικότερες ευθύνες ο οργανισμός αυτός μπορεί να αποτελέσει το επιτελικό όργανο ενώ οι Δήμοι και οι Κοινότητες να αναλάβουν την επί τόπου παρακολούθηση των αναγκών και την εκτέλεση του προγράμματος σαν αμεσότερα ενδιαφερόμενοι και ικανότεροι να διατηρούν επαφή με τις τοπικές ανάγκες και προβλήματα.
Η εμπειρία των μελετητών από την εφαρμογή κρατικών προγραμμάτων κατοικίας σε άλλες χώρες έδειξε ότι πολλά μεγαλόπνοα προγράμματα παρέμειναν ανεφάρμοστα γιατί δεν προϋπήρξε σωστή σύλληψη του μεγέθους των πραγματικών αναγκών και των οικονομικών δυνατοτήτων. Για να πετύχει ο προτεινόμενος κρατικός φορέας στο ρόλο που καλείται να παίξει, δεν θα πρέπει να έχει σαν μοναδικό του στόχο τη δημιουργία πλήρων κατοικιών, δεσμευμένος από «θεωρητικά» σταθερότυπα κατοικίας. Ο ακριβής τρόπος παρεμβάσεως θα πρέπει να καθορίζεται κάθε φορά με βάση τις κρατικές δυνατότητες και τις δυνατότητες αυτών που θα εξυπηρετηθούν και ανάλογα με αυτές το Κράτος ή οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως να προχωρούν στην λήψη ρεαλιστικών αποφάσεων για την παρέμβαση τους με έναν ή περισσότερους από τους επόμενους τρόπους:
α. Αγορά κατάλληλη γης, σχεδιασμός, δημιουργία της υποδομής και παροχή σε τιμή κόστους ή και φθηνότερα.
β. Κατασκευή σε αναπτυγμένη γη, λαϊκών κατοικιών που θα πουλιούνται με ευνοϊκούς όρους ή δημιουργία προτύπων οικισμών, σαν παραδείγματα για μίμηση, όπου οι κατοικίες θα πουλιούνται επίσης με ευνοϊκούς όρους.
γ. Διάθεση κρατικών κατοικιών με ευνοϊκά ενοίκια, ιδιαίτερα σε μετακινούμενες ομάδες εργαζομένων, π.χ. δημοσίους υπαλλήλους κ.α.
δ. Επιδότηση της αγοράς κατοικίας από την ελεύθερη αγορά.
ε. Επιδότηση του ιδιωτικού ενοικίου.
9.3. Ειδικός Φορέας Υδατικής Οικονομίας.
Με την τωρινή δομή του συστήματος εκμεταλλεύσεως της υδρεύσεως Περιοχής Πρωτευούσης δεν υπάρχει ελαστικότητα στην εκμετάλλευση και χρηματοδότηση των έργων, με συνέπεια τη σημαντική επιβάρυνση της τιμής του νερού. Λαμβάνοντας υπ’ όψη το ύψος δαπάνης για τα υπό κατασκευή εξωτερικά έργα συλλογής, μεταφοράς και διυλίσεως του νερού για την εξυπηρέτηση της Περιοχής Πρωτευούσης και του κόστους της επεκτάσεως του όλου συστήματος υδρεύσεως, ενδείκνυνται από τώρα να αρχίσει η μελέτη οργανώσεως, αναπτύξεως και λειτουργίας ενός νέου μείζονος οργανισμού εκμεταλλεύσεως του συστήματος υδρεύσεως.
Για την ελάττωση του κόστους εκμεταλλεύσεως και την παράλληλη αύξηση των εσόδων του παραπάνω οργανισμού, προτείνεται η ανάληψη από τον ίδιο οργανισμό, της κατασκευής, συντηρήσεως και εκμεταλλεύσεως και του δικτύου υπονόμων της Πρωτευούσης. Αυτό ευσταθεί απόλυτα για τα έργα υδρεύσεως και αποχετεύσεως συμβαδίζουν και πρέπει να αναπτύσσονται παράλληλα. Εξ άλλου ένας οργανισμός αποκλειστικά για έργα αποχετεύσεως παρουσιάζει το μειονέκτημα των μικρών σχετικά εσόδων και των μεγάλων εξόδων, λόγω του υψηλού κόστους κατασκευής του δικτύου υπονόμων, εγκαταστάσεων καθορισμού λυμάτων, κλπ.
9.4. Ειδικός Φορέας Προστασίας Περιβάλλοντος.
Η σημερινή κατανομή της αρμοδιότητας για την προστασία του περιβάλλοντος σε πολλά υπουργεία και άλλες δημόσιες υπηρεσίες αποτελεί εμπόδιο στην ορθολογική οργάνωση και συντονισμό της αναγκαίας προσπάθειας, που θα μπορούσε να αρθεί μόνο με την ύπαρξη ενός ενιαίου και βασικά κρατικού φορέα.
Ο μελετητής συμφωνεί ότι είναι ανάγκη να ιδρυθεί ανεξάρτητος και ενιαίος φορέας για την προστασία του περιβάλλοντος, με αρμοδιότητες παρόμοιες με αυτές που προτείνονται από την ομάδα της Π.Ο.Υ. και τη διυπουργική επιτροπή, και προτείνει λόγω της κολοσσιαίας σημασίας του θέματος να υπαχθεί κατ’ ευθείαν στον Πρωθυπουργό ή στο Υπουργείο Συντονισμού και Προγραμματισμού σε συνδυασμό με την καινούργια νομοθεσία του τελευταίου τη σχετική με τη χωροταξία και το περιβάλλον. Τη διενέργεια ερευνών ο φορέας αυτός θα μπορεί να διεξάγει είτε με τις δικές τους δυνάμεις, είτε με ανάθεση σε άλλους δημόσιους, ή ιδιωτικούς οργανισμούς, όπως ο προτεινόμενος να δημιουργηθεί ενιαίος φορέας υδατικής οικονομίας που θα μελετά και προγραμματίζει τα δίκτυα υδρεύσεως και αποχετεύσεως, η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα κ.α.
10. ΘΕΣΜΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
10.1. Έλεγχος Χρήσης Γης
Η εξασφάλιση της απόλυτης τηρήσεως των στόχων και προβλέψεων του Χωροταξικού Σχεδίου και Προγράμματος προϋποθέτει ότι το Κράτος θα έχει δικαίωμα να περιορίζει τις χρήσεις του εδάφους σε εκείνες που προβλέπονται από το Σχέδιο. Ο περιορισμός αυτός, εύκολος για τις εκτάσεις που κατά κυριότητα ανήκουν στο Κράτος, είναι δύσκολος για τις ιδιωτικές εκτάσεις, όπου το δικαίωμα του Κράτους να περιορίζει τις χρήσεις εδάφους δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο. Απομένει κατά συνέπεια σαν μόνη εξασφάλιση για την τήρηση των χρήσεων γης που προβλέπει το Χωροταξικό Σχέδιο η θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων, απαγορεύσεων και κινήτρων. Η δομή του Χωροταξικού Σχεδίου και οι προτεινόμενες χρήσεις εδάφους έχουν μελετηθεί κατά ρεαλιστικό τρόπο, ώστε να μη δημιουργούνται μεγάλα προβλήματα κοινωνικής αποδοχής τους και να εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους με τέτοιας μορφής ρυθμιστικά μέτρα.
Κύριο μέτρο για τον καθορισμό αυτών των κανόνων απαγορεύσεων και κινήτρων είναι η κατά το δυνατόν ταχύτερη έγκριση και νομική κατοχύρωση του σχεδίου των 12 Ζωνών, ώστε να επιτευχθεί προγραμματισμένη ανάπτυξη μέσα στην Περιοχή Πρωτευούσης και να υπάρξουν εγκεκριμένα πλαίσια για την κατάρτιση ρυθμιστικών σχεδίων και ειδικών μελετών.
Για κάθε μια από τις γενικές αυτές ζώνες προτείνονται οι επόμενοι κανόνες:
α. Φύση: Στις εκτάσεις που εμπίπτουν στη Γενική Ζώνη Α δεν επιτρέπεται καμιά δόμηση χωρίς την ειδική γνωμάτευση των Υπουργείων Γεωργίας και Πολιτισμού και Επιστημών και την έκδοση τελικής αδείας του Υπουργείου Δημοσίων Έργων που θα βασίζεται στις προηγούμενες δύο γνωματεύσεις. Η αυστηρή εκτίμηση και απόδειξη της αναγκαιότητας δομήσεως μέσα στη φυσική αυτή ζώνη είναι απαραίτητη. Η εξασφάλιση του ότι καμιά φυσική ή πολιτιστική αξία δεν βλάπτει ή καταστρέφεται από τη δόμηση αυτή είναι απόλυτα αναγκαία. Όταν αργότερα, αρχίσει να λειτουργεί η Διοίκηση Αναπτύξεως Πρωτευούσης, θα αναλάβει το ρόλο του Υπουργείου Δημοσίων Έργων.
β. Καλλιέργεια: Στις εκτάσεις εμπίπτουν στη Γενική Ζώνη Β ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν για τη Ζώνη Α. Μέσα στη Ζώνη όμως Β επιτρέπεται η κάλυψη μέχρι 5% κάθε καλλιεργούμενης ιδιοκτησίας με κτίρια κατοικίας ή κτίρια σχετικά με γεωργική παραγωγή ύψους μέχρι δύο ορόφων.
γ. Αστική ανάπτυξη: Για τις εκτάσεις που εμπίπτουν στη Γενική Ζώνη Γ είναι απαραίτητο να υπάρχει Σχέδιο Πόλεως και θα ισχύουν αυστηρά οι κανόνες που θα προβλέπονται απ’ αυτό.
δ. Βιομηχανία: Για αναπτύξεις επί εκτάσεων που εμπίπτουν στη Γενική Ζώνη Δ απαιτείται έγκριση του Υπουργείου Βιομηχανίας και του Υπουργείου Δημοσίων Έργων ως προς τη θέση, σχέδιο και κανόνες που θα διέπουν κάθε μια ανάπτυξη. Μετά την έναρξη της λειτουργίας της Διοικήσεως Αναπτύξεως Πρωτευούσης η έγκριση θα χορηγείται από αυτήν.
10.2. Απόκτηση Γης – Απαλλοτριώσεις
Η νομοθεσία που θα κατοχυρώνει το Χωροταξικό Σχέδιο θα πρέπει να χαρακτηρίζει σαν δημόσια ωφέλεια την εφαρμογή του και να επιτρέπει τις σχετικές αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Αυτό διευκολύνεται από τις σχετικές προβλέψεις του νέου Συντάγματος.
Οι απαλλοτριώσεις αυτές θα πρέπει να επιβληθούν αμέσως και πριν αρχίσουν να κατασκευάζονται τα έργα υποδομής ή άλλης αναπτύξεως για να αποφευχθεί η ανατίμηση της αξίας της γης.
Είναι ευνόητο ότι παράλληλα με τα μέτρα αυτά είναι σκόπιμο να ληφθούν και άλλα που θα συντελούν στη δημιουργία αποθεμάτων γης και στη διατήρηση των μεγάλων εκτάσεων γης που ανήκουν σήμερα στο Κράτος ή σε μεγάλους κοινωφελές οργανισμούς. Συνιστάται κατά συνέπεια να εξετασθεί η δυνατότητα λήψεως μέτρων για:
α. τη θέσπιση δικαιώματος προτεραιότητας του Δημοσίου στις αγοραπωλησίες γης σε ορισμένες ζώνες και
β. την απαγόρευση της πωλήσεως γης από το Κράτος, τους Ο.Τ.Α. κλπ.
Είναι προφανής η ανάγκη τροποποιήσεως της νομοθεσίας, τουλάχιστον για τις περιπτώσεις για τις οποίες η εφαρμογή του σχεδίου επισπεύδεται από το Κράτος. Η διαδικασία αυτή μπορεί να απλοποιηθεί με κατάλληλη τροποποίηση του άρθρου 6 του Ν 5269/31 έτσι ώστε αντί των πράξεων αναλογισμού, που παρουσιάζουν δυσχέρειες, να θεσπιστεί ότι:
α. ο καθορισμός της αποζημιώσεως θα γίνεται με βάση κτηματολογικό διάγραμμα και κτηματολογικό πίνακα, όπως δηλαδή γίνεται για τις εκτός των εγκεκριμένων σχεδίων απαλλοτριώσεις,
β. η κλήτευση στη δίκη καθορισμού της αποζημιώσεως αυτών θα γίνονται από την απαλλοτρίωση, καιόταν η διάνοιξη αφορά περισσότερες από τριάντα ιδιοκτησίες, θα γίνεται με τη δημοσίευση ειδοποιήσεως σε δύο εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας.
γ. οι υπόχρεοι για τη διάνοιξη του κοινόχρηστου χώρου, αντί της μέχρι της 20-μετρης λωρίδας υποχρεώσεως τους θα υποχρεωθούν στην καταβολή εισφοράς ίσης με την υπεραξία που αποκτούν τα οικόπεδα τους από την διάνοιξη ή διεύρυνση του κοινόχρηστου χώρου. Η υπεραξία αυτή θα καθορίζεται από επιτροπή που θα προεδρεύετε από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου που καθόρισε την αποζημίωση.
10.3. Κτηματολόγιο.
Για να κατοχυρωθεί η αξία της κτηματογραφήσεως στο μέλλον πρέπει να θεσπισθεί νομοθεσία που θα επιβάλει:
α. την εφαρμογή συστήματος συνεχούς ενημερώσεως του κτηματολογίου με διαδοχικές αεροφωτογραφίες που θα γίνονται σε τακτές χρονικές περιόδους, που θα βοηθήσει επί πλέον και στον έλεγχο της αναπτύξεως της γης.
β. την τήρηση μόνιμα ενημερωμένου αρχείου ιδιοκτησίας γης, που διευκολύνεται πολύ με τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικού υπολογιστή και με την προτεινόμενη δημιουργία της Τράπεζας Στοιχείων.
10.4. Σύμπτωση Διοικητικών ορίων με Οικιστικές μονάδες.
Σαν συμπέρασμα των προηγούμενων και με σκοπό να επιτευχθεί σύμπτωση οργανικών οικιστικών μονάδων με αντίστοιχες διοικητικές, προτείνεται:
α. η υπαγωγή της Περιοχής Πρωτευούσης στη «Διοίκηση Αναπτύξεως Πρωτευούσης»,
β. η δημιουργία δέκα «Διαμερισμάτων» μέσα στην Περιοχή Πρωτευούσης, με βάση τις δέκα οικιστικές μονάδες τάξεως 9 που έχουν προσδιορισθεί,
γ. η άμεση ανάθεση ειδικής μελέτης για τον προσδιορισμό του αριθμού, των ορίων των αρμοδιοτήτων κλπ. των μονάδων Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, δηλ. Δήμων και Κοινοτήτων μέσα σε κάθε ένα από τα 10 Διαμερίσματα.