Το κεφάλαιο με τίτλο «Το Βάθος του Προβλήματος» από το βιβλίο του Γιώργου Κανδύλη «Batir la vie», Editions Stock, Παρίσι 19777, μεταφρασμένο από την Σοφία Μαρτίνου
Εγώ θα σας χτίσω μια πόλη από κουρέλια.
Θα σας χτίσω χωρίς σχέδιο
Και χωρίς τσιμέντο,
Ένα οικοδόμημα που δεν θα καταστρέψετε…
Henri Michaux
Λίγο πριν τα γεγονότα του Μάη 68, τα Ηνωμένα Έθνη, με την συμμετοχή της Περουβιανής κυβέρνησης, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα τεράστιο πειραματικό γιαπί, πολλών χιλιάδων κατοίκων, στα περίχωρα της Λίμα, δίπλα σε μεγάλες ζώνες συγκέντρωσης πληθυσμού που κυκλώνουν το κέντρο της πρωτεύουσας.
Προκυρήχτηκε διαγωνισμός.
Η εκλογή έγινε επί εικοσιέξη ομάδων αρχιτεκτόνων, εκ των οποίων οι δεκατρείς από χώρες που το πρόβλημα τις αφορούσε, και με καλή φήμη των ικανοτήτων τους, πάνω σ’ αυτό τον τομέα.
Η ομάδα μας αντιπροσώπευε την Γαλλία.
Το θέμα ήταν να προτείνουμε νόρμες, μεθόδους, και τεχνικές, με προοπτικές να αντικατασταθούν τα παραγκόσπιτα που καλύπτουν τις απέραντες παραγκουπόλεις της Λατινικής Αμερικής.
Ήταν ένα έργο κοινωνικής σημασίας, και τα Ηνωμένα Έθνη δεν θα πλήρωναν πρά τα έξοδα της μελέτης, και των ταξιδιών.
Γι’ αυτή την δουλειά, δημιουργήσαμε ειδικά μια μικρή ομάδα, παίρνοντας για συνεργάτη έναν Περουβιανό αρχιτέκτονα, τον Gustavo, εκείνη την εποχή πολιτικό εξόριστο στην Γαλλία, που έχοντας δουλέψει παλιότερα στην χώρα του, πάνω σ’ αυτά τα προβλήματα, τα ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα.
Σκεφτήκαμε μια λύση μέθοδο, εφαρμοσμένη και προσαρμόσιμη σε όλες τις συνθήκες, αποφεύγοντας, τα περίπλοκα, και εξεζητημένα μέσα. Αυτή η λύση μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τα απλούστερα υλικά και τα πιο οικονομικά: τούβλα, πέτρες, ξύλο, τσιμέντο, κ.α. Αλλά κυρίως, έπρεπε στους χρήστες να βελτιώσουν, να μεγαλώσουν, ή ν’ αλλάξουν, το σπίτι τους, μόνοι τους, ανάλογα με τις δυνατότητες τους.
Ο Alexis Josic πήγε επιτόπου για να πάρει πληροφορίες συμπληρωματικές, και να εξηγήσει στους υπευθύνους τον τρόπο που σκεφτόμαστε, δηλαδή την προτεραιότητα του «ΤΙ φτιάχνουμε» πάνω στο «ΠΩΣ φτιάχνουμε», όπου η δεύτερη πρόταση δεν είναι παρά η συνέπεια της πρώτης.
Μερικούς μήνες αργότερα, τα Ηνωμένα Έθνη και η κυβέρνηση του Περού, αποφάσισαν να χτίσουν έναν μικρό αριθμό των προτεινόμενων λύσεων κάθε ομάδας αρχιτεκτόνων, μέσα σ’ ένα αστικό σύνολο που αντιμετωπίστηκε σύμφωνα με το ρυθμιστικό μας σχέδιο.
Η εφαρμογή όλων αυτών των μελετών θα δημιουργούσε μια υπέρ – έκθεση κατοικιών, ετερόκλιτων και χωρίς δυνατότητες να συγκριθούν μεταξύ τους.
Μη μπορώντας παρά να αποδεχτούν αυτήν την απόφαση, φτιάξαμε τα σχέδια που αφορούσαν το δικό μας κομμάτι.
Η πραγματοποίηση των σχεδίων αργοπόρησε ως τον Μάη του 71. Πήγα επί τόπου για να επιβλέψω τα τελειώματα του μικρού μας γιαπιού.
Όταν έφτασα στην Λίμα, ανακάλυψα το εργοτάξιο που ασφυκτιούσε προς την περιφέρεια, μια εκπληκτική έκθεση μοντέλων κάθε είδους, μισοτελειωμένων, με ενδιαφέρον, κοινότυπων, ή και απλώς κακών, κολλημένων στο «παρθένο δάσος» των παραγκομαχαλάδων – με ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους – που κυκλώνανε την πολύ όμορφη αποικιακή πόλη των Ισπανών.
Ξαναβρήκα το Gustavo, τον Περουβιανό αρχιτέκτονα, που στο μεταξύ είχε πάρει άδεια να επιστρέψει στην χώρα του, και που είχε έρθει σε επαφή με τους υπεύθυνους. Τους ανακοίνωσαν την ανησυχία μου. Μου φαινόταν πραγματικά αδιανόητο και γελοίο, να αντικατασταθούν οι γύρω παραγκουπόλεις, απ’ αυτή την παρωδία κατασκευών.
Τουλάχιστον η απάντηση ήταν ειλικρινής.
– Μα δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα. Αυτή η μελέτη σα έδωσε την ευκαιρία νάχετε μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Όσο γι μας, μας είναι χρήσιμη γιατί έτσι θα μπορούσαμε να στεγάσουμε στα σπίτια που φτιάξατε, τους υπαλλήλους του κράτους.
Αγανάκτησα και αποκαρδιώθηκα.
Αποφάσισα να φύγω την άλλη μέρα.
Γύρισα αργά στο ξενοδοχείο μου, βαθύτατα αναστατωμένος, και μου ήταν δύσκολο να αποκοιμηθώ.
Στις πέντε το πρωί με ξύπνησε το τηλέφωνο.
– Κανδύλη, ξυπνήστε, έρχομαι να σας πάρω!
Ήταν ο Gustavo, που μπέρδευε να λόγια του, όντας σε μια κατάσταση μεγάλης αναστάτωσης.
– Μα τι συμβαίνει;
– Μια εισβολή, στην Παμπλόνα…
Μήπως ονειρευόμουν; Δεν κατάλαβα τίποτα.
– Ποια Παμπλόνα; Ποια εισβολή;
– Ντυθήτε γρήγορα, έρχομαι να σας πάρω… Είναι μακριά.
Αυτή την νύχτα, χιλιάδες ανθρώπων, πλημμύρισαν μια τεράστια περιοχή στα μακριά περίχωρα, τριάντα χιλιόμετρα από δώ, για να χτίσουν μια καινούργια πόλη.
Έχοντας ξυπνήσει τελείως, συνειδητοποίησα την κατάσταση. Οι θυσιασμένοι των παραγκουπόλεων, αποφάσισαν να πάρουν την τύχη τους, στα δικά τους χέρια.
– Σύμφωνοι, πάμε!
Μόλις έφτασε , μπήκα στο παλιό του αυτοκίνητο, και ξεκινήσαμε αμέσως προς την κατεύθυνση του τόπου «εισβολής».
Ο Gustavo άνοιξε το ραδιόφωνο, που ανακοίνωσε ότι επενέβη η αστυνομία. Υπήρχαν νεκροί και τραυματίες και οι συγκρούσεις συνεχίζονταν. Ενώ πηγαίναμε, με ενημέρωσε για τα γεγονότα. Αυτό το τεράστιο κίνημα ξεσηκώματος και ενθουσιασμού ξεκίνησε από μια αφίσσα – σύνθημα, που τοιχοκολλήθηκε στις παραγκουπόλεις.
«Απόψε το βράδυ, Μέγας Κοινωνικός Χορός, στην Παμπλόνα».
Και ο «Μέγας Χορός» άρχισε τα μεσάνυχτα…
Γιατί το χτύπημα ήταν ολοκληρωτικό, γιατί οι παραγκουπόλεις τους ξεχείλιζαν, είχαν υπερκορεσθεί, γιατί γνώριζαν ότι δεν μπορούν να βασιστούν παρά μόνο στους εαυτούς τους, χιλιάδες άνθρωποι, οικογένειες ολόκληρες, κάθε φυλής, κάθε χρώματος, κάθε ηλικίας, ενωμένοι απ’ την φτώχεια και την απελπισία, ξεκίνησαν αυθόρμητα την πορεία, κουβαλώντας μαζί τους ότι πιο πολύτιμο είχαν, κάποια άθλια μικροπράγματα, προς περιοχές ακόμα ακατοίκητες, για να φτιάξουν εκεί τους οικισμούς τους.
Γι’ αυτό το αστικό προλεταριάτο, δεν έμπαινε πρόβλημα επιλογής μιας ιδιαίτερης τοποθεσίας. Η «Γη της Επαγγελίας» ήταν μια γη θλιβερή, έρημη, άγονη που έπρεπε να καταλάβουν με την βία, για να στεγαστούν. Πήγαιναν να φτιάξουν ένα σπίτι, μια πόλη, χωρίς υλικά, χωρίς αρχιτέκτονα, μονάχα με την δύναμη του Πιο Μεγάλου Αριθμού, και μονάχα με την ελπίδα να επιζήσουν.
Είναι πολλές οι παραγκουπόλεις της Λατινικής Αμερικής που δημιουργήθηκαν μ’ αυτή την ίδια διαδικασία, που ονομάστηκε «εισβολή» από τις Αρχές.
Την περιοχή που διασχίζαμε, την ήξερε καλά, μια και συχνά κυκλοφορούσαν σ’ αυτόν τον κόσμο της αθλιότητας. Χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων, ξετυλίγονταν αυτό το habitat των αποβλήτων: ένας ατελείωτος γκρίζος τοίχος, όλο θλίψη και φθορά, που σάλευε από όντα που βιολογικά ήταν ανθρώπινα, γύρω από άθλια στέγαστρα, χτισμένα πρόσφατα, από τα δικά τους χέρια.
Παντού, η διαδικασία ήταν η ίδια. Χτίζανε με οτιδήποτε. Κυρίως με τα σκουπίδια της δικιάς μας Βιομηχανικής Κοινωνίας. Χτίζανε σε εδάφη εξίσου ακατάλληλα για κατανάλωση: τα απόβλητα των δικών μας επίσημων πολεοδομικών σχεδίων, εδάφη ελώδη και πλημμυρισμένα, λόφους απότομους και θρυμματιζόμενους, σε κοιλάδες βαθειά χαραγμένες από την ξηρασία, σε περιοχές σκουπιδοτόπων, ή σε νεκροταφεία αυτοκινήτων. Κι’ όταν αυτά τα πολεοδομικά απόβλητα γεμίζανε, πηγαίνανε πιο μακριά, για να βρουν περιοχές ακόμα αδειανές, και εννοείται, στερημένες από νερό, από αποχέτευση, από ηλεκτρισμό.
Τις παραγκουπόλεις τις λένε callampas στην Χιλή, favelas στην Βραζιλία, ranchitos στην Βενεζουέλα, limonadas στην Γουατεμάλα, «πόλεις των θαυμάτων» στην Ουρουγουάη, «σπίτια των μαγισσών» στην Αργεντινή. Εκφράζουν όλες την ίδια αλήθεια: την απελπισία, και την λύσσα για ζωή.
Πλησιάζαμε στην Μπαμπλόνα. Το ραδιόφωνο συνέχιζε να μεταδίδει τις πληροφορίες του. Και ξαφνικά, μάθαμε ότι ο πρόεδρος Βάσκο Βελάσκεθ είχε διατάξει να σταματήσουν οι συγκρούσεις. Μπροστά σ’ αυτό το απίστευτο σήκωμα της λαϊκής παλίρροιας, έδωσε στους επαναστατημένους την άδει να χτίσουν το σπίτι τους και την πόλη τους, στην Παμπλόνα.
Ήταν μια νίκη των καταταπιεσμένων, μια νίκη του Πιο Μεγάλου Αριθμού…
Φτάνοντας επί τόπου, σ’ ένα είδος κοιλάδας τεσσάρων επί ένα χιλιομέτρων, έμεινα αποσβωλημένος από την έκπληξη.
Μέσα στην καθοδική κίνηση των νοσοκομειακών αυτοκινήτων που παίρνανε τα θαύματα, και της αστυνομίας που αποτραβιόταν, μια τεράστια λιτανεία από άντρες, γυναίκες, και παιδιά, ανέβαινε απ’ όλες τις μεριές, προς τον τόπο της μελλοντικής τους πόλης.
Τριγύριζαν γύρω από άλλες οικογένειες, που είχα φτάσει πρώτες, και που καθισμένες κατά γης, δείχναν αποχαυνωμένες , έχοντας αντισταθεί όλη την νύχτα στην ένοπλη επίθεση των δυνάμεων ασφαλείας.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω, αυτό το ξέφρενο πλήθος, ακίνητο ή αναστατωμένο, που ούρλιαζε, έκλαιγε, γελούσε, πνιγμένο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης, όπου ένοιωθες ακόμα τις αναθυμιάσεις από τις δακρυγόνες βόμπες και εμετογόνων αερίων, πλήθος που ασφυκτιούσε μέσα στην ατμόσφαιρα της απελπιστικής μαυρίλας ενός μολυβένιου ουρανού.
Τα θύματα; Κανείς δεν ήξερε τον αριθμό τους. Αλλά όλοι γνώριζαν ότι αυτή η εύθραυστη νίκη, κερδισμένη μετά από άνιση μάχη, είχε πληρωθεί πολύ ακριβά, και είχαν δεχτεί την τιμή. Τα λύτρα που ζητιούνται απ’ τους φτωχούς, δεν ήταν πάντα υπερβολικά;
Η ζωή πολύ γρήγορα ξαναπήρε τα δικαιώματα της.
Μόλις κατακάθησε η αναστάτωση της μάχης και ο ενθουσιασμός απ’ την επιτυχία, ένα είδος αυθόρμητης οργάνωσης άρχισε να διαγράφεται.
Μπροστά στο μέγεθος και στη σημασία του γεγονότος, αποφάσισα να ματαιώσω την επιστροφή μου, και να μείνω εκεί, μαζί με τον Gustavo, για να παρακολουθήσω σαν μάρτυρας, αυτήν την εκπληκτική πράξη μιας κοινωνίας πολλών δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, αποφασισμένων να φτιάξουν τον τόπο κατοικίας τους, με τα δικά τους και μόνο μέσα.
Επρόκειτο να ζήσω μαζί τους τις πιο συγκλονιστικές δέκα μέρες της ζωής μου, σαν άνθρωπος και σαν αρχιτέκτονας.
Αφού κάθε οικογένεια πήρε το δικό της κομμάτι γης, οι άντρες και τα παιδιά ξεκίνησαν να φέρουν πάνω από ψάθα, είδος διάτρητων ψαθωτών που βρίσκει κανείς για λίγα πέζος σ’ όλες τις αγορές της Λίμα.
Ήταν η πρώτη φάση αυτής της θαυμαστής επιχείρησης που λεγόταν οικοδόμηση: να βρεθούν υλικά για να γίνει το σπίτι.
Έτσι, ταυτόχρονα, χιλιάδες οικογένειες βάλανε την «πρώτη πέτρα» του σπιτιού τους.
Κατά την διάρκεια αυτής της ατομικής δραστηριότητας, δημιουργήθηκαν μικρές ομάδες, κατ’ αρχήν ανάμεσα στους άμεσους γείτονες, συζητούσαν πιο πολύ, και στην συνέχεια, έρχονταν σε επικοινωνία με άλλες ομάδες, πιο μακρινές, δημιουργώντας σαν μέσα από μια μυστηριώδη παράδοση, ένα έμβρυο κοινοτικής δράσης. Ακολουθούσαν ευρύτερες συγκεντρώσεις. Οι μικρές ομάδες, γειτόνων, συγκεντρώνονταν σε «γειτονιές» και οργάνωναν εκλογές. Ψήφιζε όλος ο κόσμος, μαζί και τα παιδιά, για να οριστούν οι υπεύθυνοι.
Ήμουν εντυπωσιασμένος, γιατί γνώριζα την απέχθεια των Λατίνων για την πειθαρχία. Κι’ όμως όλα συνέβαιναν σαν μια φυσική τάξη πραγμάτων, χωρίς επιβολή, χωρίς εξωτερικό έλεγχο, μονάχα με την κοινή επιθυμία να προετοιμαστούν για μια κοινή ζωή!
Παρακολουθούσα, γοητευμένος, τη γέννηση μιας αληθινής «αστυακής κοινότητας».
Την Τρίτη μέρα οι εκλεγόμενοι αντιπρόσωποι κάθε γειτονιάς έκαναν συμβούλιο για ν’ αποφασίσουν τις κατευθυντήριες γραμμές του μελλοντικού οικισμού.
Σ’ αυτό το διάστημα ο Gustavo και γω, είμαστε συνεχώς παρόντες στην μέση αυτής της μυρμηγκιάς. Στην αρχή μέσα στην γενική αδιαφορία, έπειτα νοιώθοντας απάνω μας μια ορισμένη απέχθεια και αμφιβολία εκ μέρους των ανθρώπων.
Μας ρώτησαν ποιοι είμαστε, και τι θέλουμε.
Ο σύντροφος μου εξήγησε στους αντιπροσώπους ότι σαν αρχιτέκτονες ενδιαφερόμαστε ζωηρά για την δραστηριότητα τους και ότι είμαστε έτοιμοι να τους βοηθήσουμε αν μας είχαν ανάγκη. Μας ευχαρίστησαν, αλλά αρνήθηκαν την προσφορά μας.
«Μόνοι μας θα φτιάξουμε τα σπίτια μας και την πόλη μας», πρόσθεταν με πάθος.
Κάποιο πρωινό, περιστοιχισμένοι απ’ τους υπεύθυνους δύο νέοι φτιάξανε στο χώμα ένα σχέδιο μεγάλης κλίμακας, της περιοχής. Μ’ ένα δεκάμετρο και ένα μολύβι, άρχισαν να σχεδιάζουν μπροστά σ’ όλο τον κόσμο το «πολεοδομικό» σχέδιο της μελλοντικής πόλης. Το σχέδιο ήταν απλό και ξεκάθαρο. Εφάρμοζαν το παραδοσιακό σχέδιο του σκακιού, που βρίσκεται σ’ όλες τις πόλεις της Λατινικής Αμερικής.
Δημιουργημένο απ’ τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο, στον 5ο αιώνα π.χ. μέσω των Ρωμαίων που χτίζανε αυτοκρατορίες, το τετραγωνισμένο ιπποδάμειο σύστημα επέζησε μέσα στους αιώνες. Και σήμερα χρησιμοποιείται από πρωτοποριακούς πολεοδόμους.
Με αδέξιες κινήσεις, οι ταπεινοί «πολεοδόμοι» της Παμπλόνα χάραξαν «ζωντανά» τον άξονα, κατά μήκος της κοιλάδας, την Gran Via μήκους 4 χιλιομέτρων, έπειτα τους κάθετους σ’ αυτήν δρόμους, και τέλος τις λεωφόρους τις παράλληλες στην Gran Via, ώστε να προκύψουν οι περίφημες cuadras, τα τετράγωνα κατοικίας ισπανικού τύπου.
Έπειτα άρχισαν να χαράζουν τους χώρους που προορίζονταν για δημόσια χρήση: σχολεία, αγορές, πλατείες, κήπους…
Είμαστε πάντα εκεί, μας γνωρίζουν και μας είχαν παραδεχτεί. Που και που μας ρωτούσαν τη γνώμη μας, συμβουλές, κυρίως πάνω στις μεθόδους εφαρμογής του σχεδίου, πρόβλημα μεγάλης πολυπλοκότητας, για το οποίο οι αντιπρόσωποι δεν αισθάνονται έτοιμοι να βγάλουν πέρα.
Σαν να ήταν το απλούστερο πράγμα οι οικογένειες άρχισαν να χτίζουν το σπίτι τους, πάνω στο κομμάτι που κατείχαν.
Μόνο μετά το χάραγμα του σχεδίου εκείνοι που χωρίς να το ξέρουν είχαν διαλέξει γη πάνω στην κεντρική αρτηρία βρέθηκαν νάναι προνομιούχοι σε σχέση μ’ όσους είχαν βρεθεί μακρύτερα. Ήταν η πρώτη εμφάνιση της αδικίας και της ανισότητας. Ακόμα, τι θάπρεπε να γίνει μ’ αυτούς που είχαν βρεί να μείνουν απάνω στο κυκλοφοριακό δίκτυο και στα οικόπεδα που προορίζονταν για δημόσιες χρήσεις;
Για να λύσουν αυτά τα προβλήματα οι αντιπρόσωποι μετά από το συμβούλιο με ατελείωτες και θορυβώδεις συζητήσεις, αποφάσισαν να φτιάξουν μέσα σε κάθε cuadra, αριθμημένα οικόπεδα τα οποία θα μπαίνουν σε κλήρο. Μ’ άλλα λόγια να προχωρήσουν σε μια καινούργια και δικαιότερη κατανομή του εδάφους.
Απίστευτο! Αυτή η απόφαση έγινε ομόφωνα δεκτή, χωρίς διαμαρτυρίες.
Κι όμως, αυτό σήμαινε ν’ αρχίσουν όλα απ’ την αρχή και να οργανωθεί ένα μαζικό ξεσπίτωμα για χιλιάδες οικογένειες.
Ενώ, σ’ όλη την περιοχή οργανώνονται συγκεντρώσεις για την κλήρωση των οικοπέδων, αγόρια και κορίτσια, χρησιμοποιώντας ένα και μοναδικό θεοδόλιχο δανεισμένο απ’ τη δημαρχία, χάραξαν πάνω στη γη, με την βοήθεια σπάγγων και ασβέστη, το σχέδιο της πόλης σε κλίμακα 1/1 με τις λεωφόρους τους δρόμους, τους κοινούς χώρους και τα αριθμημένα οικόπεδα.
Αυτή η επιχείρηση επρόκειτο να κρατήσει τέσσερις μέρες.
Κατά την διάρκεια αυτή, άλλοι υπεύθυνοι οργάνωναν την επείγουσα αλληλοβοήθεια. Παπάδες – εργάτες ανέλαβαν να βοηθήσουν αυτούς που περίμεναν τώρα υπομονετικά την εξέλιξη των γεγονότων, και έφτιαξαν ένα σύστημα λαϊκού συσσιτίου με την δραστήρια συμμετοχή των παιδιών.
Άλλωστε τα παιδιά ήταν πανταχού παρόντα. Συμμετείχαν σε όλα. Μαντατοφόροι εθελοντές και αποτελεσματικοί, ήταν αυτά που μετέφεραν τις πληροφορίες και τις οδηγίες στον πληθυσμό.
Τρέχαν δεξιά και αριστερά, δουλεύοντας και παίζοντας συγχρόνως. Και γεμάτα από έκπληξη, σκαρφάλωναν στον λόφο για να δουν από ψηλά την πόλη που κι’ αυτό επρόκειτο να φτιάξουν. Μια πόλη που θάταν φτιαγμένη εξίσου και για τα παιδιά!
Τέλος, δόθηκε το σύνθημα και τα παιδιά κυκλοφόρησαν την είδηση:
– Τα γκρεμίζουμε όλα και ξαναρχίζουμε! Έτσι μέσα σε μια καταπληκτική συλλογική κίνηση, κάθε οικογένεια, γνωρίζοντας ότι πρόκειται να βρει μια θέση πιο δίκαιη μέσα σ’ ένα πολεοδομικό σύστημα φτιαγμένο και αποφασισμένο απ’ όλους, πήρε το οικοπεδάκι που τους έδινε η τύχη.
Μετά την εγκατάσταση, άρχιζαν να χτίζουν, κατά το γούστο τους, τα μέσα τους και τις δυνάμεις τους.
Δεν ήταν τόσο η υλική κατασκευή που τράβηξε την προσοχή μου, αλλά οι ευαίσθητες συνθήκες που μέσα τους ο καθένας γινόταν χτίστης του «στοιχειώδους».
Πόσες συγκινητικές σκηνές δεν έχουν μείνει στην μνήμη μου!
Εδώ, ένας πατέρες, μια μάννα, έξη παιδιά, που όλοι λάμπουν. Είχαν αρχίσει με το να καθίσουν στην μέση του οικοπέδου τους. Εκεί μάζεψαν τους θησαυρούς τους ότι είχαν και δεν είχαν, δηλαδή: τίποτα. Πριν στρωθούν στην δουλειά, τρώνε όλοι μαζί: ένα κομμάτι ψωμί και ένα ποτήρι νερό.
Εκεί, μια γυναίκα ακόμα νέα κάθεται κι’ αυτή στο χώμα. Σφίγγει απάνω της τα δυό μικρά παιδιά της.
Τα έπιπλα της: ένα άθλιο ξύλινο μπαούλο και ένα παλιό στρώμα.
Μας εξηγεί:
Είμαι χήρα, και δεν έχω κανέναν. Δεν μπορώ ν΄ αφήσω τα παιδιά μου μόνα τους. Έτσι, περιμένω. Ξέρω ότι μόλις τελειώσουν οι γείτονες το δικό τους σπίτι, θάρθουν να με βοηθήσουν να φτιάξω το δικό μου.
Πιο κει, μια «πλούσια» οικογένεια. Οι νέοι έχουν στηρίξει στη γη ξύλινα δοκάρια, απ’ όπου κρέμασαν ψαθωτά πάνω που τα ονόμαζαν «εξωτερικούς τοίχους». Το ίδιο πανώ, χρησιμεύει και σαν στέγη. Ευτυχώς που βρέχει σπάνια!
Ένα είδος παραβάν χωρίζει τον εσωτερικό όγκο σε δύο δωμάτια: υπνοδωμάτιο, και καθιστικό.
Αυτοί οι άνθρωποι μέσα σε μια μέρα φτιάξανε το πιο πρωτόγονο το πιο απλό σπίτι, αυτό που ανταποκρίνεται με τον πιο άμεσο τρόπο στις άμεσες ανάγκες τους. Το σπίτι το πιο συγκλονιστικό!
Τι μάθημα σεμνότητας για έναν αρχιτέκτονα! Ασφαλώς αυτό το παράδειγμα δεν αντιπροσωπεύει ΤΗΝ λύση. Πρόκειται για μια πράξη απελπισμένη, που ξαναφέρνει στην επικαιρότητα ξεχασμένους ρόλους.
Είναι, όμως, την ίδια στιγμή μια πράξη πίστης και αγάπης.
Παραπέρα, άλλοι χτίστες, που ακτινοβολούν όλο δραστηριότητα.
Βλέποντας με , με τη φωτογραφική μηχανή μου ζητάνε απλοϊκά και μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο, να τους φωτογραφίσω.
Με ενθουσιασμό, ποζάρουν σοβαρά, μπροστά στο κτίσμα τους. Τους ρωτάω σε ποια διεύθυνση να στείλω την φωτογραφία.
Με αξιοπρέπεια, ο πατέρας μου λέει τη «διεύθυνση»:
– Κύριο Φερνλαντο Λοπέζ ύ Γκαρσία, Νέα Πόλις της Παμπλόνα, Λίμα Περού.
Είναι αλήθεια, μια πόλη έχει γεννηθεί, και η καρδιά της έχει αρχίσει να χτυπά!
Στην μέση αυτού του τεράστιου εργοταξίου, έχουν έρθει πλανόδιοι έμποροι. Ήρθαν να πουλήσουν τα φτωχά τους προϊόντα «κατ’ οίκον».
Σε μια νύχτα, κατασκευάστηκε μια ξύλινη καλύβα. Στην είσοδο μια κακογραμμένη επιγραφή: «Μπαρ – Ρεστωράν».
Ένα παλιό καμιόνι γεμάτο σανίδες, τούβλα και υλικά από κατεδαφίσεις, γράφει: «Υλικά Οικοδομών».
Υλικά για μια αρχιτεκτονικά απίστευτη μαεστρία, εκπληκτικής αποτελεσματικότητας!
Έτσι εμφανίστηκε το πρώτο «Εμπόριο».
Ήμουν αναγκασμένος να φύγω. Ο Gustavo έμεινε. Του ζήτησα να με κρατάει ενήμερο να μου στέλνει φωτογραφίες. Επιστρέφοντας στο Παρίσι ανέλυσα το πρόβλημα της Λίμα, μαζί με τους φοιτητές μου της U.P.6. Τους έδειξα διαφάνειες.
Μαζί ψάξαμε για λύσεις. Για πολύν καιρό. Μάτια. Τι να κάνουμε, πώς να κάνουμε, ώστε να δώσουμε στον καθένα ένα σπίτι που σέβεται τον άνθρωπο:
Είναι μια ουτοπία! Είναι αδύνατον!
Κι όμως θυμάμαι ένα σύνθημα που ήταν σ’ όλα τα στόματα τον Μάη του 68:
«Είναι αδύνατον, άρα το έκαναν!»
από τότε δεκάδες μαθητών μου, αρχιτέκτονες, φύγανε για να δουλέψουν σε παραγκουπόλεις ολόκληρου του κόσμου.
Ίσως αυτοί μπορέσουν να δουν, αυτό που εγώ και γενιά μου δεν μπορέσαμε να οσφρανθούμε. Εύχομαι ν’ αγγίξουν το βάθος της αλήθειας, το βάθος της δουλειάς μας.
Ίσως αυτοί οι υπέροχοι τρελοί της παραγκούπολης της Παμπλόνα να είναι το είδος που θα κατακτήσει το Αδύνατον.
Ο Gustavo κράτησε την υπόσχεση του. Λίγο καιρό αργότερα, έμαθα ότι η Περουβιανή διοίκηση με την πρόφαση ότι εγγυάται την τάξη, την ασφάλεια, ότι φέρνει συλλογική βοήθεια εγκατασταίνοντας νερό, ηλεκτρισμό και αποχέτευση, απέσπασε σιγά – σιγά τις πρωτοβουλίες και τον ενθουσιασμό απ’ τους κατοίκους καταστρέφοντας την ανθρώπινη αλληλεγγύη, εισάγοντας την αδιαφορία και την μοιρολατρεία.
Είχε σκοτώσει το βασικό: την «ανθρώπινη κοινότητα» το ίδιο το πνεύμα της πόλης.
Η Παμπλόνα αργά – αργά έπεσε στην αφάνεια στην μιζέρια του ωκεανού των παραγκουπόλεων που κυκλώνουν την πρωτεύουσα.
Πήρα το άρθρο από μια εφημερίδα της Λίμα που ανακοίνωνε θριαμβευτικά: «Calma Rena a Pamplona»
Η «γαλήνη» βασιλεύει στην Παμπλόνα!
Δεν ξαναγύρισα. Δεν υπήρχε λόγος
Καμιά φορά κοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες που τράβηξα στις ηρωικές στιγμές της «εισβολής».
Η οικογένεια του κυρίου Φερνάντου Λοπέζ ύ Γκαρσία, δεν θα πάρει ποτέ την οικογενειακή φωτογραφία, που τους υποσχέθηκα τις φωτεινές μέρες της νίκης και της ελπίδας.
Η οικογένεια Γκαρσία δεν βρήκε την ταυτότητα της.
Και η «Νέα Πόλη» της Παμπλόνα, εξαφανίστηκε σαν όνειρο.
Αλλά η φωτογραφία, η συγκλωνιστικότερη που έχω είναι εκείνη ενός ταπεινού μνημείου που τόφτιαξαν τα παιδιά, ένα μικρό ανθισμένο ανάχωμα, τριγυρισμένο από λίγες πέτρες.
Είναι εκεί που ένα παιδί οχτώ χρονών σκοτώθηκε απ’ την αστυνομία λίγο πριν σταματήσουν οι συγκρούσεις, καθώς ξημέρωνε η νύχτα της «εισβολής».
Ταπεινό μνημείο και ιερό ενός φτωχού μικρού μάρτυρα, που θυσιάστηκε για να μπορέσουν οι άλλοι να ζήσουν.