Τα πρώτα συμπτώματα μιας περιβαντολογικής κρίσης στον Ελληνικό Χώρο άρχισαν να εκδηλώνονται το 1960 στις τότε συγκεντρωμένες βιομηχανικές περιοχές της Ελευσίνας, της Δραπετσώνας και του Πειραιά.
Η ραγδαία και Χωροταξική απρογραμμάτιστη, ασυντόνιστη και ουσιαστικά ανεξέλεγκτη βιομηχανική και τουριστική ανάπτυξη από το 1960 και μετά μαζί με την πληθυσμιακή αύξηση και τις δραστηριότητες που την συνόδευαν αποτελούν τις βασικές πηγές υποβαθμίσεως, σε μερικές δε περιπτώσεις της καταστροφής του ελληνικού περιβάλλοντος. Στο παρακάτω κείμενο δεν θα προχωρήσουμε σε διαμάχες επιστημονικού επιπέδου που αφορούν π.χ. τον βαθμό υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος από ορισμένα στοιχεία ή τις συνέπειες που έχουν μερικές αλυσιδωτές αντιδράσεις σε οικολογικά συστήματα, αλλά θα παραμείνουμε σε γενικούς ορισμούς, αρχές και στόχους, κάνοντας μια εισαγωγή σ’ ένα τομέα που ενδιαφέρει σοβαρά τον Ελληνικό χώρο. Όταν μιλάμε για περιβάλλον εννοούμε το φυσικό περιβάλλον και το πολιτιστικό ανθρωπογενές περιβάλλον. Στο φυσικό περιβάλλον υπάγονται: Οι εθνικοί δρυμώνες, τα αισθητικά δάση, οι υδροβιότοποι, τα τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους (χαρακτηρισμένη και μη) οι παραλίες (η θάλασσα), οι ποταμοί και οι λίμνες, οι ιαματικές πηγές και τα σπήλαια. Στο δε πολιτιστικό περιβάλλον: Οι αρχαιολογικοί χώροι, τα νεώτερα μνημεία με τους παραδοσιακούς οικισμούς, τους πύργους, τα μοναστήρια, τις εκκλησίες και οι λαογραφικές εκδηλώσεις. Το περιβάλλον φυσικό και πολιτιστικό το εξετάζουμε από τη σκοπιά του τουρισμού. Έτσι τα επί μέρους στοιχεία που απαρτίζουν το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον αποτελούν παράλληλα και τις αντίστοιχες τουριστικές αξίες (πόρους). Λέμε τις αντίστοιχες, γιατί πέρα από τις αξίες που απαριθμήσαμε υπάρχουν κι άλλες βασικές τουριστικές αξίες όπως οι κλιματολογικές, που είναι καθοριστικές για την κάθε περιοχή και οι «τεχνικές» που διαμορφώνουν τα έργα υποδομής π.χ. προσπέλαση, λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμοι κλπ.
Κλιματολογικές και τεχνικές αξίες μπορούν παρ’ όλη τη θεσμολογική τους διαφορά να υποταχθούν στις ειδικές τουριστικές αξίες.
Η αξιοποίηση όλων των παραπάνω τουριστικών αξιών σε σχέση με την τουριστική πολιτική που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γενικότερης πολιτικής του τόπου και της οικονομίας του δεν θα μας απασχολήσει. Αυτό όπως που πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε είναι ότι, η έννοια της προστασίας των τουριστικών αξιών δεν είναι έννοια περιορισμένη αλλά έννοια με προεκτάσεις ουσιαστικές και κατά συνέπεια γενικότερης ισχύος. Μιλώντας έτσι για τουριστικές αξίες μιλάμε για γενικότερης μορφής περιβαντολλογικές αξίες, η προστασία των οποίων είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για τον τουρισμό, αλλά για ολόκληρη τη χώρα και τους κατοίκους της.
Προτού μπούμε στην επεξήγηση της έννοιας της προστασίας και της αναπτύξεως θα αναφερθούμε σύντομα στον τουρισμό.
Κάτω από την έννοια του τουρισμού καταλαβαίνουμε καταρχήν τις 3 βασικές κατηγορίες του τουρισμού και συγκεκριμένα:
– Τον επιχειρησιακό (επαγγελματικό) τουρισμό και τον τουρισμό των συνεδρίων.
– Τον θεραπευτικό τουρισμό και
– Τον τουρισμό αναψυχής, που με τη σειρά του υποδιαιρείται σε δύο κύριες ομάδες:
(α) Στον τουρισμό πολυτελείας ή ατομικό τουρισμό και
(β) Στον κοινωνικό ή μαζικό τουρισμό.
Οι 3 βασικές αυτές κατηγορίες του τουρισμού και ιδιαίτερα ο θεραπευτικός τουρισμός αναψυχής (εν μέρει ο τουρισμός συνεδρίων και λιγότερο ο επιχειρησιακός τουρισμός) προϋποθέτουν την ύπαρξη ορισμένων τουριστικών αξιών, που έχουν κατά κύριο λόγο άμεση σχέση με τη δομή του φυσικού περιβάλλοντος και το κλίμα.
Με άλλα λόγια η κάθε κατηγορία τουρισμού καθορίζει ένα διαφορετικό πλαίσιο και ένα διαφορετικό βαθμό περιβαντολλογικής προστασίας.
Η παραπάνω γενική εικόνα του τουρισμού επιδέχεται την συμπληρωματική διευκρίνιση, πως όταν μιλάμε για τουρισμό δεν εννοούμε απλώς τον ξένο τουρίστα αλλά και τον εγχώριο, με όλες τις προεκτάσεις του προβλήματος.
Γίνεται λοιπόν φανερό το πλήθος των παραγόντων δηλ. 1) των τουριστικών αξιών από τις οποίες εξαρτάται ο τουρισμός γενικά και η τουριστική μορφή αναπτύξεως ειδικότερα και 2) των τομέων δραστηριότητας οικονομικό, εμπορικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό, στους οποίους άμεσα η έμμεσα σε μικρό ή μεγάλο βαθμό συμμετέχει ο τουρισμός.
Πέρα από την οικονομική και λοιπές διατάσεις του προβλήματος που αναφέραμε η υποβάθμιση (ρύπανση και μόλυνση) του περιβάλλοντος φυσικού και πολιτιστικού έχει επιζήμιες επιπτώσεις:
– Στους ζώντες οργανισμούς
– Στην ανθρώπινη ζωή και
– Στις αισθήσεις
Δημιουργώντας έτσι προβλήματα συντηρήσεως της φύσεως και των φυσικών αποθεμάτων, προβλήματα υγείας σωματικής και ψυχικής όπως και αισθητικά προβλήματα.
Σχετικά με την υγεία είναι ανάγκη να τονίσουμε σ’ αυτή τη θέση δύο ποσοστιαίους αριθμούς που έγιναν γνωστοί στην αρχή του 1977 για τη βιομηχανική περιοχή της Ελευσίνας όπου η μεν θνησιμότητα ήτανε αυξημένη κατά 30% η δε νοσηρότητα κατά 70% συγκρινόμενοι η κάθε μια με τους αντίστοιχους μέσους όρους όλης της χώρας.
Αλλεργίες, αναπνευστικές δυσχέρειες, πνευμονία, σοβαροί ερεθισμοί καρδιακές ασθένειες, καρκίνος των πνευμόνων και παθήσεις του νευρικού συστήματος είναι οι πιο συνήθεις επιδράσεις των αερομεταφορών σωματιδίων (ρύπανση της ατμόσφαιρας) στην υγεία του ανθρώπου. Πέρα από τις αρνητικές αυτές επιπτώσεις της αλλοίωσης του αέρα είτε αυτή προέρχεται από επιφανειακή τριβή, εξάτμιση είτε απλή καύση, πολλές είναι και οι ασθένειες και χρόνιες παθήσεις που μπορεί να προκαλέσει η ρύπανση – μόλυνση των νερών στους ποταμούς λίμνες και στη θάλασσα με τα βιομηχανικά απόβλητα (φυσικής, χημικής, βιολογικής ή και μικτής δράσης) και τα αστικά λύματα (βασικά βιολογικής δράσης).
Στην υποβάθμιση της ατμόσφαιρας και των νερών έρχεται να προστεθεί και η ρύπανση- μόλυνση του εδάφους που προέρχεται από τα μολυσμένα αστικά και βιομηχανικά απορρίμματα, όπως και από τις χημικές μολύνσεις που προκαλούν τα διάφορα ζιζανιοκτόνα, μυκητοκτόνα και εντομοκτόνα.
Θα πρέπει επίσης ν’ αναφερθούμε και στις επιδράσεις της ηχητικής ρύπανσης με τους βιομηχανικούς θορύβους της κυκλοφορίας και των αεροπλάνων όπως και τους λοιπούς αστικούς θορύβους. Θα ήτανε τελικά μια σοβαρή παράλειψη αν δεν εξετάζαμε και την αντιληπτική ρύπανση (αισθητική) του περιβάλλοντος ιδιαίτερα του ανθρωπογενούς, του δομημένου, που η συνεχής του υποβάθμιση είναι μια από τις κύριες αιτίες ψυχοπαθολογικών διαταραχών, επιθετικής συμπεριφοράς, εγκληματικότητας, διαρκούς δυσαρέσκειας, απαισιοδοξίας, αδράνειας, σεξουαλικής ανωμαλίας και κοινωνικής απομόνωσης.
Γίνεται λοιπόν φανερό πως όσο περισσότερο υποβαθμισμένο είναι το περιβάλλον τόσο περισσότεροι οι κίνδυνοι για την υγεία του ανθρώπου και λιγότερες οι πιθανότητες αναπτύξεως του τουρισμού, ιδιαίτερα του θεραπευτικού τουρισμού και του τουρισμού αναψυχής.
Πολλά είναι τα περιθώρια μιας προγραμματισμένης και ορθολογικής τουριστικής ανάπτυξης στον Ελληνικό Χώρο.
Όσο όμως αυτή η ανάπτυξη θα βασίζεται στην αρχή της «αντί πάσης θυσίας αναπτύξεως» και θα συνεχίζει να πορεύεται χωρίς την ύπαρξη ενός έστω κατευθυντήριου, χωροταξικού το αποτέλεσμα θα είναι με μαθηματική ακρίβεια όχι απλώς αντιευεργετικό αλλά και καταστρεπτικό για όλη την Ελλάδα.
Η αρχή της «αντί πάσης θυσίας αναπτύξεως» πρέπει ν’ αντικατασταθεί από την αρχή «της ανθρώπινης διαβίωσης».
Η επεξεργασία και νομοθετική κατοχύρωση ενός κατευθυντήριου χωροταξικού θα δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις μιας ορθολογικής αναπτύξεως και δικαιότερη κατανομής του εθνικού εισοδήματος, θα εξασφαλίζει μια υγιεινή διαβίωση (σωματική και ψυχική) και θα εγγυάται την ελληνικότατη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αυτής της Χώρας.
Στην Ελλάδα έχουμε σήμερα μια σοβαρή υποβαθμισμένη χλωρίδα και πανίδα, μια εξ ίσου σοβαρά υποβαθμισμένη ζώσα φύση και μια σε πολλά σημεία ανησυχητικά κακοποιημένη εθνική-πολιτιστική κληρονομιά. Και αυτό παρ’ όλη την ύπαρξη εγκυκλίων, υπουργικών αποφάσεων, προεδρικών διαταγμάτων και αυτού του ίδιου του άρθρου 24 του Συντάγματος κατά το οποίο «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού Περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Το Κράτος υποχρεούται να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα προς διαφύλαξη αυτού».
Η σημερινή κατάσταση και οι προοπτικές που διαγράφονται στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος από πλευράς πολιτείας γενικά και του ΕΟΤ ειδικότερα θα μας απασχολήσει σε συνέχεια.
Όπως ήδη αναφέραμε οι πρώτες ενδείξεις μιας περιβαντολλογικής κρίσης στον Ελληνικό Χώρο άρχισαν να γίνονται αντιληπτές, από το 1960.
Σήμερα μετά από 17-18 ολόκληρα χρόνια και παρ’ όλη την ραγδαία βιομηχανική, τουριστική και οικιστική ανάπτυξη, γεγονός και όχι απλή ένδειξη που θάπρεπε να είχε ληφθεί σοβαρά άποψη, ξεκινάει τώρα δειλά η οργάνωση υπηρεσιών για την προστασία του περιβάλλοντος.
Και για όποιον καλοπροαίρετα πιστεύει στην παροιμία «κάλλιο αργά παρά ποτέ» ακόμη και αυτό το αποτέλεσμα είναι φυσικά κάτι. Για όποιον όμως γνωρίζει τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες προσπαθούν να ορθοποδήσουν σήμερα όλες αυτές οι Υπηρεσίες καταλαβαίνει ότι οι πιθανότητες επιτυχίας τους είναι πολύ λίγες.
Οι λόγοι είναι βασικά δύο:
1ον – Η ανυπαρξία μιας προγραμματισμένης κυβερνητικής πολιτικής προστασίας.
2ον – Η ελλειπής πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού που άρχισε να ενδιαφέρεται πλατύτερα στην Ελλάδα μετά το 1972, ημερομηνία που συμπίπτει με την 1η διεθνή διάσκεψη της Στοκχόλμης για το ανθρώπινο περιβάλλον.
Η δραστηριοποίηση του καθημερινού τύπου, η κινητοποίηση του κοινού και η επίσημη θέση της πολιτείας σε ορισμένες περιπτώσεις όπως αυτή: του τ. Υπουργού Πολιτισμού ο οποίος σε επερώτηση Βουλευτού δηλώνει (το 19-75) ότι οι ιδρυόμενες νέες βιομηχανίες δεν είναι δυνατόν πλέον να αποτελούν μόνο κερδοσκοπικές επιχειρήσεις αλλά να ωφελούν και το κοινωνικό σύνολο…να συμβάλλουν στην δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος και να λαμβάνουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ώστε να αποφεύγεται από κάθε άποψη η υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Του Υπουργού Βιομηχανίας και Ενέργειας που η κατάρτιση νομοσχεδίων για την προστασία του περιβάλλοντος αποτέλεσε μια από τις πρώτες φροντίδες του αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του (1977/78).
Του Πρωθυπουργού της Χώρας που παραμονή Πρωτοχρονιάς 1978 διαγγέλλει μεταξύ άλλων πως θα πρέπει «…να εντείνουμε τις προσπάθειες μας στον κοινωνικό τομέα». (Το ότι στα πλαίσια του κοινωνικού τομέα υπάγονται και τα προβλήματα του περιβάλλοντος δεν χρειάζεται καμιά διευκρίνιση).
Του Προέδρου της Δημοκρατίας που διακηρύσσει στις 31/12/77 πως «…ένα καθαρό περιβάλλον είναι παιδεία».
Και του Γεν. Γραμματέα του Ε.Ο.Τ. ο οποίος σε πρόσφατη δήλωση του προς τους δημοσιογράφους δηλώνει μεταξύ άλλων: «…το κεφάλαιο του ελληνικού τουρισμού ήλιος και θάλασσα…».
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η δήλωση του πρώην Προέδρου της κοινής αγοράς κ. SICCO MANHOLT, ο οποίος στο θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος χαρακτηριστικά τονίζει ότι ο κόσμος πρέπει να επανετρέξει από την αναπτυξιακή κοινωνία στην κοινωνία επιβίωσης.
Τέλος θα ήτανε μια παράλειψη εάν δεν αναφερόμασταν και στο έργο της επιτροπής περιβάλλοντος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που με εγκύκλιο της δηλώνει κατηγορηματικά το 1972 ότι: «ο αγώνας ενάντια στην υποβάθμιση της φύσεως και του ανθρωπίνου περιβάλλοντος πρέπει να εμφανίζεται στην πρώτη σειρά του καταλόγου των οικονομικών και κοινωνικών στόχων της κοινότητας και των κρατών-μελών της».
Ολοκληρώνεται έτσι σε γενικές γραμμές η εικόνα της καταστάσεως στα πλαίσια της οποίας καλείται μεταξύ άλλων και ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού με τον νέο Οργανισμό ( Δεκέμβριος 1976) να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην προστασία των τουριστικών αξιών (πόρων) στον Ελληνικό Χώρο, στην προστασία του ελληνικού περιβάλλοντος γενικότερα και τούτο δίχως την παραμικρή μέχρι σήμερα νομική κατοχύρωση ακόμα και στις περιπτώσεις των περιοχών που έχουν χαρακτηρισθεί σαν «τουριστικοί τόποι». Γνωστή είναι σε όλους μας η μέχρι σήμερα όχι φιλική σχέση τουρισμού και περιβάλλοντος (τις περισσότερες τουλάχιστον φορές) και πολλά είναι τα δείγματα τουριστικής αρχιτεκτονικής που κακοποίησαν ανεπανόρθωτα τον Ελληνικό Χώρο. Σημαντική όμως είναι και η διαπίστωση της εξαρτησιακής σχέσεως του τουρισμού από ένα όχι υποβαθμισμένο περιβάλλον σε αντίθεση με την καταρχή «εχθρική» σχέση που υπάρχει π.χ. μεταξύ βιομηχανίας και περιβάλλοντος με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την υποβάθμιση του δευτέρου. Για τον τουρισμό και ιδιαίτερα για μια χώρα όπως η Ελλάδα, η προστασία περιβάλλοντος πρέπει να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την βιομηχανία οπουδήποτε αυτή τελικά επιβάλλεται αναγκαίο κακό. Βιομηχανικές αξίες (πόροι) που να οδηγούν στην προστασία του περιβάλλοντος δεν υπάρχουν. Οι περιβαντολλογικλες αξίες εδώ αποτελούν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως και όχι προστασίας.
Αυτή λοιπόν η σχέση τουρισμού και περιβάλλοντος, αυτή δηλαδή η υπαρξιακή εξάρτηση του τουρισμού και της αναπτύξεως του από ένα όχι υποβαθμισμένο περιβάλλον, κάνει ακόμη πιο επιτακτική την πλήρη ενεργοποίηση του τομέα της προστασίας στα πλαίσια του ΕΟΤ. Πολλά μπορεί να προσφέρει ο τομέας αυτός και τούτο όχι μόνο προς όφελος μιας ορθολογικής τουριστικής ανάπτυξης της χώρας. Το γεγονός ότι οι τουριστικές αξίες (πόροι) φυσικές, πολιτιστικές και ειδικές είναι παράλληλα περιβαντολλογικές αξίες γενικότερης σημασίας το επιβεβαιώνει. Δίλημμα προστασία ή τουριστική ανάπτυξη δεν θάπρεπε να υπάρχει γιατί απώτερος στόχος και των δύο φαινομενικά τόσο αντιφατικών εννοιών δεν μπορεί να είναι παρά η εξύψωση της ποιότητας ζωής του ανθρώπου στον χώρο του.