Συνοπτική απόδοση ομιλίας του Γενικού Γραμματέως του Ε.Ο.Τ. κ. Παν. Λαμπρία στο Συμπόσιο του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών με θέμα «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ» Δελφοί, Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 1978.
Στην αρχή ο ομιλητής υπογράμμισε το μέγεθος του προβλήματος, που αποτελεί το θέμα του Συμποσίου. Από σκοπιά οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική, είναι τεράστια είπε – η σημασία της προστασίας του τοπίου αλλ’ είναι επίσης τεράστια η δυσκολία πραγματώσεως της προστασίας αυτής κατά τρόπο που:
– αφ’ ενός να μην αντιφάσκει στη νομοτέλεια της εξελίξεως (σύμφυτης όχι μόνο με την ανθρώπινη φύση, αλλά και τη φύση στη ευρύτερη έννοια της) και,
– αφ’ ετέρου να είναι αποδεκτή από τις μεγάλες μάζες. Γιατί σε τελική ανάλυση οι μεγάλες μάζες όχι μόνο αποτελούν τον δέκτη αυτής της προστασίας, αλλά είναι και οι μόνες που μπορούν να εγγυηθούν την επίτευξη οποιουδήποτε προγράμματος προστασίας, οσοδήποτε τέλεια και αν έχει σχεδιασθεί.
Η δική μου συμβολή σ’ αυτήν την τόσο χρήσιμη συζήτηση θα περιορισθεί – τόνισε ο Γενικός Γραμματέας του Ε.Ο.Τ. – στην οριοθέτηση της προβληματικής της προστασίας του τοπίου σε συνάρτηση με ένα από τα πιο ιδιογενή, μαζικά φαινόμενα του δευτέρου ημίσεως του 20ου αιώνος: του τουρισμού. Όλοι παριστάμεθα μάρτυρες και σχεδόν όλοι μετέχουμε σ’ αυτήν τη αδιάκοπη και διαρκώς αυξανόμενη περιοδική μετακίνηση λαών από τον τόπο της κατοικίας και της εργασίας τους σε τόπους σχολής και αναψυχής. Η μετακίνηση παίρνει σ’ ωρισμένες τον χαρακτήρα επιδημίας ή συλλογικής μανίας. Δεν υπάρχει ένδειξη κάμψεως της ροπής αυτής. Το αντίθετο πιστοποιείται. Και παρ’ όλον τον διαφορισμό του ευρύτατου φαινομένου – σήμερα έχει ήδη αναπτυχθεί απέραντη ποικιλία μορφών τουρισμού, από τον βασικός ηλιοτροπικό ως τον αθλητικό, τον εκπαιδευτικό, ακόμη και τον θρησκευτικό τουρισμό – ή επιχειρησιακή οργάνωση και εκμετάλλευση αυτής της μετακινήσεως γίνεται με ομοιόμορφους κερδοσκοπικούς κανόνες στα επίπεδα μιας παγκόσμιας βιομηχανίας. Υπολογίζεται ότι σήμερα γύρω στα 250 εκατομμύρια άτομα αποτελούν τους πελάτες αυτής της βιομηχανίας και ότι αυξάνονται τόσο ραγδαία ώστε ο αριθμός τους μέχρι το 2000 θα έχει οπωσδήποτε υπερδιπλασιασθεί αν μη τριπλασιασθεί.
Τι επιδιώκει αυτή η πολύμορφη πελατεία; Κατά μίαν ξενόγλωσση λογοπαικτική διατύπωση, η συντριπτική πλειοψηφία του τουριστικού ρεύματος αναζητεί, συχνά ανομολόγητα, στις διακοπές τα τέσσερα «s» – sea, sun, sand and sex (θάλασσα, ήλιο άμμο και ερωτική περιπέτεια). Πολύ σοβαρότεροι άλλοι θεωρούν την τουριστική ροπή σαν μια μορφή «διαφυγής», από την ομοιομορφία της «κοινωνίας της αφθονίας», που εκτός από την τυποποίηση της υλικής ευμάρειας συνεπάγεται και το άγχος της καθημερινότητας. Είναι ωστόσο, αξιοσημείωτο – συνέχισε ο κ. Λαμπρίας – ότι το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας που ασχολείται αυτό το μαζικό φαινόμενο είναι οξύτατα επικριτική του τουρισμού. Και κατ’ ανάκλαση οι επικρίσεις γίνονται λίγο ως πολύ αποδεκτές από την κοινή γνώμη, που τείνει να διαμορφώσει, πάγια όσο και αβασάνιστα την εντύπωση, ότι ο τουρισμός είναι ένα κερδοφόρο μεν (και γι’ αυτό αναγκαίο) αλλ’ οπωσδήποτε παρείσακτο κακό. Έτσι ο τουρισμός επικρίνεται ως: εχθρός της αυθεντικότητας, της γνησιότητας ενός τόπου ως καταλύτης της πολιτιστικής ταυτότητας και της συνειδήσεως του λαού που κατοικεί στην τουριστική περιοχή ως συστηματικός καταστροφέας της ομορφιάς, της αισθητικής του χώρου και ακόμη, ως υποκινητής κοινωνικής δυσφορίας ή αναταραχής, γιατί προβάλλει ανάγλυφα την απόσταση μεταξύ των επιπέδων ζωής επισκεπτών και γηγενών.
Έφτασαν μάλιστα μερικοί στο σημείο, να θεωρήσουν τον τουρισμό σαν μια νέα μορφή (ή το υποκατάστατο) της αποικιοκρατίας, της εκμεταλλεύσεως δηλαδή από μέρους των αναπτυγμένων χωρών εις βάρος των υποανάπτυκτων – εκμεταλλεύσεως που συντελείται, όπως λέγουν, σήμερα όχι με την κατάληψη των εδαφών αλλά με την απομύζηση των ελευθέρων αγαθών τους. Σ’ αυτά όλα υπάρχουν – τόνισε ο κ. Λαμπρίας – σοβαρές και θεμελιωμένες σε αδιάσειστα στοιχεία απαντήσεις. Μάλιστα υπάρχουν μελέτες που ομιλούν για την «αθλιότητα της κριτικής» κατά του τουρισμού. Επισημαίνουν όχι μόνον ότι η κριτική αυτή είναι δογματική και αναπόδεικτη (εκφράζει δηλαδή χωρίς επιστημονική ανάλυση των δεδομένων ενός τόσο μεγάλου, τόσο πολυσύνθετου αλλά και τόσο δυναμικού φαινομένου τις προσωπικές προκαταλήψεις των επικριτών) αλλά και ότι ενώ εμφανίζεται ότι ασκείται από προοδευτική σκοπιά, στην πραγματικότητα απηχεί «αριστοκρατικές» και «ελιτίστικές» αντιλήψεις. Αρνούνται κατ’ ουσίαν στις χώρες που υστερούν το δικαίωμα να εκμεταλευθούν στο έπακρο και όπως αυτές νομίζουν τα αγαθά τους. Δεν είναι βέβαια αυτό το θέμα μας, θα έπρεπε όμως να λεχθή στις Κασσάνδρες του αντιτουρισμού ότι μια χώρα πρωτοπόρος στην οργάνωσητου τουρισμού υπήρξε η Ελβετία, χωρίς καθόλου η ενασχόληση της με τους ξένους επισκέπτες να εμποδίσει – το αντίθετο ακριβώς – να προχωρήσει στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο και τη θαυμαστή βιομηχανική ανάπτυξη. Εν πάση όμως περιπτώσει κοινωνικά φαινόμενα τέτοιας εκτάσεως και ρευστής συνθέσεως, ‘όπως ο τουρισμός, δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται με τόσην επιπολαιότητα – είτε με κατάρες είτε με ευλογίες – όταν η επιστημονική διερεύνηση τους ακόμα δεν έχει βρή τις σωστές μεθόδους μετρήσεως και εκτιμήσεως.
Θα ήταν πάντως στρουθοκαμηλισμός να ην παραδεχθούμε τα σημεία εκείνα της κριτικής κατά του τουρισμού, που εκ των πραγμάτων αποδεικνύονται, ανεξάρτητα από τις άλλες αγαθές ή δυσμενείς επιπτώσεις της τουριστικής δραστηριότητος ως συνόλου. Και πρέπει να εγκύψωμε στα σημεία αυτά γιατί μπορούμε με πρακτικά μέτρα να ανακόψουμε ή να περιστείλουμε τις βλαπτικές επενέργειες τους. Προπαντός όμως, είναι ανάγκη να αντιμετωπισθούν οι βλάβες αυτές γιατί μπορούν να διακινδυνεύσουν αυτή την ίδια την τουριστική ανάπτυξη, που ανεξάρτητα από όλες τις τυχόν επιφυλάξεις είναι αφ’ ενός η πιο άμεσα αποδοτική (σε σύγκριση με την επενδυμένη αξία)και αφ’ ετέρου έχει και τούτη την αγαθοποιό επίδραση: είναι η μόνη ταχεία αποκεντρωτική ανάπτυξη, που ανακόπτει αποτελεσματικά τον αστυκεντρισμό – τη ροπή δηλαδή που εμφανίζεται σ’ όλα τα σύγχρονα κράτη να εγκαταλείπεται η ύπαιθρος και να συγκεντρώνεται ο πληθυσμός στις μεγαλοπόλεις. Σε ωρισμένες χώρες (κι’ ανάμεσα σ’ αυτές είναι και η Ελλάς) η τουριστική ανάπτυξη μπορεί να χρησιμεύσει σαν λύση του προβλήματος, της σωστής δημογραφικής κατανομής του πληθυσμού.
Οι αναμφισβήτητες πάντως δυσμενείς επιπτώσεις του τουρισμού εμφανίζονται στο περιβάλλον. Και μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:
1. Η εντατική χρήση της φύσεως για τουριστική ανάπτυξη υποβαθμίζει το τοπίο, ανατρέπει την οικολογική ισορροπία, αλλοιώνει την εικόνα του, ρυπαίνει την περιοχή
2. Η πληθώρα τουριστικών οικοδομημάτων, κυρίως των ογκωδών, ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, τείνει να δημιουργήσει περιφερειακές μεγαλοπόλεις, ενώ ακριβώς η τουριστική ροπή είναι η έξοδος από το άγχος των μεγαλοπόλεων. (Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ορισμένες τουριστικά υπεραναπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης ή της Αμερικής εμφανίζεται πυκνότητα πληθυσμού 40.000 άτομα κατά τετρ. χλμ., δηλαδή πολύ μεγαλύτερη από τον μέσο όρο των αστικών κέντρων).
3. Τα κτίσματα που συνοδεύουν την τουριστική ανάπτυξη (εστιατόρια, αναψυκτήρια, μαρίνες λουτρικές εγκαταστάσεις) αν δεν είναι εναρμονισμένα με το φυσικό περιβάλλον επιτείνουν την προσβολή της αισθητικής του, ακόμη και όταν οι ξενοδοχειακές μονάδες είναι αρχιτεκτονικά άψογες.
4. Τέλος, το τοπίο υποβαθμίζεται, αλλοιώνεται ή και μερικές φορές καταστρέφεται από τα δημόσια έργα που αποτελούν την αναγκαία υποδομή της τουριστικής αναπτύξεως (νέοι δρόμοι προσπελάσεως, διανοίξεις, επιχωματώσεις, όρμοι, γέφυρες κλπ).
Πως μπορούν να αρθούν ή να περισταλούν οι δυσμενείς αυτές επιπτώσεις από την ανάπτυξη ενός κλάδου της εθνικής οικονομίας (που όμως αποδεικνύουν τα πρόσφατα στοιχεία ήλθε πρώτος από τους άλλους «άδηλους πόρους» και υπολογίζεται να εισφέρει εφέτος 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία της χώρας);
Εκτός από τα γενικότερα νομοθετικά και ειδικότερα διοικητικά μέτρα εναντίον της ρυπάνσεως, ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού εφαρμόζει μια πολιτική τουριστικής αναπτύξεως με δυο σκέλη αντιδράσεως στις βλαβερές συνέπειες που εξετέθησαν παραπάνω:
Πρώτον, με την προσπάθεια τονώσεως και ενισχύσεως του τουριστικού τουρισμού και την επίταση καθώς και την αποκέντρωση των πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ο εσωτερικός τουρισμός μπορεί πράγματι να απαμβλύνη τις δυσμενείς επενέργειες από τη συσσώρευση ξένων σ’ ορισμένες περιοχές και ν’ αποτελέσει ταυτόχρονα ισχυρό κίνητρο για τη δραστηριότητα της πολιτικής ταυτότητας ενός τόπου. Φέτος με τη διασπορά των ελληνικών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων σ’ όλη τη χώρα είχαμε αισιόδοξες ενδείξεις για τη σωστή ανταπόκριση των τοπικών πληθυσμών.
Δεύτερον, με το πρόγραμμα των οικισμών. Το φιλόδοξο αυτό πρόγραμμα, δαπανηρό σε μόχθο και χρήμα, διαπνέεται από το πνεύμα της εξυψώσεως της ποιότητος της ζωής στην σύγχρονη κοινωνία. Βέβαια οι αξιόλογοι προστασίας οικισμοί στην Ελλάδα έχουν καταμετρηθεί σε 2.238 και είναι φυσικά αδύνατο ο φορέας της προσπάθειας αυτής να είναι μόνο ο ΕΟΤ. Η προστατευτική επέμβαση του ΕΟΤ έχει την ακόλουθη πρακτική «φιλοσοφία»: Επιλέγει χαρακτηριστικές (ιδιαίτερου κάλλους και αρχιτεκτονικής σημασίας) περιπτώσεις κατά το δυνατόν σ’ όλα τα διαμερίσματα της χώρας, και επιχειρεί εκεί την «αναβίωση» τους.
Το πρόγραμμα του ΕΟΤ για τους παραδοσιακούς οικισμούς διακλαδώνεται προς τρεις κατευθύνσεις:
α) στο πρόγραμμα των ενοικιαζομένων δωματίων που ως τώρα έχει αποδώσει 10 χιλιάδες περίπου κλίνες μέσα σε αξιόλογα κτίσματα λαϊκής αρχιτεκτονικής εγκατεσπαρμένα σ’ όλη τη χώρα.
β) στο κατ’ εξοχήν πρόγραμμα «ανακατασκευής» παραδοσιακών οικισμών (στη Σαντορίνη, Μάνη, Χίο, Ζαγοροχώρια κ.α) για τη μετασκευή τους σε ξενοδοχεία, ξενώνες, μικρά μουσεία, χώρους εστιάσεως ή βιοτεχνίας κλπ. Μολονότι η απόδοση σε κλίνες είναι μικρή, η απήχηση της προσπάθειας αυτής είναι πολλαπλά ωφέλιμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ιδιώτες, επιχειρηματίες ή μη, εμπνεύσθηκαν π.χ. από την Οία της Σαντορίνης και κτίζουν κι’ αυτοί με σεβασμό και «μεράκι» για τη λαϊκή παράδοση. Στην Κέρκυρα μάλιστα επιχειρηματίας έκτισε εξ αρχής έναν ολόκληρο οικισμό (συγκεντρώνοντας θησαυρούς της λαϊκής κληρονομιάς) που αναβιώνει τη ζωή του προπερασμένου αιώνα με πολλή επιτυχία.
γ) στο πρόγραμμα ειδικής δανειοδοτήσεως και επιδοτήσεως για τη μετατροπή κτιρίων ειδικού αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος σε χώρους εστιάσεως και διαμονής (Ένας τέτοιος οικισμός στην Κρήτη πήρε εφέτος αξιόλογο βραβείο).
Πρέπει πάντως να τονισθεί ότι όλη προσπάθεια των παραδοσιακών οικισμών – που από πλευράς ΕΟΤ θα ενταθεί και θα επεκταθεί – δεν αποβλέπει τόσο σε άμεσα επιχειρησιακά οφέλη αλλά προπαντός σε «διδακτικά» αποτελέσματα. Και η βασική αρχή που διέπει την προσπάθεια δεν είναι η καθαρά μουσειακή (συντήρηση: conservation), ούτε πρωτευόντως αναπτυξιακή (development) αλλά ανανεωτική – δηλαδή αποβλέπει στην επανένταξη του παραδοσιακού αρχιτεκτονικού πλούτου της χώρας μαζί με τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρό του (την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» για να θυμηθούμε τον Ροΐδη) στη σημερινή ζωή ( rehabilitation). Γι’ αυτό οι συγκεκριμένες προσπάθειες γίνονται σήμερα μέσα στα πλαίσια και άλλων ευρύτερων μελετών (χωροταξικών, οικονομικών κλπ) και γι’ αυτό επίσης χρειάζεται να ενστερνισθούν το πρόγραμμα αυτό και άλλοι φορείς όχι μόνον εξουσίας και οικονομικών πόρων, αλλά και επιρροής στην κοινή γνώμη.
Ο Ε. Ο. Τ πιστεύει σήμερα – κατέληξε ο κ. Λαμπρίας – ότι με την πολιτική επεκτάσεως και σωστότερης κατανομής του τουριστικού ρεύματος οριζόντια και κάθετα (δηλαδή στο στον χώρο και στον χρόνο), την αναζωπύρωση του εσωτερικού τουρισμού, την αποκέντρωση των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και την προώθηση του προγράμματος των παραδοσιακών οικισμών, μπορεί η χώρα να ωφελείται, διαρκώς και πιο πολύ από τις αγαθές πλευρές του τουρισμού, περιορίζοντας στο ελάχιστο, αν μη αφανίζοντας όλως διόλου, τις δυσμενείς παρενέργειες. Προς την κατεύθυνση αυτήν η εποικοδομητική κριτική είναι πολύτιμη, ενώ οι αμελέτητες κασσανδρικές προφητείες (και προπαντός η ανεδαφική τοποθέτηση της «σωστής πίττας με τον χορτάτο σκύλο») όχι μόνο αρνούνται τη δυναμική ενός παγκόσμιου κοινωνικού φαινομένου αλλ’ ουσιαστικά παρεμποδίζουν την ορθολογική και δημοκρατική αξιοποίηση του.