1. Η σημερινή ασθένεια της πόλης δεν εκδηλώνονται μόνο στην συμφόρηση του κέντρου, στην μελαγχολία της περιφέρειας, στον σχηματισμό των αποκομένων, από την κοινωνική ζωή συνοικιών, στην ανεπάρκεια των κοινωνικών υπηρεσιών (από τους παιδικούς σταθμούς μέχρι τα πανεπιστήμια, από τις δημόσιες μεταφορές ως τα οδικά δίκτυα), μα αυτή η ασθένεια εισχωρεί αδιάλλακτα μέχρι το εσωτερικό των μικροτέρων κυττάρων που αποτελούν τον οργανισμό της δηλαδή την κατοικία. Εάν παρατηρήσουμε τις σημερινές κατοικίες ένας αρχαιολόγος θα διαπίστωνε αμέσως μέσα σε αυτές την ύπαρξη ενός και μοναδικού τρόπου ζωής, τον εφοδιασμό αυτών με ένα μεταβλητό αριθμό δωματίων τοποθετημένων γύρω από ένα μεγαλύτερο κοινό για όλους (που με την σειρά του είναι εξοπλισμένο με άλλους βοηθητικούς χώρους), θα παρατηρούσε τις διάφορες οικογενειακές καταστάσεις και συνθέσεις, που περιέχονται όμως πάντα στο ίδιο “Modello” δεν είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής μελέτης, δηλαδή η έκφραση και υλοποίηση αναγκαιοτήτων των ιδίων των κατοίκων, μα μια επιβολή χωρίς εναλλακτική λύση προερχόμενη από άλλους. Με αυτό τον τρόπο προσφέρεται το θέμα της διανομής σαν λυμένο προκαταβολικά, σαν ένα προϊόν κουλτούρας αναμφισβήτητο, παρεμποδίζεται δηλαδή η απαραίτητη σχέση μεταξύ αρχιτέκτονα – μελέτης – πολίτου (αν και αυτή ή σχέση δεν λύνει ολοκληρωτικά το πρόβλημα), απομονώνεται η τεχνική προσφορά (το πρώτο σκέλος της τριλογίας) και εγκαταλείπεται από αυτή η συνεχής έρευνα, μεταβάλλοντάς την με αυτόν τον τρόπο σε μια «άρθρωση» μέσα στον πολύπλοκο «κόσμο της παραγωγής». «Για να πάρει σχήμα στο μέλλον το πολεοδομικό τοπίο, πρέπει οι αρχιτέκτονες να παρουσιάσουν και να συγκρίνουν τις προτάσεις τους. Σκοπός της αρχιτεκτονικής είναι εκείνος του να δημιουργεί δυνατή την ζωή στο χώρο, μεταβάλλοντας το σε κατασκευασμένο περιβάλλον, και ο κόσμος που το χρησιμοποιεί έχει δικαίωμα να γνωρίζει με πόσους τρόπους μπορεί να γίνει αυτό. Με το να δίνουμε στο φως πρόσκαιρα τους διάφορους τρόπους κατασκευής δημιουργούμε μια σπουδαία προϋπόθεση , δια μέσου της οποίας οι ενδιαφερόμενοι πολίτες, μπορούν να λάβουν μέρος στις αποφάσεις, για την κατασκευή ενός μελλοντικού κατοικήσιμου περιβάλλοντος». (J. B. Bakema).
Είναι αναγκαίο λοιπόν το να γίνει ζήτημα διαμάχης και αμφισβήτησης, από την μια μεριά ο τρόπος προμήθειας κατοικιών στους πολίτες, και από την άλλη όλο το σύστημα της πόλης, βλέποντας αυτή από του σημείου της διανομής των κατοίκων και των σημείων εργασίας των κοινωνικών υπηρεσιών, των μεταφορών, του πολεοδομικού περιβάλλοντος, και όχι σαν οργανισμό ο οποίος ήταν και είναι λεία ενός πυρετού εξάπλωσης. Ακριβώς στην πορεία αυτού του πυρετού η παλιά έννοια ύπαρξης της πόλης σιγά-σιγά χάθηκε, με αποτέλεσμα, οι αιτίες της σημερινής λειτουργίας της να βρεθούν σε μεγάλο βαθμό προδομένες. Η πόλη πήρε την μορφή ενός παραγωγικού και εκμεταλλευτικού φαινομένου, μέσα στο οποίο η κατοικία έγινε πάνω απ’ όλα μια απαραίτητη ροή υλικού τροφοδοσίας του.
2. Η κατοικία δεν είναι κατασκευασμένη στα μέτρα κανενός. Ούτε για μια οικογένεια ούτε για ένα άτομο ούτε για μια ομάδα ατόμων. Αυτή είναι δοσμένη σε μια συνεχή ακόρεστη ζήτηση, σύμφωνα με μια απλοποίηση των αναγκαίων λειτουργιών ενός τρόπου ζωής ομοιόμορφου για όλους.
Δεν υπάρχει καμμια αμφιβολία ότι αυτή η κατοικία για την οποία μιλάμε, γεννήθηκε σαν επένδυση κεφαλαίου προορισμένο να παράγει κέρδος. Αυτή η κατοικία είναι η «κατοικία για νοίκιασμα» μεταμορφωμένη σε «κατοικία για πούλημα» όταν έγινε δυνατόν και περισσότερο συμφέρον να προσφέρεται σαν ιδιοκτησία. Παίρνει λοιπόν την μορφή ενός «τελειωμένου προϊόντος» μα όχι την μορφή ενός «καταναλωτικού αγαθού». Πράγματι ένα «καταναλωτικό αγαθό» για να έχει αυτό το χαρακτηρισμό πρέπει να είναι «λαϊκό», δηλαδή πρέπει να είναι ένα αντικείμενο της μάζας και για να γίνει αυτό πρέπει να προσφέρει την μεγαλύτερη δυνατή λειτουργικότητα σύγχρονα με την μεγαλύτερη δυνατή ευκολία απόκτησης από όλους. Είναι φανερό ότι όσο περισσότερο ένα προϊόν (που δεν μπορεί να μην είναι παρά βιομηχανικό) είναι διαδεδομένο μέσα στην μάζα, τόσο πιο συχνά πρέπει να ανανεώνεται, γιατί όσο μεγαλύτερη είναι η διάδοση του προϊόντος τόσο ταχύτερη είναι η «φθορά» του. Όταν όμως ξεχνιέται αυτή η σπουδαία αναγκαιότητα της αντικατάστασης και της συνεχούς ενημέρωσης του αντικειμένου (στην περίπτωσή μας αντικείμενο είναι η κατοικία) και το απολιθώνουμε υποχρεώνοντας το σε ένα «τύπο», δεν πετυχαίνουμε τίποτε άλλο παρά να το παγιδεύουμε σε μια μορφή ξεπερασμένη ιστορικά, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο μια κατασκευή ολοκληρωτικά ασύγχρονη και ακατάλληλη για τις σημερινές ανάγκες μας. Έτσι λοιπόν η κατοικία στερείται αυτής της «λαϊκότητας» δεν είναι ένα «καταναλωτικό αγαθό» μα ένα αγαθό διάρκειας όπως ο χρυσός, η γή. Δίνει την εντύπωση μιας σίγουρης επένδυσης, και κατά συνέπεια γίνεται μια βαθειά προσδοκία. Είναι επίσης ένα σπάνιο αγαθό, που είναι δυσκολότερο να το αποκτήσει αυτός ο οποίος έχει περισσότερη ανάγκη. Η αξία της στα μάτια αυτού που ποθεί να την αποκτήσει είναι τόσο ψηλά τουλάχιστον όσο η τιμή της. Η κατοικία είναι πάνω απ’όλα ένα προνόμιο, και μετά μια επένδυση. Η ιδιοκτησία του «σπιτικού» είναι ο φαινομενικός πλούτος σε ένα ορίζοντα φτώχειας, είναι ένας φτασμένος πολυπόθητος σκοπός.
3. Ο σημερινός «τύπος» κατοικίας δεν είναι καινούργιος, μα προέρχεται από μία σύμπτυξη του παλιού αρχοντικού, εκεί όπου κάθε χώρος ανταποκρινόταν σε μια ακριβή λειτουργία του τότε τρόπου ζωής. Αυτοί ακριβώς οι χώροι στο σημερινό σχήμα μίκρυναν και μεταφέρθηκαν όλοι στο ίδιο επίπεδο. Πράγματι το επίπεδο της γης (των υπηρετών και των βοηθητικών λειτουργιών) περιορίστηκε στην κουζίνα, το μπάνιο, την μικρή αποθήκη. Το πάτωμα των αρχόντων (πάντα σε επίπεδο ψιλότερο από εκείνο της γης) με τα σαλόνια και τα πολυάριθμα δωμάτια για την ανάπαυση και τον ύπνο, περιορίστηκαν στην «τραπεζαρία», το «σαλόνι», στα ελάχιστα υπνοδωμάτια, και τέλος το τελευταίο πάτωμα, προορισμένο τότε για τις κάμερες ύπνου των υπηρετών και για τις αποθήκες, μεταβλήθηκε στο δωματιάκι για την υπηρεσία (σπάνια υπάρχει), και στα εντοιχισμένα ντουλάπια.
Μα αυτή η διαδικασία της «σμίκρυνσης» αν και δίνει στην αρχή την εντύπωση του παράδοξου, γίνεται αμέσως παράλογη και αναχρονιστική αν σκεφτεί κανείς από τη μία μεριά ότι εφαρμόζεται στις μικροαστικές τις εργατικές και υπαλληλικές κατοικίες και από την άλλη τις ριζικές αλλαγές δια μέσου των αιώνων, του τρόπου ζωής, της νοοτροπίας, που επήλθαν με την κρίση του οικογενειακού θεσμού, την κοινωνική απελευθέρωση της γυναίκας, την πρόωρη ανάπτυξη των νέων, τον διαφορετικό τρόπο ζωής των ωρίμων και των ηλικιωμένων, την παντελή έλλειψη υπηρετικού προσωπικού. Δημιουργείται λοιπόν αυτόματα πρόβλημα διαβίωσης στο εσωτερικό της κατοικίας από τη στιγμή που η οικογενειακή ομάδα ξεφεύγει, έστω και στο ελάχιστο, από τον τύπο της «στερεότυπης οικογένειας». Η συγκατοίκηση π.χ. δύο υποομάδων οι οποίες διακρίνονται από μια διαφορά ηλικίας (ζευγάρι ηλικιωμένων γονέων και ζευγάρι νέων, ηλικιωμένος και ζευγάρι νέων με παιδί), εκφράζεται με την απόπειρα διαχώρισης της κατοικήσιμης μονάδας σε δύο άλλες υπομονάδες, που όμως στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η διαχώριση δεν είναι δυνατή, και η ανεξαρτησία των υποομάδων πραγματοποιείται μόνο στο χώρο των χωριστών υπνοδωματίων. Η κατοικία δεν έχει μελετηθεί για μια προσαρμογή στην συγκατοίκηση, και μπορούμε να πούμε ότι είναι αυτή (η συγκατοίκηση) που προσπαθεί να προσαρμοστεί. Με λίγα λόγια η κατοικία η οποία περιέχει δύο υποομάδες δεν είναι ο χώρος ανάπτυξης μιας ομαλής οικογενειακής ζωής, μα ένας χώρος ο οποίος περιμένει ανυπόμονα να ελευθερωθεί από ένα υπερβολικό νούμερο φιλοξενούμενων.
Στην περίπτωση που δεν παρουσιάζεται συγκατοίκηση, η κατοικία παίρνει την μορφή καταπίεσης η οποία εξασκείται επάνω στην γυναίκα. Εργαζόμενη ή όχι, ο ελεύθερος χρόνος της (και πάνω απ’ όλα εκείνος της Κυριακής) είναι αφιερωμένος στην φροντίδα της κατοικίας. Η γυναίκα φορτώνεται με το βάρος μιας ακερδούς εργασίας για τον απλό και μόνο λόγω του ότι είναι γυναίκα. Η κατοικία δίνει την εντύπωση ενός χώρου μέσα στον οποίο η γυναίκα είναι εξαναγκασμένη να υποδύεται ένα ρόλο ερμηνευμένο από την κοινωνία σαν μια υποχρέωση, μα όχι όμως αναγνωρισμένο σαν μια αληθινή εργασία. Έτσι αυτός ο χώρος τουλάχιστον για ένα μέλος της οικογένειας παίρνει την μορφή μιας ισόβιας φυλακής από την ψυχολογική πλευρά της προσωπικότητάς του. Όλη αυτή είναι μια κατάσταση που έχει μεταφερθεί μέσα από τους αιώνες, από την μορφή της γυναίκας του ‘ 800, της οποίας ο ρόλος μέσα στην κατοικία ήταν να διαχειρίζεται και να επιβλέπει τις εργασίες τις οποίες όμως εκτελούσε το προσωπικό μιας άλλης κατώτερης τάξης. Το κλείσιμο του καθιστικού στην καθημερινή ζωή της οικογένειας είναι μια άλλη παθολογική περίπτωση.
Η περιστασιακή χρήση του «σαλονιού» (του χώρου-σύμβολο) αποτελεί (παραβλέπουμε την νοοτροπία που προκαλεί τον αποκλεισμό αυτού του χώρου) μια σπατάλη, η οποία γίνεται αντιληπτή μόνο όταν σκεφτεί κανείς ότι είναι ένας αγορασμένος χώρος πληρωμένος με χρυσό και ότι μόνο αυτός ο λόγος αρκεί για να τον κάνει καθημερινά εκμεταλλεύσιμο, μέχρι και το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό. Κλείνοντας αυτό το θέμα μπορούμε να πούμε ότι η «μινιατουρισμένη» κατοικία γίνεται περισσότερο μικρή όταν η οικογένεια μεγαλώνει, και το αντίθετο μεγάλη όταν το ζευγάρι δεν είναι παντρεμένο ή είναι παντρεμένο χωρίς παιδιά, ή όταν τα παιδιά φεύγουν τελειωτικά, ή όταν ένα πρόσωπο ζει μόνο του. Το ζήτημα λοιπόν σε αυτό το σημείο δεν είναι εκείνο του να έχουμε αδιάκριτα κατοικίες μεγαλύτερες, μα διαφορετικούς «τύπους» για τις πραγματικές ανάγκες των κατοίκων στις διάφορες περιόδους της ζωής των.
4. Με την προοπτική μιας ευνοϊκής πολιτικής για την λαϊκή κατοικία (ερμηνευμένη αυτή σαν κοινωνική υπηρεσία), δεν θα πρέπει να ανατρέξουμε στα ισχύοντα σημερινά «φθαρμένα» πρότυπα τα οποία προορίζονται για ένα και μόνον «στερεότυπο» οικογενειακό πυρήνα, μα γίνεται αναγκαίος ο ορισμός μιας «τυπολογίας» σε σχέση με τις αλλαγές και τις μεταβλητές αυτού ακριβώς του «στερεότυπου». Αυτό πραγματοποιείται μόνο με τις δυνατότητες που προσφέρει το σχήμα ενός ελευθερωμένου πλάνου από τα εμπόδια υποστήριξης του σκελετού της κατασκευής, τα οποία με την σειρά τους ορίζουν την εσωτερική διανομή των χώρων. Η κατοικία προσαρμόζεται με αυτόν τον τρόπο στην αύξηση και στο γέρασμα της οικογένειας, και ο εξοπλισμός της γίνεται αναγκαστικά κινητός, μεταβλητός και σύνθετος. Έχοντας την δυνατότητα συγκέντρωσης των τεχνικών εγκαταστάσεων σε κεντρικές αρτηρίες (Σχήμα 1G) (ηλεκτρική, υδραυλική, αποχέτευση, θέρμανση κ.λ.), τα μέρη της κατοικίας που είναι συνδεδεμένα με αυτές (κουζίνα, μπάνιο κ.λ.), μπορούν να γίνουν ζώνες συμπαγείς προκατασκευασμένες (Σχήμα 2, 3) και τοποθετημένες σε οποιοδήποτε σημείο της κατοικίας αφήνοντας ολωσδιόλου ελεύθερους τους χώρους του καθιστικού και της ανάπαυσης. Αυτή η ευκολία συνδυασμένη με μια κατοικία «Dublex» δίνει την δυνατότητα οικοδόμων με μεγάλο βάθος και με εξωτερικούς τοίχους ολοκληρωτικά ελεύθερους για τον φυσικό φωτισμό (Σχ.1.).
Η διακόσμιση και ο εξοπλισμός πρέπει να ανταποκρίνονται σε μια σειρά κριτηρίων, όπως η μέγιστη χρήση, η ελάχιστη κατάληψη χώρου, και η δυνατότητα βιομηχανικής παραγωγής.
Λέγοντας «εξοπλισμό» εννοούμε:
α) Την κουζίνα – μπάνιο ή μπάνιο και κουζίνα ή χωριστά (σχημ. 1a)
β) Το γυάλινο τοίχο, με κινητά στοιχεία (Σχήμα 1b)
γ) Το πάτωμα (Σχήμα 1c)
δ) Την οροφή (Σχήμα 1d)
ε) Τους διαχωριστικούς τοίχους (Σχήμα 1e)
ζ) Τα ράφια ή τους εξοπλισμένους τοίχους (Σχήμα 1f – 4 – 5).
Αυτός ο εξοπλισμός πρέπει να έχει διαστάσεις κοινές σύμφωνα με μια μονάδα σύγκρισης παραδεκτή από όλους, δίνοντας την δυνατότητα στον αρχιτέκτονα να χρησιμοποιήσει προϊόντα διαφορετικών βιομηχανιών για μια πιο ελεύθερη αρχιτεκτονική σύνθεση.
5. Μια τυπολογία μελετημένη με τον τρόπο που ανέφερα (πολύ περιληπτικά) προηγουμένως, δεν αντιμετωπίζει μόνο τεχνικά και λειτουργικά προβλήματα ενός περιορισμένου χώρου, όπως το εσωτερικό μιας κατοικίας, μα είναι αναγκαίο να λάβουμε υπ’ όψη μας την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον τομέα των κατασκευών, γενικεύοντας με αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα. Πράγματι από την μια μεριά παρατηρείται μια προοδευτική ελάττωση των εργατικών χεριών του τομέα (ο οποίος αποτελεί την περισσότερο οπισθοδρομική μορφή παραγωγής), και από την άλλη η συνεχής αύξηση τιμών των οικοδομικών υλικών, οφειλόμενη στον συνδυασμό αύξησης του πληθωρισμού και «ιδιόρρυθμου» τρόπου παραγωγής και διάθεσης αυτών από τα μονοπώλια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες η επιτάχυνση της διαδικασίας για μια βιομηχανοποίηση της οικοδομικής, παίρνει την μορφή αναγκαστικής λύσης, με σκοπό την κατασκευή οικονομικών κατοικιών, δεδομένου ότι σε λίγο θα είναι αδύνατη η αγορά μιας κατοικίας όχι μόνο από τις πλατιές μάζες (ήδη είναι αδύνατον), μα επίσης και από τις μεσαίες τάξεις. Η βιομηχανοποίηση της οικοδομής είναι κατευθείαν συνάρτηση της οικονομικο-πολιτικής κατάστασης του κράτους μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. Είναι εύκολο να παρατηρήσουμε ότι η χρήση προκατασκευής (περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένη) είναι διαδεδομένη (και πολύ συχνά αποκλειστική) στις χώρες που είναι περισσότερο ανεπτυγμένες βιομηχανικά. Σε μερικά κράτη αυτή η τεχνική έχει δώσει αποτελέσματα υψηλής ποιότητας σε τέτοιο βαθμό που τα αποτελέσματα είναι ποιοτικά ανώτερα ακόμα και από τα αποτελέσματα που λαμβάνουμε με τις παραδοσιακές μεθόδους, ελέγχοντας επιπλέον ταυτόχρονα τους χρόνους και τις τιμές. Σε άλλες χώρες όμως ίδιες μέθοδοι αν και εφαρμοσμένες σε μεγάλη σκάλα μα χωρίς επιτηδειότητα στον έλεγχο της αρχιτεκτονικής μελέτης και παρακολούθησης, έδωσαν αποτελέσματα ασύγκριτης μελαγχολίας και μονοτονίας. (Αρκεί για παράδειγμα να γίνει μια σύγκριση μεταξύ ενός γαλλικού «Grand Ensemble» κατασκευασμένο με το σύστημα Balency, και του λονδινέζικου «Thamesmead» (Σχήμα 6) ενός από τα περισσότερα πετυχημένα οικοδομικά συγκροτήματα στο χώρο του Λονδίνου, κατασκευασμένο και αυτό με το ίδιο τεχνικό σύστημα). Η οργάνωση όμως ενός συστήματος βιομηχανοποίησης επιφέρει έξοδα επένδυσης τα οποία έχουν ανάγκη από μια αγορά με σταθερότητα ζήτησης. Αυτή η σταθερότητα είναι εξασφαλισμένη σε πολλά κράτη και σε μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες ενός πολυετούς κρατικού προγράμματος.
6. Όλα αυτά τα θέματα που με μεγάλη συντομία παραπάνω έθιξα, ερεθίζουν ένα προβληματισμό (που είναι εκείνος ο τωρινός) του τρόπου παραγωγής του αγαθού – κατοικία, του τρόπου πρότασης στους πολίτες του θέματος «κατοικείν», του τρόπου εφοδιασμού της κατοικίας, του τρόπου μετατροπής των αποτυχημένων εμπειριών σε εφόδια και πείρα για το μέλλον. Κλείνοντας μπορούμε να πούμε ότι είναι δυνατόν να γίνει μια αρχή επίλυσης όλων αυτών των προβλημάτων, μόνο από την στιγμή που η δυνατότητα του να κατοικεί κανείς είναι ερμηνευμένη και ανεγνωρισμένη σαν ένα δικαίωμα του πολίτη και είναι επιπλέον εγγυημένη Κοινωνικά.
(Στα σχήματα 9-10-11-12-13 εκτίθεται μέρος εργασίας του γράφοντας από ένα σύστημα προκατασκευής που προτάθηκε το 1974 (Ιταλία) για ένα χώρο προορισμένο για «λαϊκές» κατοικίες).