Το πρόβλημα της αντιφασκούσας εμπειρίας του Αστυακού Χώρου μεταξύ Ανδρών και Γυναικών (σαν κοινωνικών κατηγοριών), γίνεται αντιληπτό σαν πρόβλημα, απ’ την στιγμή που μια ακόμα Σχέση Εξουσίας – ως τώρα θεωρούμενη λίγο πολύ «φυσική» – τίθεται υπό αμφισβήτηση. Πρόκειται για την Σχέση Εξουσίας (ιεραρχικής εξάρτησης) μεταξύ των Φυλων – σαν κοινωνικών κατηγοριών.
Ο Αστυακός Χώρος (η πραγματικότητα της πόλης, σαν κοινωνικού – πολιτιστικού – οικονομικού συμπλέγματος), αρχίζει να γίνεται στόχος διεκδίκησης από την μεριά των γυναικών, από την – ιστορική – στιγμή, που αυτές αμφισβητούν την παραδοσιακή θέση υποτέλειας, που τους έχει επιβληθεί, μέσα στην Οικογένεια (σαν κοινωνικό θεσμό). Πρόκειται δηλαδή για ένα θεμελιώδες διώνυμο: Γυναίκα (Οικογένεια – Εσωτερικό – Ιδιωτικό) αφ’ενός, και : Άντρας (Κοινωνία – Εξωτερικό – Δημόσιο) αφ’ετέρου. Οι δύο πόλοι αυτού του διωνύμου συσχετίζονται μεταξύ τους, μ’ έναν διαλεκτικά εξελισσόμενο τρόπο. Αλλαγές στον έναν απ’ τους δύο πόλους, επηρεάζουν – άμεσα ή έμμεσα – τον άλλον.
Αυτοί οι δύο πόλοι δεν είναι διαφορετικοί και ισότιμοι, αλλά διαφορετικοί και άνισοι – ανήκουν δηλ. και οι δύο στην ίδια πυραμίδα ιεραρχήσεων. Αντίθετα με την άποψη που αναλύει την Κοινωνία σε ισότιμες, ποσοτικά απλώς διαφοροποιούμενες Ομάδες (κυρίως Αγγλοσαξωνικής και Αμερικανικής Καταγωγής έρευνα, χαρακτηριζόμενη από θετικιστικό ψυχολογισμό) βλέπω την οικογένεια όχι σαν ομάδα, αλλά σαν θεσμό που εξασκεί στο εσωτερικό του εξουσία, την οποία και αναπαράγει κοινωνικά. Οι μεταξύ των μελών τις αναπτυσσόμενες σχέσεις, έχουν πολύ μεγαλύτερη σχέση με την Κοινωνιολογία και την Οικονομία, παρά με την Ψυχολογία, τουλάχιστον στον βαθμό που μας ενδιαφέρει όχι μόνο η ανάλυση αλλά και η λύση των κρίσεων (προς άλλες κρίσεις φυσικά, ανωτέρου ή άλλου επιπέδου).
Αυτή η διαλεκτική εξέλιξη Οικογένεια – Κοινωνία (σαν διαφορετικών επιπέδων της ίδιας πραγματικότητας) βασίζεται σύμφωνα με την Μαρξική ανάλυση, στην εξέλιξη των σχέσεων Παραγωγής. Εξέλιξη που προκαλεί την δημιουργία νέων διαδικασιών (ή ίσως και άλλων) συνειδητοποίησης εκ μέρους των ως τότε περιθωριακών στρωμάτων, καθώς αυτά εισέρχονται σε ανώτερα (πάντα μέσα στο καπιταλιστικό πρόγραμμα) επίπεδα κοινωνικής συμμετοχής. Τα περιθωριακά αυτά στρώματα μπορούν να ονομαστούν και μειονότητες, όχι με την ποσοτική, αλλά με την πολιτιστική έννοια (πιστεύω ότι για την κοινωνικήπραγματικότητα, είναι και η μόνη που ισχύει. Έτσι, οι Γυναίκες αποτελούν κοινωνική μειονότητα. Η αμφισβήτηση αυτής της πραγματικότητας – της υποτέλειας – σημαίνει την αμφισβήτηση του κυρίαρχου πολιτιστικού προτύπου, της κυρίαρχης γλώσσας. Το αστυακό πεδίο (φέρον – φερόμενο) αποτελεί ισχυρότατο μέσο επιβολής αυτής της κυρίαρχης κουλτούρας και αυτό με αναρίθμητους συνδυασμούς τρόπων, απ’ τους εμφανέστερους ως τους πιο δυσδιάκριτους (π.χ. Αστυακή αισθητική).
Η διεκδίκηση πεδίων Πραγματικότητας μέσα στην πόλη, απ’ την μεριά της κοινωνικής κατηγορίας – Γυναίκες – (ο συσχετισμός με την έννοια της Τάξης, παραμένει πρόβλημα) είναι ταυτόσημη με την διεκδίκηση της πόλης, σαν κοινωνικοπολιτιστικής διαδικασίας, κι ακόμα σωστότερα, σαν συνόλου διαδικασιών προσδιορισμών, και μη. Δηλαδή με την επιθυμία ολοκληρωμένης συμμετοχής, όχι μόνο μέσα στους καθιερωμένους κανόνες, αλλά (κι εδώ εισέρχεται η έννοια του Άλλου: η ιστορική σημασία δηλ. αυτής της διεκδίκησης) με ελευθερία και δυνατότητα αμφισβήτησης και αντικατάστασης των ίδιων των κανόνων του «Αστυακού Παιχνιδιού». Για την διατύπωση του Άλλου, προϋπόθεση – και ταυτόχρονη διαδικασία: ο αγώνας για διαμόρφωση ατομικών και κοινωνικών ταυτοτήτων (όπου το Άλλο, δεν περιορίζεται σε άλλο περιεχόμενο, αλλά είναι άρρηκτα δεμένο με άλληδιατύπωση).
Ένα πρώτο βήμα προς την Γυναικεία ταυτότητα, είναι να κατανοηθούν οι διαφορές, ως προς το κυρίαρχο κριτήριο (στην περίπτωση μας, την ανδρική εμπειρία της πόλης). Η επιθυμία και η προσπάθεια να κατανοηθούν και ναμιληθούν οι διαφορές (ατομικά, συλλογικά), συνιστούν το σημείο εκκίνησης αυτής της δημιουργούμενης αντίφασης – σύγκρουσης. Η οικειοποίηση*1 της πόλης αποτελεί βασική συνιστώσα αυτής της εξελικτικής διαδικασίας. «Οικειοποίηση» που κυμαίνεται από την παραδοχή μορφών ψεύδους οικειοποιήσεως (σαν κι αυτή που βιώνει το μέγιστο μέρος και του αρσενικού πληθυσμού, και που αποτελεί την πρόταση της Ταξικής κοινωνικής διάρθρωσης), ως τις «ουτοπίες» νέων περιεχομένων της έννοιας «Αστυακή οικειοποίηση» (θίξιμο του προβλήματος Εξουσία – Αυθεντία).
Πως αντιλαμβάνονται και πως βιώνουν οι Γυναίκες στον Αστυακό Χώρο;
Ποια είναι η δική τους (δικής μας) τρέχουσα πραγματικότητα, σαν Δημιουργών και σαν Χρηστών της Πόλης;
Το παρακάτω σχηματικό διάγραμμα, αναφερόμενο στο θεμελιώδες διώνυμο (Οικογένεια – Κοινωνία), βοηθάει στην κατανόηση της Γυναικείας Βίωσης της πόλης. Προσπαθώ, σ’αυτό το διάγραμμα να δείξω, ότι για τις Γυναίκες, ο (ψυχολογικός) χώρος, που δεν συνδέεται θετικά – Φυσικά ή / και Συμβολικά – μ’αυτόν του Σπιτιού, είναι Χώρος Ξένος, ή και Χειρότερα, χώρος εχθρικός, επικίνδυνος, (χωρίς να σημαίνει ότι αυτή η κατάσταση συνειδητοποιείται πάντα). Αν οι παραδοσιακές κοινωνίες (για λόγους Οικονομικούς – Ιστορικούς), μπορούσαν να παράσχουν τον κοινωνικό θεσμό της Γειτονιάς, δηλ. μια κλιμακωμένης προέκτασης της οικογενειακής ζωής με έντονα αισθητική και σεβαστή την Γυναικεία παρουσία (εδαφοκυριαρχία;), η σημερινή κοινωνική δομή έχει καταστρέψει αυτά τα «γυναικεία χωροδίκτυα»*2, χωρίς να τα’ χει αντικαταστήσει με κάτι άλλο. Αν η Ολική Χωρική Εμπειρία (για τις γυναίκες, καθώς και για τους άντρες), βασίζεται στην αρθρομένη αντίθεση μεταξύ οικειοποιημένων και μη, χωρών, δηλαδή μεταξύ ψυχολογικών «Μέσα» και «Έξω», φαίνεται περισσότερο από πιθανό, ότι για τις Γυναίκες (σαν κοινωνικοπολιτιστική μειονότητα), αυτή η Ολική Χωρική Εμπειρία, βασίζεται σε συνέχειες «Μέσα» χωρών, που συμπίπτουν περιοριστικά μεΟικιακούς Χώρους (σπίτια, παιδικές περιοχές, μαγαζιά, εκκλησίες). Χώρους ισχυρά συνδεδεμένους με τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο, και που αποτελούν, λιγότερο ή περισσότερο, απομονωμένες νησίδες μέσα στην αστυακή πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή – ακόμα και με όρους στενά γεωμετρικούς – γίνεται έτσι ένα ασυνεχές πεδίο, ένας χάρτης με μεγάλες ανεξέλεγκτες περιοχές, διασχιζόμενος από ισχνά δίκτυα χαμηλής πολυπλοκότητας, μεταξύ σημείων, κοινωνικά προκαθορισμένων. Η περιπέτεια της πόλης (η μη προκαθορισμένη σχέση, το απροσδόκητο) καθίσταται πολύ δύσκολη ή και αδύνατη. Πολύ πριν την αντίληψη του Le Corbusier, για τον δρόμο σαν συνδετικό διάδρομο μεταξύ δύο σημείων (αντίληψη αντίθετη προς τον παραδοσιακό ή ουτοπικό δρόμο – ολοκληρωμένη επικοινωνιακή πραγματικότητα, και άξια καθ’ευατήν), ο δρόμος ήταν και είναι για τις γυναίκες μιααναπόφευκτη γραμμή, που συνδέει με τον συντομώτερο και ασφαλέστερο τρόπο, δύο Οικειοποιημένα (και Οικιακά, στην περίπτωση) σημεία*3. Κατά συνέπειαν, η ίδια πορεία μέσα στην πόλη από το σημείο Α στο σημείο Β, είναι μια διαφορετική πορεία για δύο τυπικά άτομα διαφορετικού φύλου. Διαφορετική αίσθηση χρόνου, διαφορετικά σημεία ψυχολογικής αγκίστρωσης ή απώθησης, διαφορετικά μηνύματα. Διαφορετικά όλα τούτα, αλλά όχι ισότιμα, μια και οι κανόνες επιβαλλόμενης κοινωνικής συμπεριφοράς είναι πολύ στενότεροι και σκληρότεροι για την Γυναίκα – σβήνοντας τις ατομικότητες, και επιβάλλοντας μονοδιάστατη συμπεριφορά. Έτσι η διαφορετικότητα της εμπειρίας της ίδιας φυσικής αστυακής πορείας ΑΒ, αναδεικνύει – πέρα απ’τα γνωστά Ταξικά Δίκτυα – και τα δίκτυα των Φυλών.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο, οι υποδιαιρέσεις και κλιμακώσεις τους, αρθρώνουν την πόλη (την πόλξη της Βίωσης, όχι του Σχεδιασμού). Παρ’ όλα αυτά, τα Δίκτυα των Φυλών, διατηρούν μια ορισμένη «ανεξαρτησία» απ’ τα Ταξικά Δίκτυα, τα οποία τέμνουν. Αν και τα σινιάλα της ανδρικής εδαφοκυριαρχίας – κατ’ ουδένα τρόπο βιολογικής προέλευσης – διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με το Ταξικό μήνυμα της κάθε Αστυακής περιοχής, δεν παύουν όμως να είναι πανταχού παρόντα. Τρομοκρατία αδιόρατη ή ωμή (κατά κοινωνική περιοχή) που σκοπό έχει όχι τόσο την εκδίωξη της Γυναίκας απ’ τον αστυακό χώρο, όσο την διασφάλιση της ιεραρχίας μέσα στην Οικογένεια(λειτουργεί και εδώ το βασικό διώνυμο). Η συνειδητή αμφισβήτηση αυτής της καταπιεστικής πραγματικότητας, θέτει σε κίνδυνο την «φυσική τάξη» των πραγμάτων, και αυτή η νέα κατάσταση ονομάζεται «συγκρουσιακή», με έμφαση στην ηθικολογική έννοια του όρου*4. Η κατάσταση είναι όντως συγκρουσιακή, λένε οι Γυναίκες αλλά με την κοινωνική έννοια. Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά – άμεσα συνδεόμενη με την κοινωνική λειτουργία της Γλώσσας (σαν του κατ’εξοχήν εργαλείου που μορφώνει συνείδηση). Αυτή η λειτουργία της Γλώσσας, είναι κατά την άποψή μου το βασικό υποβόσκον πρόβλημα, σ’ ολόκληρο το πεδίο των Χασμάτων, μεταξύ Πολεοδομικού Σχεδιασμού, Αρχιτεκτονικής και Κοινωνικών Τεχνικών (Social engineering) αφ’ενός, και Κοινωνικών Διαδικασιών, αφ’ετέρου. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει άλλο Χάσμα μεταξύ «αποφασιστών» (επιτελείων σχεδιασμού), και «χρηστών», πέρα απ’το χάσμα μεταξύ Εξουσιαζόντων και Εξουσιαζομένων. Συγκρουσιακές είναι οι σχέσεις εκείνες όπου μια ορισμένη γλώσσα) αμφισβητείται.
Αλλά τι συνιστά η “σύγκρουση” στο επίπεδο της αστιακής ζωής; Υποστηρίζω οτι συνιστά την ανώτατη ποιότητα της, την ουσία καθ’ ευατή της πολι-τικης ζωής
Έτσι, «Σύγκρουση» και «Επικοινωνία», μεταξύ αγωνιζόμενων προς ισοτιμία ατόμων και κατηγοριών (τάξεις, φύλα, ηλικίες, κ.λ.π.), αποτελούν οριακά, έννοιεςσυνώνυμες. Σύμφωνα μ’ αυτήν την οπτική, δεν μπορεί να υπάρξει Επικοινωνία χωρίς Σύγκρουση (μεταξύ διαφοροποιημένων ταυτοτήτων), και – πράγμα που είναι και πιο ενδιαφέρον – δεν μπορεί να υπάρξει (γνήσια) σύγκρουση, χωρίς επικοινωνία.
Το όνειρο μιας «ειρηνικής» κοινωνίας χωρίς διαφορές, χωρίς το απροσδόκητο, υπερπρογραμματισμένης και «λειτουργικής» (για ποιόν;) φαίνεται να καταδιώκει γενιές και σχολές ολόκληρες Σχεδιαστών και κοινωνιολόγων / Ψυχολόγων του περιβάλλοντος. Η σύγκρουση αντιμετωπίζεται σαν αρρώστια προς θεραπείαν, επιμελώς αποσυνδεμένη από κοινωνικές διαδικασίες, και το «ιδεώδες» θυμίζει ανησυχητικά τις προειδοποιήσεις του Orwell στο «1984». (Ας θυμηθούμε τα όσα γράφει για την «Νέα Ομιλία» αυτού του κοινωνικού εφιάλτη). Έτσι η ανάπτυξη της Σύγκρουσης μάλλον, παρά η κατασίγαση της, είναι μοναδική πιθανότητα ενάντια στοαληθινό χάσμα, που είναι και αυτό μεταξύ «Απόφασης» και «Χρήσης», ανάπτυξη που θα βασιστεί (και ήδη βασίζεται) σε ιδιαιτερότητες και σε διάφορες μάλλον, παρά σε ομοιότητες.(Η έννοια της ομοιότητας, τουλάχιστον με την σημερινή κοινωνική χρήση της, της χειραγώγησης μέσω τυποποίησης, είναι απλώς μια βιτρίνα που κρύβει παλιές ή καινούργιες Εξουσίες, που αυτοδιορίζονται πρότυπα σύγκρισης και ταξινόμησης.
Πως μιλάνε οι Γυναίκες την διαφορετική εμπειρία τους του αστυακού (κοινωνικού) χώρου;
Κατ’ αρχήν, οι γυναίκες δεν μιλάνε για την εμπειρία τους, στερούμενες κατάλληλη και ικανή γλώσσα, που θα μπορούσε να εννοιοποιήσει τα (ισχυρά) βιώματά τους, χωρίς να τα αλλοιώσει – μεταφράσει – αποδυναμώσει. Έτσι, όσο κι αν η διαφορετική εμπειρία είναι μια πραγματικότητα, το περισσότερο που μπορεί να γίνει τώρα προς την άρθρωση της, είναι απλώς ασύνδετα ψελλίσματα και παρατηρήσεις. Η απομόνωση των γυναικών μεταξύ τους (εξαιτίας της οικογενειακής δομής, και της ανταγωνιστικής σεξουαλικότητας – κοινωνικής – ) αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την δημιουργία κοινής γλώσσας, γλώσσας που να ξεπερνάει το επίπεδο των «προσωπικών δραμάτων», και που να μπορεί να εκφράσει – πέρα από αδιάρθρωτες εμπειρίες – και έννοιες αφηρημένες / κοινωνικοποιημένες, χωρίς παράλληλα να προσδιορίζει την μοναδικότητα της προσωπικής εμπειρίας. Το βασικό ως τώρα Μέσο Έκφρασης, που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες, τόσο στην Ιδιωτική όσο και στην Δημόσια σφαίρα, είναι αυτό της Μη Λεκτικής Επικοινωνίας (Non verbal communication). Εκφράσεις του προσώπου και του σώματος, ορισμένοι τυπικοί μορφασμοί, ντύσιμο, βάψιμο, ρυθμοί, μικροσυμπεριφορές, υπογράμμιση ορισμένων κοινωνικών και βιολογικών χαρακτηριστικών, και αποκάλυψη άλλων, μόνιμη αυτομείωση και αυτοκαταπίεση σε όλα τα επίπεδα. Όλες οι καθημερινές ασημαντότητες που συνιστούν τελικά ένα φάσμα υποτέλειας, και (καλοκρυμμένου) μίσους – συνήθως εκτονούμενο απέναντι σ’ άλλες γυναίκες / κοινωνικούς ανταγωνιστές.
Αυτές οι παράγλωσσες περνάνε γενικά απαρατήρητες – είναι «φυσικές» πια. Μέσα απ’την αποκωδικοποίηση τους, και την ενδεχόμενη «άλλη» χρήση τους, μπορεί να προσεγγιστεί η γυναικεία βίωση του αστυακού χώρου – σαν χώρου κοινωνικών σχέσεων. Στο αστυακό επίπεδο, αυτοί οι κώδικες συμπεριφοράς εκδηλώνονται με 1) παροχή του σεξουαλικού Zoning, στον αστυακό χώρο και χρόνο. 2) Αποδοχή της άποψης ότι βία, χυδαιότητα, αλλά και βιασμός, συμβαίνουν μόνο σε γυναίκες που «τα προκαλούν» (που γελοιοποιούν τον κυρίαρχο κώδικα), και συνεπώς δικαίως τιμωρούνται. 3) Αποδοχή της «φυσικότητας» αστυακών περιοχών πορνείας (το «πεζοδρόμιο» σαν δηλωτικό της σχέσης γυναίκα – πόλη). 4) Απέχθεια και φόβος μαζικών εκδηλώσεων και πλήθους, π.χ. διαδηλώσεις. 5) Ανοχή της βαρύτατης προσβολής που υφίσταται γενικά κάθε γυναίκα – ανεξάρτητα από τάξη και ηλικία -, μέσω της δημόσιας πορνογραφίας (διαφημίσεις, έντυπα, είσοδοι κινηματογράφων, κ.λ.π.) η οποία επιπλέον αυτοτιτλοφορείται «σεξουαλική πληροφόρηση». 6) Αποδοχή του κώδικα κυκλοφορίας και χρήσης της πόλης, στον βαθμό που είναι απαραίτητο και δικαιολογημένο απ’ τον Γυναικείο Ρόλο (μητέρες, νοικοκυρές, σεξουαλικά αντικείμενα).
«Αν ρωτήσουμε για οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας, την απλή ερώτηση: Τι είναι αυτό που επικοινωνείται; η απάντηση είναι : Πληροφορία απ’το κοινωνικό σύστημα. Οι ανταλλαγές που επικοινωνούνται συνιστούν το κοινωνικό σύστημα. Ας υποθέσουμε μια ευαισθητοποιημένη ανάδραση μεταξύ όλων των μερών, προς την Κοινωνική Ανταλλαγή. Το σώμα εκφράζει την κοινωνική κατάσταση σε μια δοσμένη στιγμή, ταυτόχρονα με μια ιδιαίτερη συνεισφορά σ’αυτήν την κατάσταση. Αναπόφευκτα, εφόσον το σώμα δηλώνει την κοινωνική δομή, δρα σαν Μέσο Επικοινωνίας, με το να γίνεται α) μια εικόνα της συνολικής κατάστασης, όπως προσλαμβάνεται απ’ το Υποκείμενο, και β) ο νόμιμος αγωγός των ανταλλαγών που συνιστούν (αυτήν την κοινωνική κατάσταση). Οι πιθανότητες για αλλαγή και εξέλιξη ανιχνεύονται αμέσως στις αυθόρμητες σωματικές αντιδράσεις, ακριβώς επειδή ερμηνεύονται σαν «διορθωτικά» μηνύματα, απ’ αυτούς που τα δέχονται. Μια αυθόρμητη – ανεξέλεγκτη – συνοφρύωση, η ένα «γελάκι», μπορούν αποτελεσματικά να βάλουν σε διαφορετικό κανάλι, όλες τις εν συνεχεία ανταλλαγές, μέσα σ’ ένα διαφορετικό σύνολο πορειών.
Στον ρόλο του σαν εικόνα της κοινωνίας, το σώμα έχει σαν βασική λειτουργία την έκφραση των σχέσεων του ατόμου προς την ομάδα. Αυτό συμβαίνει μέσα σε μια διάσταση οριζόμενη από τον ισχυρό ως τον χαλαρό έλεγχο, ανάλογα αν οι κοινωνικές απαιτήσεις είναι ισχυρές, χαλαρές, αποδεκτές, ή όχι. Απ’ την απόλυτη χαλάρωση ως τον απόλυτο αυτοέλεγχο, το σώμα διαθέτει ένα ευρύτερο φάσμα έκφρασης αυτής της κοινωνικής παραμέτρου» (…)*5
Απ’ αυτά τα Μη Λεκτικά Σημεία, πως μπορούμε να προσεγγίσουμε διαμόρφωση γλώσσας – προς ανάπτυξη Σύγκρουσης – Επικοινωνίας;
Για την Εξουσία, η Κοινωνία και ο Λόγος της, χωρίζονται σε δύο βασικά κομμάτια: στο ελεγχόμενο, και στο μη ελεγχόμενο. Απέναντι στην πιθανότητα μονίμων ή και προσωρινών συμμαχιών μεταξύ ατόμων ή / και κοινωνικών ομάδων / κατηγοριών (σήμερα ανιχνευόμενων στο μη απολύτως ελεγχόμενο κομμάτι), η Εξουσία (και με την έννοια του Authority – αυθεντία, αυταρχισμός) προσπαθεί να επιβάλλει ψεύτικες συγκολλήσεις (ψευδείς ενότητες), από πάνω προς τα κάτω, ποτισμένες με την δική της Λογική. Αυτές οι συγκολλήσεις σκοπό έχουν να διευρύνουν τον κατακτημένο χώρο, και να περιορίσουν το Απροσδόκητο.*6 Εργαλείο της ομογενοποίησης αυτής είναι η Γλώσσα (σαν κυρίαρχη φιλοσοφία και πρακτική). Η Εξουσία είναι διατεθειμένη να ικανοποιήσει μεγάλο βαθμό αιτημάτων, υπό την προϋπόθεση να παρουσιάζονται σαν τέτοια. (δηλ. μεταφρασμένα στην κυρίαρχη λογική του εμπορεύματος*7. Φοβούμενη τυχόν γνήσιες διαδικασίες επικοινωνίας μέσα στην κοινωνία, η Εξουσία (με το σύνολο των φορέων που διαθέτει προσπαθεί να βάλει στα δικά της κανάλια, κάθε πιθανή σύγκρουση – επικοινωνία, ώστε να την εξουδετερώσει. Το επιδιώκει με την προληπτική μέθοδο, μιλώντας την Σύγκρουση – Επικοινωνία, με την δική της Γλώσσα – δημιουργώντας δηλ. και επιβάλλοντας προκαθορισμένα νοητικά σχήματα. Εξάλλου, τα κανάλια κυκλοφορίας της «πληροφορίας» είναι στην διάθεση της εξουσίας (απ’ τα Μαζικά Μέσα, ως την «κοινή γνώμη» – κατώτατο κοινό παρανομαστή συμβατικότητας). Η συνειδητή αντίδραση προς αυτές τις ομογενοποιητικές διαδικασίες, αποτελεί την αφετηρία για την διαμόρφωση αυθεντικών γλωσσών, όπου οι ιδιαιτερότητες σαν ισότιμες διαφορές, διεκδικούν το δικαίωμα της κοινωνικοποίησής τους.
Στις ιδιαιτερότητες των Γυναικών, Παιδιών, Ομοφυλοφίλων, Έγχρωμων, Μεταναστών, κ.λ.π. (όλων δηλ. των πολιτιστικών μειονοτήτων απέναντι στο κυρίαρχο μοντέλο του Λευκού Παραγωγικού Άντρα), έχει απαγορευτεί η έκφραση και η κοινωνικοποίηση απ’ αυτόν τον «Κλειστό Λόγο»*8, απορρίπτοντας τες στο περιθώριο της «τρέλλας», του «καταραμένου». (Μπορούμε λοιπόν να αναρωτηθούμε για τον ρόλο της Τέχνης σαν σύνδεσης των δύο αυτών κόσμων, όχι πια «αν υπάρχει Τέχνη γυναικεία, αλλά αν υπάρχει τέχνη που να μην είναι γυναικεία – στην ψυχοκοινωνική της αφετηρία-). Η διερεύνηση και η προβολή των ιδιαιτεροτήτων είναι το πρώτο βήμα για τις αυριανές πολλαπλές γλώσσες της Σύγκρουσης – Επικοινωνίας. Ιδιαίτεροι ρυθμοί, Τάσεις, Αισθήσεις, Απόψεις και Αξίες, πρέπει να μιληθούν σαν ισότιμες Διαφορές (η έμφαση στο «διαφορές»).
Ίχνη μέσα στο Σήμερα, προς ένα άλλο εκφραστικό και αισθητικό στίγμα, τα διάφορα συνθήματα έξαρσης της Ιδιαιτερότητας («Είμαστε Όλοι Γερμανοεβραίοι»*9, «Το Μαύρο Είναι Όμορφο»*10, «Donna e bello»*11, κ.λ.π.), κι ακόμα περισσότερο οι σωματικοποιημένες – όχι λεκτικές – εκφράσεις, νύξεις, προς μια άλλη αίσθηση του αστυακού χώρου, μέσα από επαναστατημένες και γι αυτό ερωτικές – θεατρικές στιγμές (σαν συμπυκνωμένη, ολική, βίωση του Χώρου και του Χρόνου). Τα βαψίματα, τα φτερά και οι κραυγές των Ινδιάνων των Μητροπόλεων, τα χέρια χιλιάδων γυναικών, στο σύμβολο της ως τώρα ταπεινωμένης Γυναικότητας, ίσως κάποια στιγμή (ποια;) το περπάτημα όλων μας. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της διαφορετικής σωματικότητας (κεραίας που αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει, δομεί «διαφορετικά» τον Χώρο), που ξέρουμε, νοιώθουμε, και πρέπει να μιλήσουμε, είναι μια διαφορετική – άλλη – αίσθηση του Χρόνου*12, αίσθηση καθόλου άσχετη με οικονομικές / κοινωνικές και πολιτιστικές διαστάσεις (σαν προκαθορισμένες χρήσεις / σημασίες του Χρόνου, άρα τελικά σαν προκαθορισμένους κώδικες βίωσης του, σαν «τύπωμα της κυρίαρχης λογικής πάνω στο σώμα»). Άρα το ψάξιμο και η παράλληλη διατύπωση, αυτής της διαφορετικής γυναικείας αίσθησης του Χρόνου (και κατά δεύτερο λόγο του Χώρου) μπορεί να αγγίξει – και αυτό είναι συγχρόνως ατομική και συλλογική Πράξη – την ουσία της Εξουσίας (σαν επιβεβλημένης και εσωτερικευμένης αντίληψης / αίσθησης / βίωσης του Χρόνου. Όχι λοιπόν ο «Χώρος της Γιορτής»*13 σαν αστυακή – και εν προκειμένω και σαν αστική «ουτοπία», αλλά ο «Χρόνος της Γιορτής». Και δεν βλέπω με πιον τρόπο αυτός μπορεί να εκβιαστεί απ’τον συμβατικό τουλάχιστον Σχεδιασμό, δέσμιο των στόχων του για πρόβλεψη, καναλιζάρισμα, ταξινόμηση και οργάνωση, δέσμιο τελικά της ταξικής του φύσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλέπε 3ο I.A.P.C. Θέμα «Η Οικοποίηση του Χώρου», όπου πλην ελάχιστων νύξεων, το θέμα θίχτηκε «επιχειρησιακά».
2. Για τα Δίκτυα Χώρου, κοίτα Ε. Μιτ. Μητρόπουλου: Space Networks : Towards Hodological Space design for urban man. Ekistics. Μάρτης 75.
3. Είναι πολύ συζητήσιμο αν μεταξύ αυτών των σημείων – καταφύγιων, μπορεί να προστεθεί ο τόπος εργασίας – και αυτό ισχύει σε διαφορετικούς βαθμούς και για τα δύο φύλα (μισθωτή εργασία και διαδικάσιες αποξένωσης).
4. Αυτός ήταν ο κυρίαρχος – και σχεδόν αποκλειστικός τόνος – και στο 4ο I.A.P.C.
5. Mary Douglas “Do dogs laugh?” A Crosscultural Approach of body symbolism. Repritented in “Social htmlects of the Human body”. Ed Ted Polhemus. Penguin.
6. Κυττα J. P. Garnier, D. Coldscmidt “La Commedie Urbaine Ou la Cite sans Classes” Ed. Mhtmlero.
7. Εδώ ανίκει και μια διαφημιζόμενη μορφή γυναικείας “χειραφέτησης” όπου η γυναίκα αυτοδιατίθεται στη Αγορά του Σεξ, με την “ελεύθερη συγκατάθεση” της (όχι ως “πόρνη” αλλά ως “χειραφετημένη”), μη αμφισβητώντας όμως τους νόμους της Αγοράς (ποσοτικοποιήσης-ανταλλαξιμότητα). Δεν πρόκειτα παρά για χειραφέτηση μέσα στο καπιταλιστικό-πατριαρχικό πρόγραμμα, γιατί δεν διεκδικείται έτσι καμιά “ριζική ανάγκη” αντίθετα απαλλοτριώνεται έτσι και το τελευταίο οχυρό των “Προσώπων” (Για τις “ριζικές ανάγκες” και την Μαρξική έννοια του “Προσώπου” κυττά Agnes Heller. “Η Θεωρία Των Αναγκών Στον Μάρξ” εκδ. Εξάντας.)
8. Όπως ορίζεται απ’ τον Marcuse, στον “Μονοδιάστσο Άνθρωπο”.
9. Σύνθημα του Μάη 68, όταν τα γαλλικά Μέσα Επικοινωνίας, θέλησαν να απομονώσουν τον Daniel Cohn-Bendit, σαν “γερμανοεβραίο”.
10. Του Μάυρου Κινήματος, στην Β. Αμερική
11. Των Ιταλίδων φεμινιστριών.
12. Κύττα Γιάννη Καλιόρη “Η ισότητα της διαφοράς” Σημειώσεις 16 Δεκέμβρης 78.
13. Η Γιορτή, σαν κοινωνικό, πολιτικο γεγονός, έχει αποτελέσει (και αποτελεί) αντικείμενο έρευνας, πρόσφατα και απο τις λεγόμενες “Επιστήμες του Χώρου”.
14. Κύττα Μαρτίνου, Μητρόπουλος “Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – μια διαδρομή μεσ’ την πόλη” ΑΝΤΙ, Μάης 76, και των ιδίων “Τρία Άρθρα Αρχιτεκτονικής Καθημερινότητας” εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, για μια εφαρμογή Πειραματικού Σχεδιασμού.
Η Σοφία Μαρτίνου (Αρχιτέκτων Ε.Μ.Π. και Α.Α. Graduate School) είναι μέλος της προσωρινής Οργανωτικής Επιτροπής των I.A.P.C. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ελεύθερη μετάφραση της ανακοίνωσης που έγινε (με τον ίδιο τίτλο) στο 4ο I.A.P.C. (Louvian-La-Neuve, 10-14/7/79). Aποτέλεσε επίσης την βάση για ραδιοφωνική συζήτηση που ζητήθηκε και πραγματοποιήθηκε απ’ το Radio Libre της Louvain-La-Neuve (14/9). |