Μετά μια πενταετία σκληρής δουλειάς, ο Renzo Pianoπρολαβαίνει όλες τις κριτικές. Το Center Beaubourg μοιάζει κραυγαλέα με το μοντέλο που κέρδισε το διεθνές βραβείο το 1971, «είναι εκείνο ακριβώς που ο Richard Rogers και εγώ θέλαμε: μια μηχανή, ή μάλλον ένα μηχάνημα προκατασκευασμένο, έτοιμο για μοντάρισμα χωρίς τον φόβο απρόβλεπτων συνεπειών».
Ο εσωτερικός χώρος δεν αποδεικνύεται συνηθισμένος, οπτικά ανώνυμος, άγουστος και υπερβολικός στις διαστάσεις; «βέβαια, αλλά ήταν αδύνατο να τον χαρακτηρίσεις μη γνωρίζοντας τις ακριβείς λειτουργίες που θα έπρεπε να καλύψεις. Υπήρξαμε μάρτυρες ενός τρελλού αγώνα για να κερδιθούν τμήματα του χώρου. Ένας απίστευτος αριθμός ενδιαφερομένων ώστε να μην αρκεί πλέον ο χώρος. Κατά συνέπεια, η μελέτη παραμορφώθηκε: από το αρχικό όγκο, κενό κατά 40% και στο επίπεδο ισογείου ελεύθερο, φθάσαμε στην τωρινή μορφή του 15% κενό, όπου οι «politis” στους οποίους βασίζεται δεν ξεπετάγονται ελεύθεροι στο κενό».
Ο ισπανός Juan Daniel Fullaondo επιτίθεται: «είναι θεμιτό να σε εμπνεύσουν οι κατασκευές από σίδερο, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα που κυριαρχείται από τον Πύργο του Eiffel.Aλλά το Beaubourg είναι συμβατικό, με μια όψη εισόδου και ένα πίσω μέρος για τις υπηρεσίες. Το σύνολο μοιάζει ένα «Reader’s Digest» της σύγχρονης τενχολογίας: παιδαγωγική αξία χωρίς ποίηση. Και ακόμη η γιγαντιαία σκάλα τοποθετημένη στην μπροστινή μεριά, λίγες βδομάδες πριν, γιατί δεν χωνεύεται στον όγκο του κτιρίου; Αυτό σου δίνει μια αίσθηση προσωρινότητας. Σου έρχεται στο μυαλό να ρωτήσεις: πότε θα βγάλουν από την μέση αυτή την τεράστια σκαλωσιά;»
Επιφυλακτικός και ειρωνικός ο Εγγλέζος Peter Cook λέγει: σαν μέλος του Archigram Group δεν μπορώ να κρύψω την ικανοποίησή μου: το Beaubourg αντιγράφει ένα από τα ασαφή σχέδια του Instant City, σχεδιασμένα στα χρόνια του ’60. Αλλά είναι μόνο κάτι επιφανειακό. Το βρετανικό πνεύμα σπάει το αντικείμενο, ενώ το γαλλικό το κάνει πιο συμπαγές, ηρωικό, κλασσικό. Κάτι που ίσως αντλεί από την τάση μνημειακότητας των μεσογειακών λαών».
Ο Fei Otto, o γνωστός δημιουργός των «τεντών από πλαστικό» στο Μόντρεαλ και στους Ολυμπιακούς του Μονάχου, εκτιμά την εργασία των Piano και Rogers: «εγώ αντιλαμβάνομαι την σχέση μεταξύ κλειστού χώρου και κέλυφους με τρόπο κατηγορηματικά αντίθετο. Εν τούτοις αναγνωρίζεται η ορθή τοποθέτηση του θέματος. Το πρόβλημα είναι όμως πως θα χρησιμοποιήσετε αυτούς τους ατελείωτους χώρους; Μετά τον διαγωνισμό του 1971 θα’πρεπε να προκηρυχθεί ένας άλλος για να προσδιορίσει με κάποιο περιεχόμενο αυτή την αφηρημένη δημιουργία».
Ακόμη και ο ολλανδέζος Jacob Bakema είναι προβληματισμένος: «θυμάμαι την παγκόσμια έκθεση τηςOsaka, με τα εγκεφαλικά της περίπτερα, χαρακτηρισμένα από την επιδειξιομανία των μηχανικών. Το Beaubourg έχει μια ανάλογη εκθεσιακή γεύση. Η κατασκευαστική όμως αισθητική που το μορφοποιεί, κατορθώνει να γίνει παράξενα αρμονικό με τις σκηνογραφικές αψίδες και τις αντιστοιχίες των κοντινών Γοτθικών δημιουργημάτων».
Είμαστε στο Παρίσι, καλεσμένοι από το περιοδικό«Architecture» υπό την ιδιότητα των διεθνών συμβούλων. Η συζήτηση για το Center Beaubourg προσφέρει μια εξαιρετική αφορμή για να σφυγομετρήσουμε τις αντιλήψεις μας. Ανακαλύψαμε με ευχαρίστηση ότι κάνεις δεν υποστηρίζει την αρνητική θέση σύμφωνα με την οποία το κτίριο δεν έπρεπε να κτίσει για λόγους σεβασμού προς το περιβάλλον. Ενώ το γκρέμισμα των Halles εξαφάνησε ένα συγκρότημα ιστορικής και καλλιτεχνικής σημασίας, συμφωνούμε στο να κρίνουμε θετική μια μοντέρνα επέμβαση σε μια συνοικία που φθίνει.
Οι αντιρρήσεις αφορούν την προσέγγιση του θέματος, ακόμη πολύ παραδοσιακή: ένα πρίσμα ζωηρεμένο από μεταλλικές τέντες, εντυπωσιακούς αγωγούς με χτυπητά χρώματα για τον κλιματισμό, κινητές σκάλες και εξωτερικά ασανσέρ, αλλά πάντα ένα πρίσμα, μια κλειστή φιγούρα. Ξαναεξετάζοντας μερικές εναλλακτικές λύσεις του ’71, επιβεβαιώνεται η υποψία ότι η κριτική επιτροπή έκανε λάθος. Η προτίμηση, λόγω της υπερευεληξίας, καταλήγει σ’ ένα κτίσμα διφορούμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με εκατό τρόπους, ανώδυνο και μεταφυσικό, όπου δεν μπορούν να διαδραματισθούν ειδικές δραστηριότητες. Ο Renzo Pianoαπαντά: «Τι κάνουν στον Πύργο του Eiffel; τίποτα, εν τούτοις ο κόσμος ευχαριστιέται να ανεβαίνει και να κατεβαίνει. Το ίδιο θα συμβεί και εδώ. Το παιχνίδι έλκει, χιλιάδες άτομα θα διασκεδάζουν να το χρησιμοποιούν».
Στο βάθος, πέρα από τους μεθοδολογικούς ενδοιασμούς θα άρεσε στον καθένα από μας ένα Center Beaubourgτοποθετημένο στην Μαδρίτη ή το Λονδίνο, στο Βερολίνο, στο Άμστερνταμ ή τη Ρώμη.
Ο Georges Pompidou ήταν ένας μεγαλομανής; Το απαραίτητο κόστος για να εξασφαλίσει ευκινησία στοBeaubourg είναι υπέρογκο, με συνέπεια ψαλίδισμα των πιστώσεων για τους άλλους Γαλλικούς μορφωτικούς πυρήνες; Μήπως είναι το άκρον άωτον αυθαιρεσίας της Παρισινής γραφειοκρατίας; Αναμφίβολα η «grandeur» είναι ένα χρόνιο νόσημα της χώρας. Αλλά σε μια Ευρώπη ναρκισσιστικά αναδιπλωμένη στην χωρίς θέληση προστασία του παρελθόντος, αυτό το τελευταίο σκίρτημα της οικονομικής ευημερίας είναι το ξύπνημα. Μια σπατάλη αξιέπαινη γιατί είναι αφιερωμένη στις τέχνες. Αν οι διανοούμενοι δυσανασχετούν, ο κόσμος έχει τουλάχιστον κεντριστεί από περιέργεια. Εκφραστής των διαθέσεων αυτών το Κομμουνιστικό Κόμμα προκαλεί: η Δεξιά δημιούργησε τοBeaubourg και η Αριστερά θα ξέρει να το διαχειριστεί. ΟGiscard μειώνει τις πιστώσεις; Πρέπει να το πολεμήσουμε.O Jacques Chambaz δηλώνει με μια δόση δημαγωγίας ότι δεν υπάρχουν έξοδα «υπέρογκα» για την κουλτούρα. Το πρόβλημα είναι να μην εμπορευματοποιηθεί και το τολμηρό αρχιτεκτόνημα των Piano και Rogers εμποδίζει αυτό τον κίνδυνο.