Πραγματοποιήθηκε, στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής, από 10-14 Μαίου 1978, το Διεθνές Συνέδριο Φρουριακής Αρχιτεκτονικής του Ι.Β.Ι. (1) (Διεθνούς Ινστιτούτου Φρουρίων και Πυργών).
Το Συνέδριο αυτό είχε σαν θέμα: «Οχυρές Μονές και οχυροί Οικισμοί». Έτσι οι πολύ ενδιαφέρουσες εργασίες, έδωσαν την ευκαιρία στους ομιλητές – Έλληνες και ξένους – να ανταλλάξουν απόψεις επί των θεμάτων των επιστημονικών τους ανακοινώσεων, καθώς και της γενικότερης συμβολής του Ι.Β.Ι. στην μελέτη και στην έρευνα των οχυρωμένων κατασκευών.
Θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούμε με συντομία εδώ στην μεγάλης σημασίας εργασία την οποία πραγματατοποιεί το Διεθνές Ινστιτούτο Φρουρίων και Πυργών που εδρεύει στην Ολλανδία – από την ίδρυση του το 1964 – καθώς και τα Εθνικά Τμήματα του στις διάφορες χώρες. Και στην Ελλάδα, από το 1969 υπάρχει το Ελληνικό Ινστιτούτο Φρουρίων και Πύργων, το οποίο «είναι μια επιστημονική εταιρεία που έχει σαν σκοπό την ενθάρρυνση των ιστορικών, αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών μελετών, που έχουν σχέση με πύργους, κάστρα, φρούρια και κάθε οχυρωτικό μνημείο της χώρας, την διάσωση και την διατήρηση τους, την προστασία τους από τον νόμο και την ανάπτυξη στο ελληνικό κοινό του ενδιαφέροντος για τα μνημεία αυτά» (2) .
Από την ίδρυση του το ελληνικό τμήμα του Ι.Β.Ι. προσπάθησε να επιτύχει ερευνητικούς στόχους παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες που αρνητικά δρούσαν στην επιστημονική του παραγωγή. Παρ’ όλες αυτές τις δυσχέρειες, έχουμε στα χέρια μας ήδη δύο δημοσιεύσεις που πραγματαοποιήθηκαν από το Ελληνικό Ινστιτούτο Φρουρίων και Πυργών. Η πρώτη είναι ο τόμος των Πρακτικών της Η’ Επιστημονικής Συνόδου, που το Ι.Β.Ι. οργάνωσε στην Αθήνα το 1968 και η δεύτερη είναι το πρώτο τεύχος του περιοδικού: «Φρουριακά Χρονικά», που είδε το φως το 1973. ελπίζουμε με όλη μας την καρδιά αυτό το τεύχος να μην είναι και το τελευταίο. Είναι ανάγκη, απόλυτη ανάγκη, να βοηθηθεί οικονομικά και οργανωτικά το Ελληνικό Ινστιτούτο Φρουρίων και Πυργών, για να γίνει δυνατή η πραγματοποίηση των υψηλών στόχων του.
Ο τόπος μας έχει πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά σε οχυρωματικά και φρουριακές κατασκευές που καλύπτουν χρονικά όλο το φάσμα της μακραίωνης και πολυποίκιλης ιστορίας μας. Αυτή τη κληρονομιά πρέπει να την συντηρούμε και να την αποκαταστήσουμε και για να γίνει βέβαια αυτό δεν είναι δυνατόν να αφεθούμε σε «διαισθαντικές ευαισθησίες», χρειάζεται επιστημονική συνέπεια, τεκμηριωμένη μελέτη και κοπιαστική έρευνα. Όλα αυτά στο τομέα της ειδικότητας των, μπορούν να τα προάγουν οι ειδικοί επιστήμονες μέσα από το συντονιστικό όργανο του ελληνικού Ινστιτούτου Φρουρίων και Πυργών. Ας αναβιώσει λοιπόν ο οργανισμός αυτός για το καλό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και των οχυρωματικών μας μνημείων ειδικότερα.
Ο Πρόεδρος του Ι.Β.Ι. Ιταλός Καθηγητής P. Gazzola – και λάτρης της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς – είναι εκείνος που με την ευρυμάθεια του, την σπάνια όσο και την πολύτιμη ευαισθησία του, αγωνίζεται για την σωστότερη δραστηριότητα των εθνικών τμημάτων του Ι.Β.Ι. που στην υπόλοιπη Ευρώπη, προσφέρουν με την επιστημονική τους εργασία λύσεις στα μεγάλα και ειδικά προβλήματα των φρουριακών κατασκευών.
Τα τμήματα της Γαλλίας, Ιταλίας, Δ. Γερμανίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας, καθώς και εκείνα των Βαλκανικών γειτόνων μας: Γιουγκοσλαβίας – Βουλγαρίας, όπως και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, έχουν να αποδείξουν σημαντικότατες εργασίες στον τομέα αυτό, με την έκδοση περιοδικών, συγγραμμάτων και την οργάνωση συνεδρίων και συσκέψεων.
Υπενθυμίζουμε μέσα απ’ τις επιστημονικές εκδόσεις εκτός από το περιοδικό “Bulletin” του Ι.Β.Ι., το “Castellum” της Ιταλικής Επιτροπής, μιας από τις πιο δραστήριες του Διεθνούς Ινστιτούτου Φρουρίων και Πυργών.
Το Συνέδριο της Ουρανούπολης παρουσίασε, όπως προαναφέραμε, εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Η οργάνωση, άψογη από κάθε άποψη ήταν εξασφαλισμένη από τον Καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης κ. Νικ. Κ. Μουτσόπουλο, ο οποίος, σαν Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, δημιουργικά πλαισιώθηκε στο δύσκολο έργο του από την Γραμματέα της Επιτροπής Δίδα Ι. Στεριώτη, Αρχιτέκτονα και βοηθό του Εργαστηρίου Μορφολογίας και Ρυθμολογίας του Α.Π.Θ.
Ο Καθηγητής κ. Μουτσόπουλος υπήρξε και ο Γενικός Εισηγητής του Συνεδρίου, ο οποίος ανέλαβε να αναπτύξει το θέμα της γενέσεως των πρώτων οχυρωμένων μορφών κοινοβίων στις ερήμους της Θηβαίδας, Παλαιστίνης, Συρίας, και τις σχέσεις των οχυρώσεων με τα αντίστοιχα ρωμαϊκά Castrum.
Στη συνέχεια αιτιολόγησε τη μετακίνηση των μοναστικών Κέντρων κατά τους επόμενους αιώνες, όπου αναγκαστικά ακολουθούσαν μετά την αραβική εξάπλωση και τη συρρίκνωση των συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στο Βυθινικό Όλυμπο, στη Ροδόπη και τελικά στο Άγιον Όρος.
Συνεχίζοντας παρουσίασε με συντομία τα σπουδαιότερα βυζαντινά οχυρά μοναστήρια του Παγγαίου του Μενοικίου όρους, δηλ. την Κοσιφοίνισσα και τη Μονή Προδρόμου Σερρών, του Ολύμπου και γενικά της Νοτίου Ελλάδος: Μ. Οσίου Λουκά, Δαφνίου, Μετεώρων, καθώς και των οχυρωμένων μονών του νησιωτικού συμπλέγματος. Δίνοντας έτσι – ιδίως στους ξένους συνέδρους – μια γεύση της οχυρώσεως των μοναστικών κοινοτήτων από τη γέννηση τους κατά την Βυζαντινή περίοδο και την Τουρκοκρατία.
Οι εργασίες ξεκίνησαν με την ανακοίνωση του Αρχαιολόγου κ. Φ. Πέτσα που μίλησε με θέμα «Αρχαίες Μακεδονικές οχυρώσεις». Αντιμετωπίζοντας το δύσκολο θέμα με άνεση ο κ. Πέτσας μίλησε για τις οχυρώσεις αυτές κατά την κλασσική και ελληνιστική περίοδο που έρχονται στο φως μέσω των αρχαιολογικών ανασκαφών σε αρχαίους Μακεδονικούς οικισμούς όπως στην Όλυνθο (πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο) και στην μεταπολεμική περίοδο στην Τορώνη, στην Αμφίπολη, στην Έδεσσα και στον Άγιο Ελευθέριο Κοζάνης. Ο Γενικός Επιθεωρητής Μνημείων της Γαλλίας κ. E. Enaud έδωσε μια εικόνα εύγλωττη και ξεκάθαρη των οχυρωμένων μοναστηριακών κατασκευών καθώς επίσης και των οχυρωμένων εκκλησιών στη Γαλλία από τον 11ο – 15ο αιώνα.
Ο Καθηγητής L. Villena, από την Ισπανία, ανέπτυξε με την συγκριτική του μελέτη ανάλογες κατασκευές της Ισπανίας, δίνοντας με την ανακοίνωση του μια τεκμηριωμένη και πλήρη εικόνα των οχυρών κοινοβιακών και μοναστηριακών επινοήσεων στην Ιβηρική Χερσόνησο. Σ’ αυτή την εικόνα πολύ σημαντική υπήρξε και η ανακοίνωση του γνωστού πορτογάλου ερευνητή Fr. Azeredo που ανάπτυξε το θέμα: «Οχυρές εκκλησίες στην Πορτογαλία».
Γεμάτη ευαισθησία, γνωστή και κριτική έμφαση υπήρξε η ομιλία του Καθηγητή Α. Cassi-Ramelli, οποίος πραγματοποιώντας ένα “excursus” στον ιταλικό χώρο επισήμανε τη μεγάλη σημασία των μορφολογικών συνθετικών και κατασκευαστικών επιτεύξεων που από το Piemonte της Β. Ιταλίας εξελίσσονται καλύπτοντας στην ιταλική χερσόνησο μέχρι της οχυρωματικές κατασκευές του νοτιώτερου άκρου της χώρας.
Είναι γνωστή η παραγωγή και το έργο του Γερμανού Καθηγητή W. Mayer Προέδρου του τμήματος Ι.Β.Ι. Δυτ. Γερμανίας και εκδότου του Επιστημονικού περιοδικού του Διεθνούς Ινστιτούτου.
Ο Dr. Mayer με σαφήνεια και εκφραστικότητα ανέπτυξε το θέμα: «Δύο οχυρά Μοναστήρια στη Νότια Γερμανία».
Την πρώτη μέρα παρουσιάστηκαν άλλες δύο πολύ ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις. Η πρώτη από την αρχιτέκτονα Sv. Mojsilovic της οποίας η ομιλία, που είχε σαν θέμα: «Η διάταξη των Μοναστηριών στη μεσαιωνική Σερβία» μας έφερε πιο κοντά στα προβλήματα της έρευνας των μοναστηριακών κατασκευών της Βαλκανικής από άποψη αρχιτεκτονικής συνθέσεως. Η δεύτερη, είχε σαν ομιλητή τον Καθηγητή κ. Κάρολο Μητσάκη, Διευθυντή του τόσο δραστήριου Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, που ανέπτυξε το θέμα: «Φρούρια και Πύργοι στην Ελληνική Λαϊκή ποίηση της νεώτερης περιόδου από τον 13ο – 14ο αιώνα».
Το πρωινό της δεύτερης ημέρας εργασιών καταναλώθηκε με την παρουσίαση των παρακάτω ανακοινώσεων: Πρώτος ανάπτυξε με θέρμη και με την γνώση και πλατειά γνώση του αντικειμένου του π καθηγητής της έδρας Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κ. Ρωμαίος, το θέμα «Οχυροί Οικισμοί και Μοναστήρια στα δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού Λαού».
Ο καθηγητής κ. Ρωμαίος ερευνώντας πάνω από χίλια πεντακόσια τραγούδια του λαού μας, επεσήμανε τα σημεία εκείνα που αναφέρονται στους οχυρούς οικισμούς και στα Μοναστήρια. Κλείνοντας την εισήγηση του με την ανακάλυψη και συγκεκριμενοποίηση οκτώ αποτελεσμάτων τα οποία πρότεινε: όπως την έρευνα του λαογραφικού υλικού όπου υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά φρουριακών κατασκευών ειδικά μετά την Φραγκοκρατία, σαν τεκμηρίωση στην γενικότερη έρευνα αυτών των κατασκευών.
Δύσκολο, όσο και πολυτιμότερο το θέμα της ανακοινώσεις του Διευθυντού του Ερευνητικού κέντρου της Ακαδημίας Αθηνών Δρ. Δ. Βαγιακάκου που ανέπτυξε το θέμα «Οχυρώσεις και γλώσσα». Επίσης σημαντική υπήρξε η συμβολή του Δρ. Στ. Ήμελλου που αναφέρθηκε στα «Μυθικά στοιχεία μέσα απ’ τις παραδόσεις περί οχυρωμένων τόπων».
Στη συνέχεια ο αρχιτέκτων Δρ. Γ. Δημητροκάλλης μίλησε με θέμα: «Εισαγωγή στην Καστρολογία».
Γεμάτη ενδιαφέρον και με συγκεκριμένες αναφορές σε εργασίες αποκαταστάσεως οχυρωματικών έργων στη Ρόδο και στην Αστυπάλαια ήταν η ομιλία του Δρ. Π. Λαζαρίδη διαπρεπούς αρχαιολόγου και Διευθυντού του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών. Ο κ. Λαζαρίδης ανέπτυξε το θέμα του παρουσιάζοντας τις επεμβάσεις στις κατασκευές αυτές από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Γνωστό είναι στους ερευνητές το πολύπλευρο και σημαντικό έργο της αρχιτέκτονος Anna Deanovic του Ινστιτούτου Αναστηλώσεως του Ζάγκρεμπ, η οποία ανέπτυξε το θέμα: «Τύποι μεμονωμένων οχυρώσεων στην ακτή της Αδριατικής».
Η προσφορά στο συνέδριο του Αρχιτέκτονα E. Hybsch του Πολυτεχνείου του Μιλάνου που από καιρό και με εκπληκτική επιτυχία ερευνά την Αρμενική αρχιτεκτονική, υπήρξε πολύ σημαντική καθώς ανέπτυξε το ενδιαφέρον θέμα: «Οχυρωμένες κοινότητες στην περιοχή της Γεωργίας στην Ρωσσία».
Η ανάπτυξη ενός προτύπου θέματος σαν κι αυτό που η Αρχιτέκτων κα Μάρω Φίλιππα – Αποστόλου, βοηθός στην Έδρα Μορφολογίας του ΕΜΠ παρουσίασε ήταν φυσικό να προκαλέσει το ενδιαφέρον του ακροατηρίου. Η κα Φίλιππα μιλώντας με θέμα: « Ο όρος «Κάστρα» στους οχυρωμένους οικισμούς των Κυκλάδων» αναφέρθηκε στη σημασία του όρου όπως αυτός διαμορφώθηκε μέσα απ’ τις διακυμάνσεις της ιστορίας στα νησιά των Κυκλάδων.
Οι εργασίες του Συνεδρίου συνεχίστηκαν το ίδιο απόγευμα με πέντε ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις που ξεκινώντας με κείνη του γνωστού συγγραφέα και ζωγράφου της Θεσσαλονίκης Νίκου Γαβριήλ Πετζίκη, ο οποίος αναφέρθηκε στα διαισθαντικά προβλήματα που προκύπτουν στην ερμηνεία των οχυρωματικών μοναστηριακών συνόλων του Αγίου Όρους – συνεχίστηκε με εκείνη του Δρ. Ε. Πάτμιου που αναφέρθηκε στη σημασία της Φωτογραμμετρίας και φωτοερμηνείας στη μελέτη των οχυρωμένων κατασκευών.
Σημαντικές επίσης οι ανακοινώσεις του κ. Πλ. Θεοχαρίδη, καθώς και των Αρχαιολόγων κ. Κ. Παπαγγέλου και Ταβλάκη, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε μεθοδολογικές επεμβάσεις συγκεκριμένων αποκαταστάσεων φρουρίων κατασκευών της Χαλκιδικής.
Το θαυμασμό των Συνέδρων, απέσπασε τέλος η ανακοίνωση του αρχιτέκτονα και γνωστού αναστηλωτού και ερευνητού Δρ. Stef. Bojadjev του Ινστιτούτου αναστηλώσεως της Σοφίας που ανέπτυξε το θέμα: «Παλαιοχριστιανικές οχυρωμένες εκκλησίες στη Βουλγαρία».
Κατά την διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου παρουσίασε και ο γράφων ανακοίνωση που είχε σαν θέμα: «Μια ‘οχυρά’ μονή του 17ου αιώνος στην περιοχή Κλειδωνίας Κονίτσης».
Πρόκειται για την Μονή των Αγίων Αναργύρων. Το Μοναστηριακό Συγκρότημα αποτελείται από το Καθολικό (πολύ μικρών διαστάσεων) και από τα κτίσματα των κελιών καθώς και από τα άλλα βοηθητικά κτίσματα δυστυχώς σε πολύ κακή κατάσταση συντηρήσεως. Το Καθολικό είναι χρονολογημένο στα 1658 και στο εσωτερικό του είναι δυνατόν να θαυμάσει κανείς τις ωραιότατες τοιχογραφίες του 17ου αιώνα, καθώς και το τέμπλο, που διατηρούνται – ευτυχώς – σε καλή κατάσταση.
Ο «οχυρός» χαρακτήρας του συμπλέγματος εδώ σαν εξ αρχής συνθετικός ιδεασμός, αλλά διαμορφώνεται στο πέρασμα του χρόνου με τη μεθοδική και σταδιακή κατασκευή των κτισμάτων σ’ ένα οργανικό σύνολο που θα αποτελέσει το κλειστό οχυρωμένο σύστημα για την αποτελεσματική άμυνα του μοναστηριού. Στην άμυνα συμβάλλει και η διαλογή της θέσεως του μοναστηριακού συγκροτήματος μέσα στην χαράδρα του Βίκου. Μέσα σ’ ένα άγριο και απρόσιτο τοπίο το αρχιτεκτονικό έργο εντάσσεται τέλεια σ’ αυτόν τον φυσικό περίγυρο.
Το μοναστήρι δικαιώνει με την ύπαρξη του την καλλιτεχνική παραγωγή των ανωνύμων «αρχιτεκτόνων» του λαού μας στα δύσκολα χρόνια των ξένων κατακτήσεων. Ξεκινώντας απ’ τα μεγάλα διδάγματα της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής οι αρχιτέκτονες αυτοί διαμόρφωσαν με την πηγαία τους γνώση την πολιτιστική λαϊκή μας κληρονομιά.
Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι το Συνέδριο παρακολούθησαν σαν ακροατές εκπρόσωποι από το Λουξεμβούργο και την Πολωνία, καθώς και ο Γενικός Δ/ντής της Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, ακόμα, πολλοί φοιτητές της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Στο τέλος των εργασιών ψηφίστηκε από τους Συνέδρους κείμενο μέσα στο οποίο αφού εκφράστηκαν οι ευχαριστίες των Συνέδρων στις Ελληνικές Αρχές και στην Αγιορίτικη Κοινότητα για την φιλοξενία στην Επιστημονική εκδρομή που πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια του Συνεδρίου στο Όρος, διατυπώθηκε η ευχή να διασωθούν αυτά τα μνημεία της Αρχιτεκτονικής σαν τεκμήρια πνευματικής, κοινωνικής και ιστορικής σημασίας, σαν οργανικά μέλη μιας σύγχρονης αντιμετώπισης συνολικής παρουσίας, παίρνοντας σαν δίδαγμα την κοινοβιακή ζωή που αναπτύχθηκε σ’ εκείνα τα χρόνια μέσα στα οχυρωμένα μοναστηριακά συμπλέγματα με την σημερινή της έκφραση και την σημερινή κοινωνική σημασία μιας ζωής συνεχώς εξελισσόμενης στο χώρο.
Γι’ αυτό και οι σχετικές σκέψεις πρέπει τελικά να μας ωθήσουν να δούμε το θέμα της διατηρήσεως των φρουρίων των πυργών και γενικότερα των οχυρωμένων κατασκευών σαν μια ανάγκη διασώσεως της «κριτικής στιγμής» στην ιστορία του τόπου μας.
Αυτές οι κατασκευές – τόλο λίγο ακόμα γνως΄τες – στην Ελλάδα, αποτελούν μια ζωντανή μαρτυρία του χρόνου, των ιστορικών δεδομένων αλλά και την κοινωνική υπόβαση των δημιουργών τους. Στην αποκατάσταση των φρουριακών κατασκευών πρέπει με μεγάλη προσοχή να γίνει ο χειρισμός των «νέων χρήσεων» για την αναβίωση τους, μιας και στον Τόπο μας έχουμε και ατυχή παραδείγματα επεμβάσεων τέτοιου είδους, που τελικά απέτυχαν του σκοπού τους, που αντί να επαναφέρουν το μνημείο σαν οργανικό σκέλος της ζωής στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, το αποξένωσε εντελώς απ’ αυτήν με αποτέλεσμα να γίνει αν όχι «μουσειακό» σίγουρα «απρόσιτο».
Κλείνοντας αυτό το μικρό σημείωμα είναι αναγκαίο να εκφράσω θερμή έκκληση και από τη θέση αυτή, για τη πλήρη επανδραστηριοποίηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Φρουρίων και Πυργών.
Σημειώσεις
1. I.B.I. Internationales Burgen Institut
2. Μητσόπουλος, Νι. Κ., Το Ελληνικό Ινστιτούτο Φρουρίων και Πυργών και τα Κάστρα της Χώρας μας εις «Φρουριακά Χρονικά», αρ. τεύχ. 1/1973 σελ. 9