Διανύοντας τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού ζει ήδη, σε πόλεις. Η τάση αυτή μοιάζει μη αναστρέψιμη εφόσον, στη δυναμική της προστίθενται πόλεις από «αναπτυσσόμενες» χώρες, άγνωστες ακόμη σε πολλούς. Αναφέρω ενδεικτικά, τη Σαναά στην Υεμένη και το Μπαμάκο στο Μάλι το οποίο, τη στιγμή αυτή, είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πόλη της Αφρικής. Στην ίδια Ήπειρο, ακολουθώντας πάντα γραμμικούς στη βάση τους υπολογισμούς Διεθνών Οργανισμών όπως ο Ο.Η.Ε., το Λάγος στη Νιγηρία σύντομα, θα είναι η πολυπληθέστερη πόλη της Αφρικής. Ακόμη και σε ραγδαία αναπτυσσόμενες χώρες, πόλεις άγνωστες στο ευρύ κοινό όπως η Σενζέν στην Κίνα, η Γκαζιαμπάντ και η Σουράτ στην Ινδία πρόκειται να ανταγωνιστούν πληθυσμιακά ιστορικές μητροπόλεις όπως η Ν. Υόρκη και το Λονδίνο. Οι κατάλογοι που αναφέρουν τις πολυπληθέστερες πόλεις έχουν συνταχθεί με διαφορετικά επιστημολογικά κριτήρια μιας και ο καθορισμός των αστικών συνόρων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Άλλωστε, στην Κίνα, βρίσκεται υπό εξέλιξη ο σχεδιασμός μεγαλούπολης στο Δέλτα του ποταμού Ζου Ζιάνγκ έκτασης 40 χιλ. τ. χλμ. και 42 εκατομμυρίων κατοίκων με τη συνένωση έξι πόλεων. Όλα τα παραπάνω, μη συνυπολογίζοντας ίσως, ενδεχόμενες καταστροφές από φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες οι οποίες προκαλούν στο ιστορικό γίγνεσθαι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού διαμορφώνοντας την ανθρωπογεωγραφία πόλεων. Για να μην πλατειάσουμε με στατιστικά στοιχεία, ας αποπειραθούμε να εξετάσουμε γιατί στο ρευστό πεδίο των σύγχρονων εξελίξεων ακολουθείται οικουμενικά το φαινόμενο της αστυφιλίας, όπως συνέβη και στη χώρα μας με την πρωτεύουσα και άλλες πόλεις και πως ο κάτοικος σύγχρονων και μελλοντικών αστικών κέντρων μπορεί να διαχειριστεί την πρόκληση και την πρόσκληση του χώρου που «καταλαμβάνει». Θα αναφερθούμε ιδιαίτερα σε μια πόλη όπως η Αθήνα όπου βάσει της διυποκειμενικής μαρτυρίας, αρκετοί κάτοικοι δυσφορούν. Μπορεί μεν όπως συνέβη και στην πρωτεύουσα αλλά και με όποιες διαφοροποιήσεις, σε οικουμενική αναφορά, οι πόλεις να υπόσχονταν καλύτερες συνθήκες ζωής όμως, παθογένειες όπως η μόλυνση ή και απεμπόληση του φυσικού περιβάλλοντος, ο κατακερματισμός στις ανθρώπινες σχέσεις με συνέπεια τη μόνωση κατοίκων, αδιαμφισβήτητα, είναι το τίμημα σε ορδές με σημάδια μιμητισμού ακόμη και σε μικρότερα πληθυσμιακά μεγέθη όπως οι κωμοπόλεις και τα χωριά. Συνεπώς, εντοπίζεται ένα κοινό υπόβαθρο στις σχέσεις που αναπτύσσονται πλέον, ανάμεσα στο χώρο και στον άνθρωπο. Με εμβριθέστερη δε αναγωγή, διαφαίνεται μια κυρίαρχη κοσμοαντίληψη της οποίας εμπειρικά, κοινωνοί είμαστε έμμεσα ή άμεσα και δεν είναι άλλη, από τη γραμμική αντίληψη που διέπει την εποχή που αναφερόμαστε, τη μετανεωτερική.
Η μετανεωτερική, γραμμική αντίληψη στο ιστορικό γίγνεσθαι, είναι επίγονος ρευμάτων σκέψης και εφαρμογών που μπορούν εν ενί λόγω να περιγραφούν από την επικράτηση της νοησιαρχίας. Η απεμπόληση του μυθολογικού και μεταφυσικού αντικρίσματος στην ερμηνευτική εκδοχή του υποκειμένου με την κυριαρχία της νόησης έναντι άλλων, ισότιμων τρόπων πρόσληψης οι οποίοι ανά καιρούς, ας μην το ξεχνούμε, εκδηλώθηκαν κι αυτοί μονομερώς, διακρίνει το ορθολογικό κοσμοείδωλο. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με την πρόθεση κυριαρχίας της ατομικής πρόσληψης και μάλιστα, σε πεδία όπως οι πόλεις που φύσει, συγκροτούνται από συλλογικότητες! Αναφερόμενοι στο χώρο είτε στην κτιστή είτε στην άκτιστη μορφή του, ο άνθρωπος της μετανεωτερικής αντίληψης είτε με σημείο αναφοράς τον Καρτέσιο, είτε με τους Σχολαστικιστές, τον Καρλομάγνο ακόμη, απεργάζεται την πρόσληψη του χώρου για ιδιοτελείς σκοπούς μη σκεπτόμενος αντισταθμιστικά, ότι και ο ίδιος ο χώρος τον διαμορφώνει. Προσλαμβάνει το χώρο ως ενιαίο μέγεθος διαχωρίζοντάς τον από χρόνο, ισότιμο στοιχείο στην αντίληψη του χωροχρόνου, εξοβελίζοντας το γίγνεσθαι με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Συνακόλουθα, ο χρόνος γυμνός από χώρο έγινε το κυρίαρχο τυπολογικό κριτήριο στη γραμμική αντίληψη. Ο χρόνος, σε ρεύματα και θύλακες σκέψης (όπως στον Προτεσταντισμό και παραφυάδες του) επενδύθηκε με σωτηριολογικό περιεχόμενο γινόμενος εμπορεύσιμο προϊόν το οποίο εγκολπώνεται ο άνθρωπος ως άνυσμα σε μια κατεύθυνση, αυτήν της σώρευσης ευνοϊκών συνθηκών που διασφαλίζονται μόνο στο αναφερόμενο κοσμοείδωλο. Επιπλέον δε, ο χρόνος ακόμη και σήμερα, γίνεται αντιληπτός ως συνεχές μέγεθος παραγνωρίζοντας ενδεχόμενες «μορφές» που δύναται να έχει όπως φράκταλ (1) ή κατά Λεβί Στρως διεσπαρμένες (2). Χρόνος και χώρος απώλεσαν στο συλλογικό υποσυνείδητο τις πρωτεϊκές τους μεταμορφώσεις στην προσπάθεια κατίσχυσης μιας μονοπαγούς αντίληψης, συνιστώντας ένα κλειστό σύστημα το οποίο δεν αναπνέει, δεν χρειάζεται το «άλλο». Η όποια υπέρβαση καταλύεται στις επιταγές μιας άτεγκτης ενσωμάτωσης στο κλειστό σύστημα που αναφερόμαστε. Στην περαιτέρω δε κατάτμηση του χρόνου, υπήρξε ο διαχωρισμός σε ελεύθερο και μη με τον πρώτο, κατά Χορκχάιμερ, να «ζητάει τη μείωσή του γιατί δεν έχει ανεξάρτητη αξία» (3). Ο ελεύθερος χρόνος υποβιβάζεται σε διάστημα για την ανανέωση του εργασιακού σφρίγους ενώ, ο άνθρωπος, μη διαφεύγοντας από τη γραμμική αντίληψη, ακολουθεί όσες δημιουργικές μορφοποιήσεις συγκροτούν την ετερότητά του απαρέγκλιτα. Στο βωμό του Μολώχ ο χρόνος κερματίστηκε γινόμενος χρήμα. Χώρος και χρόνος μερισμένοι, λειτουργούν ασφυκτικά και στην «κτιστή υπόσταση». Στις πόλεις, την κυψέλη της σύγχρονης κοσμοαντίληψης, παρά τη φυσική τους έκταση, χώρος και χρόνος στενάζουν χωρίς την αναδίπλωση των δυνάμει μεγεθών τους. Το δημιουργικό χάος ένεκεν της ορθολογικής ευταξίας των πάντων, υποβαθμίστηκε ομού με το φυσικό στοιχείο προκαλώντας την αποσυνθετική αίσθηση του χάους για το σύγχρονο άνθρωπο. Προς αποφυγή του χάους, εκλαμβανομένου μόνον ως καταστροφικού παράγοντα, απαραίτητο υπόβαθρο προς κατοχύρωση γνώσης υπήρξε η δίτιμη, Τυπική Λογική (Τ.Λ.) με τα συνεπαγόμενα δίπολα, παραγνωρίζοντας την πλειότιμη και άλλες μορφές λογικής επεξεργασίας για μεγέθη χαοτικά όπως οι ανθρώπινες κοινωνίες. Για τούτο και ρεύματα που υπάγονται στην ορθολογιστική αρχιτεκτονική όπως ο φονξιοναλισμός, το Μπαουχάους, ο κονστρουκτιβισμός, παρά τις όποιες προθέσεις τους, με αφορισμούς και εφαρμογές καθολικής ισχύος όπως στην Τ.Λ., δεν έλαβαν υπόψη παραμέτρους που εκπηγάζουν από τον άνθρωπο ως οντότητα με το κατ’ εξοχήν γνώρισμα της προσωπικής ετερότητας. Η στένωση στην κριτική αντίληψη σημαίνει υποβάθμιση του ενεργού πολίτη σε άθυρμα επιταγών εξουσιαστικών αρχών που επωφελούνται από την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Κατόπιν των παραπάνω, καθίσταται δυσχερής η σύλληψη όπως αναφέρει ο Χάιντεγκερ ότι δεν κατοικούμε επειδή κτίζουμε αλλά είμαστε ως οι κατοικούντες (4). Και η μετοχή «κατοικούντες» συστήνει κοινωνία σχέσεων και όχι σωρό θρυμματισμένων ατόμων. Ο χρόνος και ο χώρος παύουν να γεννούν όπως στο περίφημο παράδειγμα του Χάιντεγκερ όπου με τη γέφυρα που γεννιέται ένας τόπος (5). Περαιτέρω δε, ενώ, αρκετές κατασκευές στην προνεωτερική αντίληψη όπως το αρχαίο ελληνικό θέατρο (6), φέρνουν φαινομενικά ετερόκλιτα στοιχεία σε σχέσεις αμοιβαίας γειτνιάσεως στην μετανεωτερική μοιάζουν έργα κτιστά και κάτοικοι μονωμένα υπηρετώντας το εγώ ως έσχατο κριτή πάντων. Και αυτή η κρίση ως τίσις είναι παρούσα μες στο οξύμωρο πνεύμα του ορθολογισμού. Ο άνθρωπος δικάζει εαυτόν! Δικάζει εν τη απουσία τους προγενέστερες και κατοπινές γενιές απαξιώνοντας το λόγο τους. Το παρελθόν γίνεται απολιθωμένη ανάμνηση παύοντας τη βίωσή του ως ζων χρόνος. Στη δε πρωτεύουσα ενός έθνους που πέτυχε, όσο τουλάχιστον λίγοι πολιτισμοί, την ολοκλήρωση του κατοίκου σε πολίτη με όρους προσωπικής ελευθερίας στη συλλογικότητα, ο κάτοικος μοιάζει ανέστιος από κοινωνία σχέσεων. Η ψυχή των περισσοτέρων κατοίκων της πόλης δεν τολμά να γυμνωθεί. Η Αθήνα, αν και πόλη της Μεσογείου, βιώνει έναν ατέρμονο χειμώνα.
Έχουμε να διαχειριστούμε μια κατάσταση που μοιάζει παγιωμένη. Διαχείριση όμως, δεν μπορεί να υπάρξει δίχως κοινότητα αντίληψης την οποία δυσχεραίνει το κτιστό περιβάλλον. Η χρηματοπιστωτική κρίση λίγο πριν το 2010 σε αρκετές χώρες, όπως στην Ελλάδα, επανέφερε μεν το πρότυπο της πυρηνικής οικογένειας που υπήρξε στη δεκαετία του ‘50 όμως, διαπιστώνονται ποικίλες αλλαγές στον τρόπο κατοίκησης και προσωπικής έκφρασης. Τα μέλη της οικογενείας λειτουργούν «νομαδικά» , διασκορπισμένα με συσκευές, εξυπηρετώντας κατά κανόνα, ατομικά την δικτύωση με μέλη εκτός της οικογένειας, διευκολύνοντας έτσι, και το ευρύτερο πρότυπο του καταναλωτισμού. Το ισοζύγιο της παρουσίας στο δημόσιο χώρο (αναφέρομαι σε χώρους- τόπους δημόσιας έκφρασης, προβληματισμού) και της καταφυγής στην κατοικία έχει διαταραχθεί. Η μετακύλιση του δημόσιου λόγου στο δημόσιο χώρο με όρους ισότιμης παρουσίας εξασθενεί στον υφέρποντα συχνά ανταγωνισμό ή ευνουχισμό της προσωπικής ετερότητας και στο θάνατο της συζήτησης δια ζώσης μέσα από ηλεκτρονικές εφαρμογές στις οποίες συχνά, μηρυκάζονται αξίες του ισχύοντος κοσμοειδώλου. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι σε σύγχρονα αστικά κέντρα και μη, «δεν είναι τόσο σημαντική η τεχνολογία των μηχανών όσο η τεχνολογία της πληροφόρησης και των μικροεπεξεργαστών, ενώ οι υποδομές των ηλεκτρονικών δικτύων επικοινωνίας ανταγωνίζονται εκείνες των φυσικών μεταφορών» (7). Το άτομο κερματισμένο, ειδικά στα σύγχρονα αστικά κέντρα Δυτικής αντίληψης δεν έχει το χρόνο, τη διάθεση αλλά κυρίως, το χώρο που θα επιτρέπει την επικοινωνία με τους γειτνιάζοντες. Η γειτονιά, κύτταρο του οργανισμού της πόλης έχει σχεδόν, εξαλειφθεί. Ομοίως, πλατείες και ελεύθεροι χώροι που θα μπορούσαν να προσκαλέσουν σε ένα γόνιμο συναπάντημα προσώπων. Το φυσικό στοιχείο περιθωριοποιήθηκε σε έναν ιστό που πλέκεται γύρω από το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα ταυτιζόμενο με τον πρωτογονισμό (8). Έτσι, όλα συνέτειναν ώστε δομημένοι χώροι να έχουν, ασχέτως πρόθεσης των δημιουργών τους, χρησιμοθηρικό χαρακτήρα ανατρέποντας την πρόταση του Χάιντεγκερ. Τα πάντα παγιωμένα: κτήρια που σήπονται συνεχώς μιας και κατασκευάστηκαν για να καλύψουν κυρίως, εφήμερες ανάγκες χωρίς μακρόπνοο σχεδιασμό, ψυχές που τα ενοικούν και μοιράζονται εκούσια ή ακούσια τη σήψη τους. Στην παρούσα περίπτωση, κάθε φιλοσοφική προσέγγιση η οποία συχνά, απαξιώνεται, πρέπει να επιχειρεί στην εύρεση και πρακτικών προτάσεων. Τα προβλήματα του αδιέξοδου μοντέλου που ακολουθούμε αφύπνισαν ευτυχώς, κάποιους και μες στον χειμώνα υπάρχουν αλκυονίδες μέρες που κρατούν μια στάλα καλοκαίρι.
Mιλώντας για πόλη, πρέπει να υπάρξει εποπτεία στο ζήτημα κι όχι περιστασιακές ή σημειακές παρεμβάσεις. Ακούστηκε εύηχο τελευταία, το πρόγραμμα που εκπόνησε ολλανδικό γραφείο με την ονομασία Rethink Athens (R.A.) για την ανάπλαση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, με την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου π.χ. To R.A. θα είχε ευεργετική επίδραση στον κύριο κυκλοφοριακό άξονα. Επίσης, έμμεσα αν όχι άμεσα, αναγνωρίζονταν ελλείψεις και ποικίλα προβλήματα που δεν μπορούν να καταστήσουν σύγχρονη μητρόπολη την Αθήνα (αλήθεια, μητρόπολη σημαίνει το να αισθάνεται κάποιος την πόλη του ως πατρίδα). Θετικές οι περισσότερες παράμετροι του προγράμματος: η εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων και για τη βελτίωση του μικροκλίματος, η ανάκτηση της πολιτισμικής κληρονομιάς με την επαναχρησιμοποίηση άδειων κτηρίων για ανάλογη χρήση. Μια οδός που διατρέχει την ιστορία του νεότερου Ελληνικού Κράτους αφού διασχίζοντάς την εντοπίζουμε την περίφημη τριλογία με την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, Αθηνών, την Ακαδημία Αθηνών, κτήρια του Μεσοπολέμου όπως της Λαϊκής Τράπεζας, το κτήριο θεαμάτων REX με επιρροές art deco, το νεοβυζαντινής αισθητικής Οφθαλμιατρείο και πολλά κτήρια με επιρροές του μοντερνισμού. Κι όμως, μες σε αυτήν την πληθώρα αρχιτεκτονικών τάσεων αρθρώνεται μονάχα ο μονόλογος κάθε κτηρίου. Αυτό που θα μπορούσαμε κάτοικοι της πόλης και επισκέπτες στην Πανεπιστημίου να εντοπίσουμε είναι η «έλλειψη συνομιλίας» στις ετερότροπες αρχιτεκτονικές τάσεις. Τα κτήρια δεν διαδέχονται το ένα το άλλο με αρμονία χρωμάτων και υλικών μήτε παράγεται ένας δυναμικά γόνιμος χαρακτήρας αντίθεσης. Επιπροσθέτως, την αχολογή των κτηρίων, εμφαίνει η ύπαρξη μεσοτοιχίας αλλά και άχαρες προσθήκες όπως κλιματιστικά και επιγραφές που δεν επιτρέπουν την αποκάλυψη κύριων γραμμών ενός κτηρίου ακόμη και αμφίβολης αισθητικής. Το σφάλμα υποφώσκει στη δόμηση κτηρίων δίχως να ληφθεί υπόψη η οργανική τους ένταξη, κατοπτρίζοντας στον κτιστό τρόπο τον ατομοκεντρισμό. Tο εγχείρημα του R.A. στην παρουσίαση του, απέδιδε καθολικά χαρακτηριστικά και ευεργετήματα για όλη την πόλη. Δεν ξέρω, στην καθημερινότητά τους κάτοικοι ενός όχι μακρινού δήμου, του Περιστερίου π.χ., πόσο θα ωφελούνταν όταν δεν θα ευρίσκοντο στο χώρο της ανάπλασης. Οι δήμοι, γειτονιές θα πρέπει να επικοινωνούν η μία με την άλλη διαφυλάσσοντας την ετερότητά τους. Και πόσο πράγματι, ακόμη και αυτές, οι επ΄ αγαθώ χρήσεις για πολιτιστικούς σκοπούς θα ενδιέφεραν περισσότερους απ΄ ότι σήμερα, τουλάχιστον διακριτά, όταν δεν αλλάζει το σύγχρονο κοσμοείδωλο; Όταν ο κάτοικος κερματισμένος, δεν νιώθει το μερικό, τη γειτονιά του ως αντανάκλαση του όλου και τανάπαλιν έστω, με όποιες διαφοροποιήσεις; Εν πάση περιπτώσει, η ακύρωση χρηματοδότησης του προγράμματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν κρίνεται ωφέλιμη για ένα χρήσιμο εγχείρημα σε μια κομβικής σημασίας πόλη για την ιστορία της Ευρώπης. Όσον αφορά την επαναχρησιμοποίηση κτηρίων, υπάρχουν παραδείγματα όπου κτίσματα χτίστηκαν μεν για άλλους σκοπούς και επαναχρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά με ετερόκλητες χρήσεις. Όμως, αυτό συνιστά απλά μια ακίνδυνη ρωγμή στο μεγαλιθικό σύγχρονο κοσμοείδωλο μιας και διαπιστώνουμε αυτές τις ρηγματώσεις μερικώς, από ομάδες με παγιωμένα χαρακτηριστικά ή σκοπούς που δύσκολα, στο χρόνο εργασίας, σε μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου, ξέφυγαν από τις κυρίαρχες αντιλήψεις: την εξάντληση της αλήθειας στο υποκείμενο ή σε συλλογικότητες που λειτουργούσαν αποσπασματικά εν είδει ‘’πολυατομικού΄΄ υποκειμένου. Το ερώτημα για το είναι μας μέσα στο κόσμο πρέπει να εκφράζεται δυναμικά, να εντυπωθεί εν προκειμένω ότι «το κατοικείν είναι ο τρόπος που κατοικούν οι θνητοί» σε ευρύτερα στρώματα με διαρκή χαρακτήρα αναζήτησης. Η ιστορία σε μια πόλη δεν συρρικνώνεται σε ένα μόνο σημείο αλλά ως δυναμικό μέγεθος πρέπει να διαχέεται.
Η Πανεπιστημίου κατασκευάστηκε ως ο άξονας σύνδεσης των ιστορικών Πλατειών του Συντάγματος και της Ομονοίας. Η πλατεία Ομονοίας για τον γράφοντα, είναι η σημαντικότερη των Αθηνών. Καταρχάς, αποτελεί κόμβο έξι κύριων οδικών αρτηριών. Εάν περαιτέρω, εξετάσουμε την Ομόνοια σημειολογικά, πέραν των πρωτοπόρων στην εποχή τους επεμβάσεων όπως η κατασκευή ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και κυλιόμενων σκαλών, θα διαπιστώσουμε ότι φέρει σε ζεύξη λόγω των οδών που συγκλίνουν, περιοχές με διαφορετική οικονομική επιφάνεια: από τις φτωχογειτονιές του Μεταξουργείου ως τις παρυφές των «ελίτ» περιοχών που άγονται από την Πανεπιστημίου, λειτουργώντας ως σημείο όσμωσης. Ως τη δεκαετία του ‘80, πριν το μαρασμό της, ήταν σημείο αναφοράς για την εξόρμηση σε μαγαζιά, καφέ, διατηρώντας ζωντανά κύτταρα της καθημερινότητας: από τυροπιτάδικα σε στοές και τσαγκαράδικα ως το ιστορικό καφενείο ΝΕΟΝ. Κάποιες φορές, δεν συνιστά οπισθοβασία να επιστρέψεις σε ένα μοντέλο που λειτούργησε επιτυχημένα αν ανταποκρίνεται στα αιτήματα κατοπινών χρόνων. Σε μια αυχμηρή Αθήνα που απώλεσε κάθε υδάτινο στοιχείο «το σιντριβάνι, ως τμήμα του σχεδιασμού που είχε εκπονήσει ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος, είχε επιτύχει να δημιουργήσει ένα αστικό ορόσημο και υπερτοπικό σημείο αναφοράς χρησιμοποιώντας δύο στοιχεία, το νερό και την κίνηση μέσα σε ένα παιχνίδι γεωμετρικών σχημάτων, τα οποία οροθετούνταν στον αφαιρετικό αλλά και πυκνό τάπητα της χλόης» όπως αναφέρει ο κος Βατόπουλος (9). Η τελευταία ανάπλαση αποδείχτηκε καταστροφική. Πειραματισμοί δίχως τη σύμφωνη γνώμη των περισσοτέρων κατοίκων όλης της πόλης, κι αυτό συνιστά «δημοκρατική αντίληψη» στο χώρο για το χώρο, εκκολάπτουν τον κίνδυνο να προκύψουν νέα σφάλματα. Η Πλ. Ομονοίας είναι ένα καλούπι ανάσας στα σχεδόν, ισοϋψή κτήρια της περιοχής. Δεν πρέπει να υπάρξουν κάθετα στοιχεία στην πλατεία εκτός αν διαπλέκονται επιτυχημένα όπως στο βραβευμένο έργο του κου Βαρώτσου στη Γενεύη (10)και προφανώς, μιλάμε για ένα, δυο κάθετα στοιχεία, όχι για πληθώρα. Η νέα όψη της Ομόνοιας, διατηρώντας στοιχεία από την προγενέστερη μορφή της πρέπει να τύχει της αποδοχής των περισσότερων Αθηναίων καθώς, εκεί χτυπάει η καρδιά τους. Για να χτυπήσει όμως, εύρυθμα η καρδιά πρέπει να αιματώνεται σωστά. Συνεπώς, από μόνη της μια ανάπλαση της Ομόνοιας δεν θα φέρει την Άνοιξη στη βαρυχειμωνιά της μεσογειακής πόλης. Ευτυχώς, η Πειραιώς από επιτυχημένες παρεμβάσεις στο Γκάζι και σε διαστήματα κατά μήκος της, έχει αρχίσει να αξιοποιείται με φορείς πολιτιστικού χαρακτήρα για παράδειγμα. Η γάγγραινα όμως της Ομόνοιας έχει μεταφερθεί στην πάλαι ποτέ ακμάζουσα Σταδίου, στη χρόνια, ήδη από το ‘80, εγκαταλελειμμένη Αγ. Κωνσταντίνου που πρέπει να γίνει η «νέα Πανεπιστημίου» παρωθώντας την αισθητική αναβάθμιση του Μεταξουργείου. Θα σταθώ όμως, για λίγο σε μια αξιοσημείωτη οδό, εγγύς στην Ομόνοια, την Πατησίων. Δεν χρειάζεται για την οικονομία του κειμένου να αναφερθώ στα σημαντικά κτήρια που φιλοξενεί και πως κι αυτά, ακολουθούν την ευρύτερη σήψη. Η αναφορά του Πολυτεχνείου, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και των παρακείμενων οδών, της Στουρνάρα π.χ., αρκούν για να συγκρίνουν οι γενιές του ’70 και πριν, πως ήταν, πως κατάντησαν. Σκεφτείτε με μια αναζωογόνηση μέχρι το ύψος που αναφέραμε, πως άρδην θα υπήρχαν δυνατότητες να βελτιωθούν η Μάρνη και η πλατεία Βάθη, κοντινός κόμβος. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι μια δεύτερη πύλη εξόδου προς τη Πατησίων είναι η Πλατεία Βικτωρίας, εγγύς στο Πεδίον του Άρεως και την Αλεξάνδρας, βρισκόμενη επίσης, σε παρακμή. Και εδώ, χρειάζεται να «οπισθοβατήσουμε» αν θέλουμε να προχωρήσουμε. Η Πατησίων που άγει και στην επίσης, την ίδια περίοδο, σε μαρασμό Φωκίωνος, οι παράλληλες Αχαρνών και Λιοσίων με την αναβάθμισή τους, μπορούν να λειτουργήσουν ως αποσβεστήρες σε περιοχές που παρουσιάζεται πληθυσμιακή πύκνωση και κοινωνικά προβλήματα όπως η Κυψέλη, ο Αγ. Παντελεήμονας και η Αττική. Περιοχές που φιλοξενούν πλήθος έστω, και σποραδικά, ιστορικών κτηρίων. Περιοχές όμως, που εκλείπουν οι ελεύθεροι χώροι και γέμουν ακαλαίσθητων κτισμάτων. Μια μελέτη από τους Σταύρο Κούσουλα και Βασίλη Βασιλειάδη, με υπεύθυνους καθηγητές της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πολυτεχνείου τους Π. Τουρνικιώτη και Σ. Σταυρίδη, δημοσιευμένη στην Ελευθεροτυπία (11)αναφέρει μεταξύ άλλων ότι εδώ και 30 χρόνια, από το 1985 σε γειτονιές του Αγ. Παντελεήμονα έχουν κατασκευαστεί μόνον τρία νέα κτήρια. Όμως, ανάπλαση δεν σημαίνει μόνο δόμηση αλλά και τόλμη για γκρέμισμα. Και δεν χρειάζεται να «ξεσπιτώσουμε» κατοίκους γιατί θα πρέπει να λαμβάνουμε όσες δυνατές παραμέτρους υπόψη σε κάθε εγχείρημα. Μεταξύ άλλων επεμβάσεων, στη μελέτη προβλέπεται γκρέμισμα τοίχων στα ισόγεια αποκτώντας έτσι, την όψη πιλοτής. Στα πλαίσια ενός ευρύτερου οικοδομικού τετραγώνου δημιουργούνται κατ΄ αυτόν τον τρόπο είσοδοι στο εσωτερικό του. Τολμηρή η πρόταση όμως, η ουτοπία είναι το μέλλον που δεν γίνεται παρόν συχνά από ατολμία, είναι η δημιουργία στην περιοχή εναέριων διαδρόμων που μπορούν να συνδράμουν περαιτέρω στην όσμωση ετερογενών κατοίκων, στην άμβλυνση όποιων προβλημάτων διαπιστώνονται. Προσωπικά, έχω σκεφτεί για πολλές πολυκατοικίες, όχι μόνο στην Αθήνα, εφόσον υπάρχει ο απαραίτητος χώρος σε ταράτσες, τη δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων καφέ, γιατί όχι και την τοποθέτηση οθονών για υπαίθριες προβολές στους θερινούς μήνες. Είναι επίσης, αποδεδειγμένο το πόσο οι «πράσινες» οροφές μπορούν να επηρεάσουν το μικροκλίμα μιας περιοχής. Ένας απλός τρόπος η πολυκατοικία να γίνει μια «κάθετη» γειτονιά και όχι απρόσωπος όγκος με ορόφους- ερμάρια μονωμένων ψυχών.
Στην Αθήνα, ειδικά μετά την καταστροφική πυρκαγιά στην Πάρνηθα το 2007, η ανάγκη για αντισταθμιστικούς παράγοντες στην επιβάρυνση των μικροκλιματικών της συνθηκών είναι πρόδηλη. Και αντισταθμιστικά μπορεί να λειτουργήσει ένας υδάτινος άξονας, από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει όπως ο Κηφισός ποταμός. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι μεγάλο μέρος ιστορικά του πολιτισμού αρδεύτηκε από τις κοίτες ποταμών. Τίγρης, Ευφράτης, Νείλος, Δούναβης, Γάγγης πρόσφεραν το απαραίτητο υπόβαθρο για την ανάπτυξη υπαρξιακών ερωτημάτων και πρακτικών εφαρμογών της ίδιας της βιοτής. «Αν η ανάπλαση του Κηφισού γίνει πραγματικότητα, τότε η Αθήνα θα έχει κερδίσει πίσω το ποτάμι της. Θα έχει αποκτήσει ένα επίμηκες πάρκο 25 χλμ., ένα διάδρομο κλιματισμού που θα βελτιώσει το μικροκλίμα της και παράλληλα, έναν πόλο τουρισμού που θα τονώσει την αξία γης των ζωνών που διασχίζει. Αξίζει να δούμε τι έχει γίνει σε παρόμοιες περιοχές διεθνώς» αναφέρει ο διεθνούς φήμης αρχιτέκτων- πολεοδόμος κος B. Ζώτος στον οποίο βασίστηκε η ανάπλαση του Τάμεση (12)! Οι υπεύθυνοι κωφεύουν όμως, πρέπει σαν χείμαρρος η φωνή μας να πλημμυρίσει τα αποστραγγισμένα μυαλά. Από την Πάρνηθα ως το Φάληρο, ο Κηφισός διατρέχει περιοχές με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως το Περιστέρι και οι κομβικής σημασίας ‘Άγιοι Ανάργυροι. Από αυτόν τον υδάτινο άξονα θα έχουμε μείωση της ηχορρύπανσης από παρακείμενους δρόμους όπως η Εθνική οδός, ελάττωση της θερμοκρασίας του λεκανοπεδίου κατά τουλάχιστον 2 βαθμούς με πυκνή φύτευση. Το ποτάμι με δημιουργία παράλληλων μονοπατιών και άλλων κοινόχρηστων χώρων θα συμβάλει στην οικολογική ευαισθητοποίηση αλλά και σε ποικίλες πολιτιστικές, αθλητικές δραστηριότητες. Αναφερόμαστε σε περιοχές όπου ήδη, οι κάτοικοι νιώθουν στο περιθώριο, δυσανασχετούν. Αυτές προέχουν. Σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια, χρειάζονται ελάχιστες επεμβάσεις όπως σε προσόψεις (το μέτρο πρέπει να εφαρμοστεί φυσικά, και αλλού) ως τόπος ιδιαίτερης εκφραστικής και επιτυχούς εν πολλοίς αυτοδιαχείρισης καθώς, κρίνεται επωφελές να υπάρχουν τόποι ως γεννήτορες ιδιότυπων ζυμώσεων. Να σημειώσω πάλι, πως δεν αναφέρονται περιοχές με επιβεβαρυμμένη και ακαλαίσθητη δόμηση στην Αθήνα, στον Πειραιά και σε διάφορα αστικά κέντρα της χώρας για την οικονομία του δοκιμίου καθώς, μέσω των διαπιστώσεων στην πρωτεύουσα και την ανάγκη αφύπνισης από τα δεσμά του ισχύοντος κοσμοειδώλου που συνεπιφέρει φαινόμενα μιμητισμού, εκτιμώ ότι πολίτες, όπου κι αν διαμένουν, μπορούν να δράσουν προς τη βελτίωση των σχέσεων χώρου- κατοίκων σεβόμενοι τις τοπικές πάντα, ιδιομορφίες.
Υπάρχουν πόλεις εύστοχα ανταποκρινόμενες στις σύγχρονες συνθήκες όπως τα Τρίκαλα που σταθερά, είναι στον κατάλογο με τις 20 πιο «έξυπνες» πόλεις παγκοσμίως λόγω των δυνατοτήτων ηλεκτρονικών εφαρμογών. Βέβαια, τα πληθυσμιακά μεγέθη και άλλοι παράγοντες μεταξύ Τρικάλων π.χ. και Αθήνας καθιστούν στην τελευταία, πιο δύσκολη την όποια ηλεκτρονική εφαρμογή. Εν τούτοις, όπως οραματίστηκε ο ρηξικέλευθος αρχιτέκτονας ήδη, από το ΄60, Τ. Ζενέτος, μέσω της Ηλεκτρονικής Πολεοδομίας, μπορούσαν να υπάρξουν ανάλογες εφαρμογές. Η εκμετάλλευση π.χ. ευρυζωνικών δικτύων οπτικών ινών παρέχει τη βασική υποδομή για την κατασκευή αισθητήρων καθιστώντας πιο ευέλικτη διαχείριση προβλημάτων όπως η εύρεση ελευθέρου πάρκινγκ προς αποφυγή της συμφόρησης, πληροφόρηση για την κίνηση στους δρόμους, τη διαχείριση του ηλεκτροφωτισμού, τις ατμοσφαιρικές συνθήκες και την εξοικονόμηση ποικίλων πόρων. Εδώ, δεν αναφερόμαστε άμεσα στο κτίζειν αλλά ως ζωντανός οργανισμός κάθε πόλη, έχει το κυκλοφοριακό της και «κυκλοφορικό» σύστημα. Θα μπορούσε στο μέλλον, η συλλογή πληροφοριών μέσα από ατομικές συσκευές σε ένα διευρυμένο δίκτυο wi fi να ανακουφίσει καθημερινά προβλήματα και να προσφέρει στον πολίτη το αίσθημα ενεργότερης συμμετοχής. Άλλωστε, κάθε προσφορά δεν αποδίδεται σε μια μόνο κατεύθυνση αλλά σε όσες δυνατές ακόμη και μη αντιληπτές. Στις μέρες μας όμως, η έλλειψη δημόσιων χώρων και η διαχείριση της ηλεκτρονικής πληροφόρησης ποδηγετούν το άτομο προσφέροντας γόνιμο έδαφος για την ατομοκεντρική παρουσία, υποκαθιστώντας έστω, κι αν δεν υπάρχει ανάγκη, τη φυσική επαφή. Ας αντιληφθούμε ότι οι αναφερόμενες εφαρμογές μπορούν να αποσυμφορήσουν τον κτιστό χώρο δίχως να εγκλωβιστούμε σε ένα ηλεκτρονικό κελί.
Στα παραπάνω αναφερθήκαμε σε προβλήματα και επεμβάσεις ως προς την οριζόντια εξάπλωση της πόλης. Ας αλλάξουμε διάσταση. Αλήθεια, γιατί η κατασκευή ουρανοξυστών στις ελληνικές πόλεις αποτελεί ταμπού; Γιατί δεν απασχολεί τόσο τον σύγχρονο Αθηναίο η έλλειψη ψηλών κτηρίων; Θα τολμούσα να αναφέρω πως πρόκειται για ένα διαχρονικό κατάλοιπο ως μια παράμετρο, από την οριζόντια ανάπτυξη της αρχαίας πόλης. Ίσως και μορφολογικά, δίνεται μια αίσθηση ισονομίας και πράγματι, υπερυψωμένα κτήρια, όπως είδαμε σε πολιτισμούς της προνεωτερικής αντίληψης (13), κτίσθηκαν για τη συνδήλωση κυριαρχίας ομάδων εντός μιας επικράτειας ή και να σημάνουν τις μητροπόλεις ως εκπροσώπους μιας ηγέτιδας δύναμης οικουμενικά. Θαρρώ, σε πόλεις των Η.Π.Α. δεν θα ξαστοχούσαμε με αυτήν την παρατήρηση όπως και στους γοτθικούς ναούς. Ακόμη και με την οριζόντια μορφή ανάπτυξης δεν αποφεύχθηκαν οι ταξικές διακρίσεις όπως τις αντιλαμβανόμαστε από περιοχές με υψηλότερη αισθητική και συνεπώς, αντικειμενική αξία. Η πάλαι ποτέ ανισότητα καθ΄ ύψος μεταφέρθηκε στην οριζόντια κατεύθυνση γιατί, δεν ξεπεράσαμε ίσως, εκείνο το στάδιο των 7- 11 ετών κατά τον Δρ. Δ. Τσουρέκη που σκεφτόμαστε αντισταθμιστικά (14). Η σκέψη πρέπει να είναι φύσει ευέλικτη κι όχι να υπακούει στο Νόμο Δράσης και Αντίδρασης. Ένα φαινόμενο όμως που διαφαίνεται τουλάχιστον από την μεταπολεμική περίοδο, είναι ότι δεν έχουμε μάθει να κτίζουμε ως λαός και για τις επόμενες γενεές. Ο ορίζοντας της αισθητικής μας στα υπάρχοντα κτήρια, στα περισσότερα αστικά μας κέντρα και δη στις δυο μεγαλουπόλεις μας, σβήστηκε απαλείφοντας και τον πραγματικό ορίζοντα από τη θέα του μπαλκονιού μας αλλά και στο δημόσιο χώρο. Μια στιγμή ανάτασης όπου το βλέμμα δεν θα προσκρούει σε κάποιον ακαλαίσθητο τοίχο, θεωρείται πολυτέλεια. Και εδώ πάλι, εντοπίζεται η χρησιμοθηρική μας αναφορά, η ικανοποίηση από μεγάλο μέρος των κατοίκων του εγώ στην αρχιτεκτονικά «κτιστή» του υπόσταση και όχι ο οντολογικός, υπαρξιακός προβληματισμός. Οι ουρανοί στερεύουν κάθε μέρα, η πόλη χάνει το γαλάζιο της ενώ, ο Ήλιος μοιάζει να δύει ώρες νωρίτερα σε περιοχές που βρίθουν από πολυκατοικίες. Κι όμως, η οριζόντια ανάπτυξη έκρυψε πληρέστερα τον Ήλιο! Εδώ, αίρονται επιχειρήματα που αρθρώνουν αντιρρησίες της κάθετης δόμησης περί αλλοίωσης του τοπίου γιατί το ζήτημα είναι το τι κτίζεις, που και με ποιο σκεπτικό ώστε, να είναι ικανό να υπερβεί τη στενωπό της φυσικής διάρκειας μιας- δυο γενεών. Μια ακόμη αντίρρηση αρθρώνεται για τη συσχέτιση οριζόντιας- κατακόρυφης ανάπτυξης με πολιτικά σημαινόμενα η οποία δεν είναι άσχετη και με τη νεώτερη ιστορία του τόπου μας. Ας αναφέρουμε τα μεγαλεπήβολα κτήρια επί δικτατορίας Μεταξά έως υπερυψωμένα όπως ο Πύργος των Αθηνών που χτίστηκαν στην διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών ή και αδειοδοτήθηκαν την περίοδο εκείνη. Στη Μεταπολίτευση, με το φορτισμένο πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο, η παρουσία παρόμοιων κτηρίων αναμόχλευε δυσάρεστες μνήμες. Η σκληρή, «τσιμεντένια» πείρα όμως, μας έμαθε ότι το δίκαιο προσεγγίζει το αληθές όταν επιμερίζεται χωρίς να σκεδάζεται, όταν με τις κατάλληλες γέφυρες ο ποταμός των σκέψεων από τις διάφορες πηγές θα ρέει αδιατάρακτα. Όπως αναφέρει και ο Φουκώ «η αρχιτεκτονική του Godin (στο Familistere) απέβλεπε προφανώς στην ελευθερία του λαού. (…) Ωστόσο, κανένας δεν μπορούσε να μπει ή να βγει από κει χωρίς να τον δουν οι πάντες- πρόκειται για μια πλευρά της αρχιτεκτονικής που μπορεί να είναι εντελώς καταπιεστική. Μπορεί όμως να είναι καταπιεστική μόνο αν οι άνθρωποι είναι προετοιμασμένοι να χρησιμοποιήσουν την παρουσία τους έτσι ώστε να παρακολουθούν τους άλλους (…)Το καθένα γίνεται αντιληπτό μέσω του άλλου (…)Οι πανοπτικές ιδιότητες της Γκιζ μπορούσαν πολύ καλά να της είχαν επιτρέψει να χρησιμοποιηθεί ως φυλακή» (15)! Η ελευθερία πρέπει διαρκώς να εξασκείται, όχι να τελματώνει σε κοντόθωρες αγκυλώσεις.
Δεν υποστηρίζεται ότι η ηλεκτρονική διαχείριση ή ο ουρανοξύστης αποτελεί πανάκεια. Δεν πρόκειται να παρασυρθούμε στο πνεύμα του Θετικισμού, πηγή ενός καρτεσιανού φρέατος στο σύγχρονο κοσμοείδωλο, οπού το κάθε γνωστικό πεδίο διεκδικούσε πρόταση καθολικής ισχύος και εφαρμογής. Αυτό για να μην προσγειωθούμε απότομα από τα ψηλά μιας και αναφερόμαστε σε ουρανοξύστες! Μπορούν όμως, με κατάλληλη διαχείριση και χωροθέτηση κτήρια όπως οι ουρανοξύστες, να απελευθερώσουν χώρο, χώρο που τόσο έχουμε στερηθεί. Αρκεί να υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός δίχως να διαταραχθεί ακόμη και η γεωμορφολογία του Αττικού τοπίου με τους εφτά λόφους. Ούτε άστοχη τσιμεντοποίηση ούτε μια ενεργοβόρα, γυάλινη υμνολογία αλλά ας παραδειγματιστούμε από διαγωνισμούς και τάσεις που απασχολούν την διεθνή επιστημονική κοινότητα και τους πολίτες άλλων μεγαλουπόλεων. Ας αναφέρουμε μερικά παραδείγματα: οι Skyfarms. Κάθετα αγροκτήματα οπού ο κάθε όροφος λειτουργεί ως αγροτεμάχιο περιορίζοντας τη ρύπανση που προκαλείται από τη μεταφορά τροφίμων εφόσον, βρίσκονται κοντά στους τόπους ζήτησης κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Columbia Ντίξον Ντεσπομιέρ. Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό ότι μπορεί να επαναφέρει στους κατοίκους αστικών κέντρων την αίσθηση φυσικού περιβάλλοντος και της πρωτογενούς παραγωγής. Στον Dynamic Tower στο Ντουμπάι από τον Δρ. Φίσερ ο οποίος στριφογυρίζει αλλάζοντας σχήμα μιας και φέρνει επανάσταση στο στατικό χαρακτήρα των κτηρίων παράγοντας ενέργεια για το ίδιο το κτήριο αλλά και γειτονικά. Ας μη θεωρήσουμε φαιδρές ή απόλυτες τις παραπάνω προτάσεις για να προλάβω ενδεχόμενες αντιρρήσεις για τη σημασία των σταθερών χαρακτηριστικών ενός κτηρίου ή τον υπέρμετρο οπτιμισμό ότι αυτό πρέπει να είναι το κτιστό μας μέλλον. Όλα με μέτρο και πάντα, σε αρμονία με τα παρακείμενα κτίσματα, το περιβάλλον, τον τοπικό πολιτισμό. Η άποψή μου είναι ότι οι ουρανοξύστες δεν πρέπει να στεγάζουν οικογένειες ώστε να μη χαθεί η αίσθηση της γειτονιάς όμως, κάλλιστα, μπορούν να φιλοξενούν γραφεία υπηρεσιών, ξενοδοχεία, εκθεσιακούς χώρους κτλ. Ευτυχώς, η μονοτονία σε γυάλινους πύργους αλλά και η αντίληψη με την προσθήκη γυαλιού, χάλυβα και κλιματιστικών πως τα ενεργειακά αποθέματα είναι ανεξάντλητα, έχει αναστραφεί. Μια αντίληψη τουλάχιστον για τους ουρανοξύστες της περιόδου 1930-80 που ήταν προσηλωμένη στην αρχή της λειτουργικότητας. Πολλά μπορούν να γίνουν με τροποποίηση του ΓΟΚ, της γενικότερης αντίληψης με την ενθάρρυνση επενδυτών, με κρατική παρέμβαση ακόμη και στην κρίσιμη οικονομική συγκυρία που βιώνουμε ή με υβριδική χρηματοδότηση κράτους- ιδιωτών. Θαρρώ, ότι το ένα βήμα φέρνει το άλλο, αυτό είναι η Ιστορία και δεν υπάρχουν περιθώρια να μην τολμήσουμε για να μπούμε δυναμικά στο διεθνή μητροπολιτικό χάρτη.
Στο σύγχρονο Έλληνα είτε ως άτομο είτε μετέχοντας σε θεσμούς λείπει το όραμα. Ένας πολιτισμός που δεν σκέφτεται ανανεωτικά αλλά εγκλωβίζεται στο όντως, πλούσιο ιστορικό του παρελθόν ή το ερμηνεύει με στρεβλώσεις από τις εκάστοτε ηγέτιδες οικονομικά δυνάμεις, γίνεται βορά στη φθορά και στην ανυποληψία. Ακόμη και στην αρχιτεκτονική , την πολεοδομία και όσα αφορούν το χώρο, υπήρξαν μεν ιδέες που δεν σαρκώθηκαν όμως, αφύπνισαν αρκετούς και προέτρεψαν σε εναλλακτικές προτάσεις συλλογικά αλλά και από ιδιώτες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ουτοπική αρχιτεκτονική. Έξω από τη σφαίρα των ειδικών, σε κάποιους, είναι γνωστές προτάσεις του Boullée για παράδειγμα το 18ο αι. με πιο χαρακτηριστική αυτήν του σφαιρικού κενοταφίου για τον Νεύτωνα. Αξιοσημείωτο το ρεύμα του Ιαπωνικού Μεταβολισμού (Ι.Μ.) την δεκαετία του 1960. Ένα κίνημα που συνάδει με την Ιαπωνική φιλοσοφία προσλαμβάνοντας τον αστικό ιστό, όπως υποστηρίζεται και στο παρόν δοκίμιο, ως ένα ζωντανό οργανισμό για τούτο και δανείζεται έναν όρο από μια άλλη επιστήμη, τον Μεταβολισμό (Βιολογία). Βλέπουμε πως η Φιλοσοφία δεν είναι άσχετη με εφαρμογές ακόμη και σε μια εποχή που εμφορείτο από το πνεύμα του Διεθνούς Στυλ (ιδέες που μεταλαμπαδεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη Γερμανία στις Η.Π.Α.). Οι φουτουριστικές Μεγαλοδομές του Ι.Μ. χαρακτηρίζονται από ευελιξία απέναντι στις σύγχρονες απαιτήσεις πόλεων με υπερπληθυσμό. Ο αρχιτέκτων K. Κurokawa κατασκευάζει έναν «πύργο» με κάψουλες οι οποίες μπορούν να αποκολληθούν για επισκευή ή αντικατάσταση. Είμαστε ήδη, στα χνάρια του γίγνεσθαι σε μια στατική κατασκευή όπως πλέον τη συναντούμε και στον Dynamic Tower και το συγκρότημα κατοικιών Habitat 67, το πλέον αναγνωρίσιμο κτήριο στο Μόντρεαλ του Καναδά. Και στην Ελλάδα θα μπορούσαν να υπάρξουν αντίστοιχα εγχειρήματα. Για παράδειγμα, στο στέγαστρο του σταθμού του ΣΤΑ. ΣΥ (ηλεκτρικός) στο Ν. Φάληρο είχα σκεφτεί πριν την κατασκευή του, να ανακαλείται το άνοιγμα φτερών γλάρων όπως και ενημερώθηκα κατόπιν ότι έγινε. Δεν διεκδικώ τα δικαιώματα του έργου μιας και δεν τα κατάθεσα. Στο σχέδιό μου, το στέγαστρο ήταν αρθρωτό και «μιμούταν» την πτήση των γλάρων ανοιγοκλείνοντας . Σε διάφορες σκέψεις, φανοστάτες π.χ. ανοιγόκλειναν αποκαλύπτοντας την πηγή φωτισμού βραδινές ώρες σαν «νυχτολούλουδα». Ίσως ήδη, να υπάρχει αντίστοιχο, όπως σε πυλώνες υψηλής τάσης, πέρα από το κυρίαρχο σχεδιασμό, κάτι που πρόσφατα, υλοποιήθηκε. Όπως αναφέρει ο επιφανής αρχιτέκτονας Δημήτρης Ποτηρόπουλος (16) «Συχνά η ουτοπία δείχνει ένα δρόμο, ένα όραμα που μπορεί να πραγματοποιηθεί μελλοντικά, όταν αλλάξουν οι ιστορικές συνθήκες, οι οποίες στο παρόν την κάνουν να μοιάζει με «ου τόπο» (μη υπάρχοντα τόπο). Στο ίδιο άρθρο αναφέρει «ο ουτοπιστής εξεγείρεται εναντίον αυτού που ήδη υπάρχει και υποδεικνύει δυνατότητες υπέρβασης εκεί όπου η ψυχρή λογική συναντά αδιέξοδα». Το άυλο και το υλικό, των οποίων η «φύση» από τη Σύγχρονη Φυσική αμφισβητείται, μπορούν να συνυπάρξουν ενεργά στη φιλοσοφική ενατένιση όπως πρότρεπε ο Χάιντεγκερ. Σίγουρα, στην υλοποίηση των παραπάνω εγχειρημάτων θα πρέπει να μεταστραφεί η κυρίαρχη λογική και όπως αναφέρει και ο Φουκό (17) σε έναν ζωντανό οργανισμό όπως η πόλη, ο χώρος εν γένει, «οι μεταβλητές του εδάφους, της επικοινωνίας, της ταχύτητας) ξεφεύγουν από τη δικαιοδοσία των αρχιτεκτόνων» αφού, σε μέγιστο βαθμό υπεύθυνοι είναι πολιτικοί και νομοθέτες. Δεν χρειάζεται λοιπόν, από όσα έχουν ειπωθεί, να σκεφτούμε ότι «αγκύλωσεις» του ΓΟΚ πρέπει να αναθεωρηθούν, εφαρμοζόμενες με μέτρο όπου πρέπει, χωρίς να προσβάλλουν ιστορικά κτίσματα. Σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύουμε από την πλημμυρίδα της οριζόντιας εξάπλωσης ή σε κάποιες περιοχές, από την «έπαρση» άχαρων συστοιχιών όπως στη Σαγκάη με στομφώδη πυκνότητα όταν τουλάχιστον, στη Νέα Υόρκη υπήρξε ο κατάλληλος κανονισμός που αντιστάθμισε το ύψος με τη χάραξη μεγάλων λεωφόρων. Ελλοχεύει επίσης, ο κίνδυνος αμφίβολης αισθητικής ως προς το αστικό τοπίο όπως συνέβη εγχώρια στην Πανεπιστημίου, στα Μεσόγεια, διεθνώς στην Ε.Σ.Σ.Δ. και πλέον, στο Ντουμπάι, στα Σκόπια εφόσον, δεν ληφθούν υπόψη ιδιαιτερότητες του χωρικού αλλά και πολιτισμικού υποβάθρου μας. Το παράδειγμα του επιχειρηματικού κέντρου στο Σικάγο που δεν επηρεάζει την υπόλοιπη χαμηλή δόμηση, μη υποχρεώνοντας όποιον αντίθετο σε καθημερινή επαφή, εκτιμάται ως αποτελεσματική χωροταξική απόπειρα. Κατά μήκος της Αττικής Οδού και στον Ελαιώνα θα μπορούσαν να ανεγερθούν και ουρανοξύστες ευχόμενος πράγματι, καινοτόμα κτήρια να υπάρξουν ως τοπόσημα προτάσσοντας μια εγχώρια αισθητική που λαμβάνει υπόψη παρόν και παρελθόν. Ας μην εξοβελίσουμε άλλο την προνεωτερική αντίληψη πολιτισμών. Ας προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε με τον άνθρωπο του παρελθόντος δείχνοντας ότι δεν χάθηκε η μνήμη του, δεν υποβιβάστηκε ο θάνατός του σε ένα απλό βιολογικό γεγονός. Είναι πρόκληση και για τον σύγχρονο αρχιτέκτονα, πολεοδόμο να φέρει τις απαραίτητες γέφυρες που ενώνουν παρελθόν, μέλλον και παρόν. Υπάρχουν αξιόλογες προτάσεις όπως του αρχιτέκτονα Μ. Αναστασάκη με ανισοϋψείς πύργους σε σχήμα ελιάς, πλάνο για τον Βοτανικό (18) που επιτρέπει άπλετο χώρο από τους αρχιτέκτονες Ερμ. Χαλβατζή και Ν. Λιανού (οι οποίοι έχουν συνεργαστεί με την κορυφαία διεθνώς αρχιτέκτονα Ζάχα Χαντίντ) και αρκετές ακόμη. Ας κοιτάξουμε πως σαρκώνεται το μέλλον σε διάφορες γωνιές του κόσμου: στην περιοχή Donau city στη Βιέννη, στην Αzka της Μαδρίτης, στη Levent στην Κωνσταντινούπολη ακόμη και σε αναπτυσσόμενες χώρες όπως στη Συρία με το κτήριο της Νομαρχίας.
Αν θέλουμε να κτίσουμε μια νέα πόλη, θα κτίσουμε και ουτοπικά. Στα παραπάνω γραφόμενα είδαμε πως εφαρμόστηκε επιτυχημένα. Και επειδή τα γραφόμενα είναι μέρος της γλώσσας, φαινομένου που διαπλάθει την αντίληψή μας και για μια πόλη διαχρονική (όπως η Αθήνα), θα θραύσουμε το σκληρό κέλυφος του ουσιαστικού «πόλη» και θα οραματιστούμε τον αδόκιμο έστω, απαρεμφατικό τύπο «πολίζην» συνδηλώνοντας την απελευθέρωση από όποιο τέλμα. Αναφερόμαστε στη διαχρονικότητα και στο φάσμα αυτό, με μακροσκοπικούς όρους, το ουσιαστικό γίνεται ρηματικός τύπος. Ενστερνιζόμενοι όπως με διάφορα σημαίνοντα ο προνεωτερικός άνθρωπος τις συμπαντικές διεργασίες, μπορούμε να πούμε ότι στην ουτοπική αρχιτεκτονική παράγεται ύλη από το άυλο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι με την ουτοπία μεταφέρεται ένα «μεταφυσικό» αντίκρισμα που ικανοποιεί τους περισσότερους, ένθεους και μη. Και το λέω μεταφυσικό γιατί ακριβώς, υπερβαίνει το παρόν, διανοίγοντας το μέλλον σε ενεστωτική εμπειρία. Η Αθήνα και αρκετές Ευρωπαϊκές πόλεις έχουν εγκλωβιστεί στο ιστορικό τους παρελθόν. Αυτό συνδηλώνεται μέσω και της έλλειψης πολιτισμικής πρότασης για το μέλλον που εξωθεί τον πολίτη στην απομόνωση καθώς, ο άνθρωπος όπως και ο πολιτισμός που φέρει, ολοκληρώνεται στην έξοδο από τους φυσικούς φραγμούς του εγώ και του τώρα. Στη δε Ευρώπη τουλάχιστον, διαφυλάχθηκε το κτιστό παρελθόν και αυτός είναι κύριος λόγος που κάνει αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις ελκυστικές σε κατοίκους αλλά και επισκέπτες. Εξάλλου, ο Δυτικοευρωπαίος πολίτης ζει με ρυθμούς αλλά και κτιστούς χώρους σύμφωνους με εκφάνσεις του σύγχρονου κοσμοειδώλου. Στο βιβλίο του κτιστού χρόνου ή αν θέλετε, της κτίσης στο χρόνο, μοιάζει να ‘χουν σκιστεί σελίδες από το μέλλον. Καλούμαστε να τις ανακαλύψουμε διαπλάθοντας το μελλοντικό μας ύφος και ήθος. Η πόλη, ο τρόπος του κτίζειν διαπλάθει το χαρακτήρα μας και τανάπαλιν. Είναι ο καθρέπτης μας και σε αυτόν θέλουμε να συνυπάρχει ο άνθρωπος του παρελθόντος, ο μελλοντικός και η όψη μας να μη γερνά!
Σημειώσεις:
- F. David Peat-John Briggs, Μια αιρετική άποψη για το ΧΑΟΣ στην καθημερινή μας ζωή, μτφρ.: Ιωάννα Μουζακίτη, Εκδόσεις Τραυλός, Αθήνα, 2001, σελ. 187.
- Κλωντ Λεβί-Στρως, Φυλή και Ιστορία, μτφρ.: Ευριδίκη Παπάζογλου, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1995, σελ. 62.
- Αντόρνο, Λόβενταλ, Μαρκούζε, Χορκχάιμερ, Τέχνη και μαζική κουλτούρα, μτφρ.: Ζήσης Ζαρίκας, Υψιλον/βιβλία, Αθήνα, 1984, σελ. 51- 52.
- Μάρτιν Χάιντεγκερ, ΚΤΙΖΕΙΝ, ΚΑΤΟΙΚΕΙΝ, ΣΚΕΠΤΕΣΘΑΙ, μτφρ. Γιώργος Ξηροπαϊδης, Εκδόσεις Πλέθρον, 2008, σελ. 33
- Στο ίδιο, σελ. 51
- Χ. Κατρούτσος: Η δόμηση του ανθρώπου (δομή στο χώρο και διάπλαση του ανθρώπινου χαρακτήρα στην προνεωτερική εποχή), πηγή: Αντίφωνο.
- Αντρέας Γιακουμακάτος, Η σύγχρονη «ιδεολογία» της αρχιτεκτονικής πηγή: tovimagr.
- Ελληνική Σημειωτική Εταιρία – Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ (Παράρτημα Φλώρινας) , Σημειωτική+εκπαίδευση, επιμ.: Σταύρος Καμαρούδης, Ελένη Χοντολίδου, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 90-91.
- Ν. Βατόπουλος, Το τέλμα της φαντασίας στην Ομόνοια, πηγή: kathimerini.gr
- Πηγή: http://www.naftemporiki.gr/story/796198/glupto-tou-kosta-barotsou-brabeutike-stin-elbetia
- Χαρά Τζαναβάρα, Δικαίωμα στην ουτοπία, πηγή: enet.gr
- Στέλλα Κεμανετζή, «Η Αθήνα μπορεί να πάρει πίσω τον Κηφισό»,πηγή: ethnos.gr
- Χ. Κατρούτσος: Η δόμηση του ανθρώπου (δομή στο χώρο και διάπλαση του ανθρώπινου χαρακτήρα στην προνεωτερική εποχή), πηγή: Αντίφωνο, antifono.gr
- Δ. Τσουρέκης, Αναπτυξιακή Ψυχολογία, Αθήνα 1988, σελ. 130
- Μισέλ Φουκό, εξουσία, γνώση, ηθική, μτφρ. :Ζήσης Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, Αθήνα, 1987, σελ. 58- 59
- Δ. Ποτηρόπουλος, Η οραματική αξία της ουτοπικής αρχιτεκτονικής, πηγή: andro.gr
- Μισέλ Φουκό, εξουσία, γνώση, ηθική, μτφρ. :Ζήσης Σαρίκας, εκδ. ύψιλον, Αθήνα, 1987, σελ. 57
- Α. Χεκίμογλου, Πράσινο και ουρανοξύστες στον Βοτανικό, πηγή: tovima.gr
Πηγή: antifono.gr