1. Εισαγωγή
Σύνθεση του περιβάλλοντος: Το θέμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς (behavior) στο περιβάλλον
Το προϊόν των συνθετικών επαγγελμάτων (Αρχιτεκτονική, εσωτερικοί χώροι, Αρχιτεκτονική του τοπίου, Πολεοδομικός χώρος) έχει κριτικαριστεί τελευταία από ένα μεγάλο αριθμό κοινωνιοψυχολόγων και ειδικότερα ψυχολόγων του χώρου (environmental behavior scientists). Κριτικές που αφορούν τη σχέση που υπάρχει μεταξύ συνθετικού προϊόντος από τη μια και συμμετοχή εις το στάδιο προγραμματισμού του ατόμου που θα χρησιμοποιήσει στο μέλλον το προϊόν τούτο (χρηστών), διατυπώθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία σ’ ένα μεγάλο αριθμό δημοσιευμάτων.
Το κριτικό-ερευνητικό αυτό σύνολο μπορεί κάλλιστα να εννοηθεί από δύο σκοπιές ως η κριτική των ψυχολόγων του χώρου προς τους Αρχιτέκτονες αφενός, παίρνοντας δε μια πιο θετική στάση, η συνεισφορά των επιστημών ψυχολογίας του χώρου προς τον Αρχιτέκτονα και τα συνθετικά επαγγέλματα αφετέρου. Γενικά η κεντρική βιβλιογραφία επί του θέματος έχει παραχθεί από μη αρχιτεκτονική παιδεία ή πείρα. Η κριτική κατευθύνεται εναντίον των Αρχιτεκτόνων. Η μόνη εξαίρεση στο ανωτέρω κανόνα κατά τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας ήταν η περίπτωση του Αρχιτέκτονα και Ιστορικού της Αρχιτεκτονικής James Marston Fitch.
O Fitch ήταν ο πρώτος αρχιτέκτονας της δεκαετίας που άγγιξε το θέμα της σχέσεως ψυχολογίας του περιβάλλοντος έναντι Αρχιτεκτονικής. Μίλησε κατανοητά προς τους αρχιτέκτονες ανέπτυξε κριτική αλλά έκανε και εποικοδομητικές προτάσεις.
Με τον καιρό άλλοι αρχιτέκτονες ασχολήθηκαν με το θέμα, όμως μέσα στον κυκεώνα της σχετικής βιβλιογραφίας και πράξεως αποτελούν σταγόνες στον Ωκεανό. Οι δύο μελέτες «Βιωθείσα Αρχιτεκτονική» (Lived-in Architecture) του Γάλλου Philippe Boudon και «Αμυνόμενος χώρος» (Defensible Space) του Oscar Newman) αποτελούν εποικοδομητικές εργασίες που ξεπερνούν τα στενά όρια της θεωρητικό-επιστημονικής μεθοδολογίας και προσφέρουν θετικές υποδείξεις για συνθετικές αντιμετωπίσεις, λαβαίνοντας υπ’όψιν τους παράγοντες χωρο-ψυχολογίας.
Ο πρώτος διεθνής Αρχιτεκτονικός οργανισμός (γραφείο-ομάδα) που σύμφωνα με τα στοιχεία της ερεύνης αυτής χρησιμοποίησε χωρο-ψυχολογικά δεδομένα στην αρχιτεκτονική του είναι του Αρχιτέκτονος – χωροψυχολόγου της Καλιφόρνιας C.M. Deasy. Το παράδειγμα της εταιρείας Deasy έχει ακολουθηθεί σήμερα από διακεκριμένα γραφεία των Η.Π.Α., όπως π.χ. του C.R.S. που διακρίνονται για τα σχολεία και νοσοκομεία τους. Τα γραφεία αυτά ακολουθούν δικές τους αναλυτικές και συνθετικές μεθοδολογίες.
Μελέτες σχετικές με την αμοιβαιότητα της χωροψυχολογίας και αρχιτεκτονικής συνθέσεως έχουν γίνει κατά καιρούς εις το παρελθόν, ειδικά δε για ορισμένα άκρως εξειδικευμένα κτίρια, π.χ. Νοσοκομεία. Οι ελάχιστες όμως αυτές εξαιρέσεις και εμπειρίες δεν βοήθησαν στην κατασκευή γενικής θεωρίας χρήσιμης στους αρχιτέκτονες συνθέτες.
Πέραν των ελαχίστων εξαιρέσεων, η θεωρητική εργασία της ομάδος των χωροψυχολόγων δεν έχει επηρεάσει εποικοδομητικά την γενική εξάσκηση του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος, έχει όμως επηρεάσει εκ θεμελίων τις κατευθύνσεις αρχιτεκτονικής παιδείας μεγάλου αριθμού αρχιτεκτονικών σχολών στις Ηνωμένες Πολιτείες, κι έχει δημιουργήσει πολεμικές αντιθέσεις μεταξύ νεαρών αρχιτεκτόνων και αρχιτεκτόνων που εμορφώθησαν μέσα σε παραδοσιακά πλαίσια αρχιτεκτονικής παιδείας. Σύμφωνα με τα επιχειρήματα των χωροψυχολόγων η άποψη είναι, ότι, όλες οι παραδοσιακές μεθοδολογίες συνθέσεως (βασικά Beaux-arts, Bauhaus) και μεθοδολογίες που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν συμμετοχή του πελάτου σχετικά με τις ανάγκες του κατά τα προγραμματικά στάδια είναι εσφαλμένες και ότι πρέπει να ακολουθηθεί μια καινούργια συνθετική μεθοδολογία βασισμένη στις αρχές συμπεριφοράς (behavior) ή Ψυχολογίας του χρησιμοποιούντος τον χώρο, ατόμου (user.
Στην εργασία αυτή θα παρουσιάσουμε την γενική κατάσταση μέσα στο πρίσμα των συμπεριφεροψυχολόγων του χώρου και κατόπιν θα προσπαθήσουμε να δούμε αν όντως οι συνθέτες έχουν να ωφεληθούν από την επικαλούμενη χωροψυχολογική μεθοδολογία χρησιμοποιώντας την ως ένα καινούργιο εφόδιο εις την προσπάθεια συνθέσεως. Τελικά θα δοθούν επιχειρήματα σχετικά με τις εκπαιδευτικές, ερευνητικές, και επαγγελματικές επιπτώσεις του θέματος.
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από “στοιχεία ικανοποιήσεως” στο περιβάλλον.
Ασφαλώς αν δεν του δοθούν, τα εφευρίσκει.
2. Τα επιχειρήματα των Συμπεριφορο-ψυχολόγων του χώρου και επιχειρηματολογίες επί των νέων εφοδίων
αρχιτεκτονικής συνθέσεως.
Οι κριτικές που έχουν διατυπωθεί εναντίον των συνθετικών επαγγελμάτων είναι περιληπτικά οι ακόλουθες:
1. Τα επαγγέλματα συνθέσεως του περιβάλλοντος δεν ανταποκρίνονται στις σχετικές προσδοκίες και στις απαιτήσεις των χρηστών (users) του περιβάλλοντος.
2. Τα συνθετικά επαγγέλματα λύνουν ψευδο-προβλήματα τα οποία διατυπώνονται αφενός μεν από υποκειμενικές και τυχαίες παραδοχές αφετέρου δε από άσχετα (με το πρόβλημα) κριτήρια.
3. Οι συνθέτες του περιβάλλοντος έχουν προσανατολισμένη την προσοχή τους στο τελικό προϊον (product oriented) (π.χ. τετραγωνικά μέτρα, διαστάσεις κλπ.) κι όχι στην επίτευξη ουσιαστικών σκοπών (goals), οι σκοποί καμιά φορά όντες τόσο απλοί όπως π.χ. κατασκευή περιβάλλοντος που να επιτρέπει στους ανθρώπους να κάνουν ότι θέλουν να κάνουν.
4. Οι συνθέτες μιλούν για «φυσικές» έννοιες χωρίς να δίδουν έμφαση ή χωρίς να νοιάζονται να καταλάβουν τις ανθρώπινες έννοιες που έχουν σχέση με τις φυσικές συλλήψεις (π.χ. σχέση επιφάνειας ή όγκου και μελαγχολίας).
5. Οι συνθέτες έχουν προτιμήσει να κατευθύνουν την επαγγελματική τους πράξη σε άσχετα θέματα που είναι όμως εύκολο να μετρηθούν και να χρησιμοποιηθούν (π.χ. τετραγωνικά μέτρα, κόστος τετραγωνικού κλπ.) παρά σε πραγματικά «ανθρώπινα» θέματα που είναι δύσκολο να μετρηθούν (π.χ. πρόσχαρος χώρος, – φυσικός έναντι τεχνητού φωτισμού). Αυτά τα «εύκολα» και «δύσκολα» στο να «μετρηθούν θέματα» πρέπει να ζυγισθούν και το «πάρε-δώσε» αναμεταξύ τους να ληφθεί υπ’ όψιν εις την συνθετική μεθοδολογία.
Δεν είναι πολλές δικαιολογίες που θα μπορούσαμε να προβάλλουμε στα ανωτέρω προς υπεράσπιση του πλείστου αριθμού των αρχιτεκτόνων, είτε αυτοί ασχολούνται με αρχιτεκτονική «μικράς κλίμακος» (μοναδικό κτίσμα) είτε με αρχιτεκτονική «ευρείας κλίμακος» (ομάδες κτιρίων πολεοδομικός χώρος). Ειδικά για την αρχιτεκτονική ευρείας κλίμακος, όπου η επικοινωνία, μεταξύ συνθέτου και ενός εκάστου χρήστου είναι τρομερά δύσκολη, το πρόβλημα διογκούται οι αρνητικές μελλοντικές επιπτώσεις της α-χωροψυχολόγιτης λύσεως πολλαπλασιάζονται. Τούτο μάλιστα πολλαπλασιάζεται σε τρομερό συντελεστή, όταν οι παραδοχές και οι σκοποί της συνθέσεως, που δεν λάβανε υπ’όψιν το κοινό, σχηματίσθηκαν από αδαείς επιτροπές προωθήθηκαν από αδαείς συμβούλους και έγιναν αποδεκτές από αδαείς πολιτικούς. Σε θέματα μεγάλης κλίμακος το θέμα τίθεται απλά:
Αρχιτέκτονας απ’τη μια, άγνωστοι πελάτες απ’ την άλλη – (το ευρύ κοινό, ο πληθυσμός, ένας ένας λαμβανόμενοι, κι’ όχι η αναθέτουσα αρχή). Πρέπει να ξεχωρίσουμε εδώ μεταξύ «πελάτου αναθέτου» και «πελάτου που καθεαυτού χρησιμοποιεί τον χώρο». Σε μικρά θέματα βέβαια, μικρής κλίμακος, ο αναθέτης και ο χρησιμοποιών πελάτης είναι συνήθως ένα και το αυτό πρόσωπο η μια προσιτή ομάδα, για τούτο η σχέση γνωριμίας των αναγκών και η επικοινωνία είναι περισσότερο δυνατή, ως εκ τούτου δε και τα καλά αρχιτεκτονήματα μικράς κλίμακος (όπως π.χ. η ιδιωτική κατοικία) έχουν ανθρώπινη προσωπικότητα, ενώ τα αρχιτεκτονήματα για τις άγνωστες μάζες ή τις εταιρείες, είναι τις περισσότερες φορές απρόσωπα.
Ο χρησιμοποιών πελάτης, τις περισσότερες φορές, μένει έξω από την συνθετική πορεία. Κατά την παραδοσιακή
πολεοδομική μεθοδολογία των Η.Π.Α. (μεθοδολογία π.χ. προτεινόμενη θεωρητικά από του Kent) το «κοινό» παρουσιαζόταν μονάχα σ’ ένα, από τα σκαλοπάτια της συνθετικής πορείας κι αυτό για να εγκρίνει ή όχι το προτεινόμενο σχέδιο κι όχι για να βοηθήσει εποικοδομητικά, με βάση την γνώση των αναγκών του, στην σύλληψη και δημιουργία του σχεδίου τούτου. Κι όμως το πολύ βασικό στάδιο εκτιμήσεως των παρουσών συνθηκών και το στάδιο διατυπώσεως των «σκοπών» οι οποίοι ασφαλώς θα πρέπει να είναι οι «σκοποί» και τα «όνειρα» των κατοίκων που θα ζήσουν στο περιβάλλον των προτεινόμενων σχεδίων. Το «σχέδιο» έχει ασφαλώς φυσικές απαιτήσεις, απαιτεί επιστημονική, αναλυτική και συνθετική γνώση. Γνώσις όμως χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν και ερμηνεύει σωστά τις πραγματικές ανάγκες και προσδοκίες των κατοίκων είναι άχρηστη γνώσις. Οι απαιτήσεις των ανθρώπων που θα χρησιμοποιήσουν τον μελλοντικό χώρο θα’ πρεπε να εκφράζονται ως οι επιθυμητοί σκοποί του σχεδίου πλεγμένοι γύρω από μια ουσιαστική αρχή: ελευθερία για το κάθε μέλος του κοινού να βρίσκει στο περιβάλλον κάθε τι που επιθυμεί σεβόμενον τους όρους λειτουργίας και τελετουργικότητας της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει. Από τους Αγγλοσάξωνες, οι Εγγλέζοι είναι προωθημένοι αρκετά κοντά στην ανωτέρω φιλοσοφία. Στην πολεοδομική τους μεθοδολογία συγκεκριμένα, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι συμβουλεύονται το κοινό συστηματικά, αντίθετα με τους Αμερικάνους που στην πλειοψηφία τους αφήνουν τη συμμετοχή του κοινού έξω από τα κριτικά σκαλοπάτια της συνθετικής μεθοδολογίας (εξαίρεσις οι Adnocate Planners).
Αντίθετα με τους Εγγλέζους, που ασφαλώς κι αυτοί μόνο από το 1969 και μετά ασχολήθηκαν θετικά με τα θέματα συμμετοχής του κοινού, οι Αμερικάνοι «προσδιορίζουν σκοπούς» τελείως «διαισθαντικά», συνήθως βασισμένοι στην προσωπική τους πείρα και τα προσωπικά τους βιώματα. Μα με βάση τη διαίσθηση και το στενά προσωπικό βίωμα, χωρίς τη βοήθεια αναλυτικής μεθοδολογίας, είναι τρομερά δύσκολο να ορίσει κανείς «ρεαλιστικούς σκοπούς» που θα οδηγούσαν σε επιτυχή λύση του προβλήματος και μάλιστα όταν οι σκοποί αυτοί διατυπώνονται από συνθέτες που έχουν τελείως διαφορετικά βιώματα απ’ το κοινό. (π.χ. οι Αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι προέρχονται συνήθως και κατά το πλείστον από τις μέσες και ανώτερες βαθμίδες της μεσαίας τάξεως και ως εκ τούτου τα προσωπικά τους βιώματα είναι τελείως διαφορετικά απ’ τα βιώματα των άλλων τάξεων). Μετά από αυτά τα επιχειρήματα οι ψυχολόγοι του χώρου προτείνουν το εξής θετικό αν και γενικό μοντέλο σχετικά με την συμπεριφο-ψυχολογική μεθοδολογία στην πορεία της συνθέσεως. Αυτή θα μπορούσε να διατυπωθεί εν περιλήψει ως ακολούθως:
«…. Ξεχώρισε την αναμενόμενη συμπεριφορά του κοινού που πρόκειται να χρησιμοποιήσει τον χώρο. Βρες και ξεχώρισε τις δραστηριότητες που το κοινό αυτό θα’ θελε να πραγματοποιήσει ή που τουλάχιστον θα’ θελε να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει. Αυτές οι «επιθυμίες» του κοινού θα’ πρεπε να αποτελούν την κατ’ εξοχήν αρχή της συνθετικής μεθοδολογίας η δε καταγραφή των επιθυμιών τούτων θάταν η καταγραφή των «σκοπών» επιτεύξεως. Μετά σύγκρινε αυτή την επιθυμητή συμπεριφορά με τη συμπεριφορά που συμβαίνει στο σημερινό περιβάλλον των κατοίκων και με την συμπεριφορά που εσύ ως συνθέτης νομίζεις θα λάβει χώραν στο περιβάλλον του μέλλοντος. Εκτίμησε κατόπιν το περιβάλλον και δες αν τούτο συντονίζεται ή όχι με τις απαιτήσεις «επιθυμητής συμπεριφοράς». Αν δεν βρεις συντονισμό, αν δηλαδή η σημερινή συμπεριφορά με την συμπεριφορά που εσύ νομίζεις θα είναι η μελλοντική συμπεριφορά βρίσκεται σε διάσταση από την επιθυμητή, τότε ξεχώρισε και ξεκαθάρισε στο μυαλό σου τα εμπόδια που πρέπει να υπερνικηθούν, ώστε τελικά η επιθυμητή συμπεριφορά να επιτευχθεί. Υπάρχει ουσιαστικά μια διαφορά εδώ μεταξύ «επιθυμητής διατυπουμένης εκ του κοινού» και «δικής σου εκτιμήσεως με βάση την παιδεία, πείρα, και βιώματά σου». Βρες τη διαφορά ερμήνευσε την σε στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και πρόσθεσέ τα στον προγραμματισμό σου, προσπάθησε δε η τελική λύση σου να τα λάβει θετικά υπ’ όψιν της. Αν λοιπόν το κάνεις αυτό σαν συνθέτης, τότε λέμε ότι βρίσκεσαι σε μια καλή κατεύθυνση δημιουργίας αρχιτεκτονικής που θα’ χει μέσα ανθρώπινο στοιχείο.
Κι όμως, εδώ τίθεται το επιχείρημα ότι δεν είναι εύκολο στον καθένα να είναι τόσο σχολαστικά αντικειμενικός, τόσο σχολαστικά διορατικός, τόσο πεπειραμένος και τόσο αναλυτικο-επιστημονικά κατηρτισμένος. Και μια και αυτό δεν είναι δυνατό, γεννήθηκε ο κλάδος της συμπεριφορο-ψυχολογίας του περιβάλλοντος (behavior-environmental psychology) που μπορεί να βοηθήσει. Η ψυχολογία του περιβάλλοντος αποτελεί πριν απ’ όλα ένα αντικειμενικό τρόπο αντιμετωπίσεως της ανθρώπινης συμπεριφοράς στο χώρο. Οργανώνει τη «συμπεριφορά» σε κατηγορίες αναλυτικών ενοτήτων που δύναται να αναλυθούν, να παρατηρηθούν, ταξινομηθούν, μετρηθούν, αρχειοθετηθούν και συγκριθούν. Οι μονάδες μετρήσεως των κατηγοριών της συμπεριφοράς πρέπει να’ χουν συνισταμένες χρόνου και τόπου. Για κάθε ενότητα «συμπεριφοράς» πρέπει να διακρίνονται επακριβή περιβάλλοντα όπου οι εν λόγω ενότητες παρατηρούνται, να εξηγείται δηλαδή το σκηνικό μέσα στο οποίο μια ειδική συμπεριφορά λαμβάνει χώραν («σκηνικό συμπεριφοράς» behavior setting).
H ψυχολογία του περιβάλλοντος θα πρέπει να γίνει «εργαλείο» στα χέρια του συνθέτου στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει ρεαλιστικά και επιτυχημένα τους προγραμματικούς σκοπούς ενός έργου με βάση την «συμπεριφορά» και τις προσδοκίες του κοινού για ελευθερία στο χώρο, που τόσον συχνά αγνοούνται.
Τα ανωτέρω επιχειρήματα, αποτελούν σε γενικές γραμμές την περίληψη των προτάσεων των συμπεριφερο-ψυχολόγων σχετικά με την διατύπωση του ρόλου της καινούργιας αυτής επιστήμης. Στην πράξη δυστυχώς ήδη υπάρχει πρόβλημα γιατί αρκετοί ψυχολόγοι του χώρου ήδη έχουν ξεφύγει από τον καθαρά αναλυτικό και συμβουλευτικό ρόλο και έχουν τελευταία προοθήσει βιβλιογραφία που μας αφήνει να υποθέσουμε ότι στο μέλλον θα ζητήσουν δικαιώματα συνθέτου και θα επιχειρήσουν να παίξουν τον ρόλο του Αρχιτέκτονα συνθέτη. Ήδη σε πολλά πανεπιστήμια της Αμερικής αρκετοί ψυχολόγοι του χώρου έχουν αναλάβει κρατικές επιχορηγήσεις και εκπονήσει έργα συνθετικά, μέσα στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, (π.χ. παιδικούς σταθμούς, κέντρα ηλικιωμένων πολιτών κλπ), έργα καθαρά συνθετικού ενδιαφέροντος. Γενικά οι αρχιτέκτονες και οι ψυχολόγοι του χώρου βρίσκονται σήμερα σε διανοητική μάλλον η επαγγελματική διαμάχη.
Η διαμάχη αυτή ίσως πάρει στο μέλλον πολλαπλασιασμένες διαστάσεις. Ας κοιτάξουμε λοιπόν πιο βαθειά τώρα να δούμε που βρίσκεται το δίκιο και τι πιθανό να πρέπει να περιμένουμε απ’ το μέλλον.
Πριν απ’ όλα όμως και πριν διατυπώσουμε προσωπικά συμπεράσματα πρέπει να συζητήσουμε τις ήδη υπάρχουσες επιφυλάξεις που έχουν ήδη διατυπωθεί από άλλους μελετητές πάνω στο θέμα.
3. Τα επιχειρήματα του Bechtel μέσα από την περίληψη των υπαρχουσών ψυχολογικό-συμπεριφοριακών θεωριών.
Απ’ όσους ασχολήθηκαν με το θέμα της σχέσεως ψυχολογίας του χώρου και συνθέσεως, φαίνεται ότι πιο κοντά στην κατανόηση του γενικού θέματος του συνθετικού προβλήματος του αρχιτέκτονος και της απελπισίας ενός μεγάλου αριθμού άλλων συνθετικών επαγγελμάτων, βρίσκεται ο Richard Bechtel.
O Dr. Betchel προτείνει ότι υπάρχει αδυναμία στις χωροψυχολογικές θεωρίες και καταλήγει ότι οι συνάδελφοί του ψυχολόγοι του χώρου στην ουσία δεν έχουν κάνει τίποτε άλλο παρά «ξαναανακαλύψει τον τροχό», δηλαδή έχουν διατυπώσει με τον τρόπο τους αλήθειες, ήδη γνωστές από χρόνια στους Αρχιτέκτονες, μάλιστα σ’ αυτούς τους Αρχιτέκτονες που’ χουν μορφωθεί μέσα στα πλαίσια παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής παιδείας.
Τα επιχειρήματα του Betchel είναι τα εξής:
1. Δεν υπάρχει συνεχές σώμα θεωρίας των ψυχολόγων του χώρου που να μπορούσε να χρησιμεύσει εποικοδομητικά σαν βάσις νέων συνθετικών μεθοδολογιών.
2. Τα επιχειρήματα και το λεξιλόγιο των ψυχολόγων του χώρου αποτελούν «ξένη γλώσσα», ακανόητη από τους επαγγελματίες των συνθετικών επαγγελμάτων. Οι επικαλούμενοι «επιστήμονες» της ψυχολογίας του χώρου έχουν κάνει ελάχιστες προσπάθειες στο να βοηθήσουν την επιθυμητή «κατανόηση» μέσω περαιτέρω επεξηγήσεως των εννοιών, και των όρων τους.
3. Οι συμπεριοφορο-ψυχολόγοι διαθέτουν ελάχιστη κατανόηση του λεξιλογίου των συνθετών; Ως εκ τούτου πολλές φορές διατυπώνουν αλήθειες ήδη διατυπωθείσες από τους συνθέτες στο παρελθόν.
4. Οι χωροψυχολογικές θεωρίες δεν έχουν επανεξετασθεί από τους ενδιαφερόμενους επιστήμονες. Συνεχής και συγκριτική παρουσίασης δεν έχει επιχειρηθεί συστηματικά, τούτο δε υποτίθεται ότι πρέπει να γίνεται από κάθε συνθέτη ξεχωριστά κατά την πορεία συνθέσεως ενός εκάστου έργου του.
5. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες, επιστημονικά τεκμηριωμένες, σχετικά με τις αμοιβαιότητες των σχέσεων «ανάγκες πελάτου» και συνθετικών χωροσχέσεων. / Ανάγκες λειτουργικές, ωφελιμιστικές, ψυχολογικές / διαστάσεις, χρώμα, υφή κλπ /. Αν, κατά τύχη υπάρχουν πληροφορίες πάνω σ’ αυτές τις σχέσεις, βρίσκονται κλεισμένες στους φακέλλους των Αρχιτεκτόνων που μελέτησαν παρεμφερεί θέματα προηγουμένως κι όχι στα βιβλία ή στις αρχειοθήκες των ερευνητών συμπεριφοροψυχολόγων, κρατικών ή πανεπιστημιακών φορέων. Μα κι αν υπάρχουν οι πληροφορίες είναι δύσκολο να γίνουν κοινό κτήμα των υπολοίπων συνθετών λόγω του εμποδίου του επαγγελματικού συναγωνισμού.
Η τελευταία διαπίστωσις βοηθά τον Betchel να οργανώσει τα συμπεράσματά του και να προτείνει την αναγκαιότητα μεθοδολογίας που την ονομάζει «Νέο-Μεσαιωνική» που εξετάζεται στην μελέτη αυτή παρακάτω. Για να κατανοήσουμε πλήρως την «Νέο-Μεσαιωνική» μεθοδολογία του Betchel πρέπει να δούμε σε σύντομη συγκριτική περίληψη τις ήδη υπάρχουσες βασικές και πλέον αντιπροσωπευτικές θεωρίες των ερευνητών της ψυχολογίας του χώρου, τις οποίες ο Betchel έχει κριτικάρει αρνητικά σχετικά με την βοήθεια που παρέχουν στους συνθέτες μέσα από την σημερινή θεωρική τους υπόσταση.
«Πως θα συμπεριφερθεί κανείς μέσα στην πραγματοποιημένη συνθετική λύση; ….. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να γνωρίζει ο Αρχιτέκτονας εκ των προτέρων» λέγει ο Betchel και συνεχίζει: «Η νεοτεχνολογική μεθοδολογία της αναλύσεως δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άγνωστη ξένη γλώσσα την οποία υποτίθεται ότι θα πρέπει να καταλαβαίνουν οι Αρχιτέκτονες.»
3.1. Ας δώσουμε όμως πίστωση στον Ruskin
Αρκετοί επιστήμονες προσπάθησαν να εξωμαλύνουν το χάσμα μεταξύ ψυχολογίας του χώρου και συνθετικών επαγγελμάτων. Ο Betchel αναφέρεται στις θεωρίες των αρχών του 60, του ξέφυγε όμως η περίπτωση του ιστορικού γεγονότος ότι τα θέματα ψυχολογίας του περιβάλλοντος είχαν ήδη αναφερθεί από τον Ruskin στο σημαντικό βιβλίο του «The Seven Lamps of Architecture» στις αρχές του αιώνα. Πρώτος ο Ruskin διετύπωσε έννοιες οι οποίες στις μέρες μας απετέλεσαν το κύριο θέμα του Robert Sommer και των ακολούθων του. Επιθυμώ λοιπόν ν’ αρχίσω την γενική παρουσίαση των διαφόρων χωρο-ψυχολογικών θεωριών με την αναφορά του Ruskin, αναφορά που μέχρι τώρα και τα εν γνώσει μου δεν έχει γίνει από κανένα άλλον στη σύγχρονη σχετική βιβλιογραφία. Ο Ruskin, παρουσίασε το χωρο-ψυχολογικό θέμα υπό το πρίσμα μιας «Ηθικής παρερμηνείας» («moral fallacy»). Στην ουσία έλεγε ότι είναι ηθική ευθύνη του Αρχιτέκτονα να ασχολείται πρωταρχικά με τις ανάγκες του πελάτη. Ο Αρχιτέκτονας, υποστήριξε για πρώτη φορά ο Ruskin, πρέπει να χτίζει όχι για τον εαυτόν αλλά για τον πελάτη και τις ανάγκες του. Μια λοιπόν κι ο Ruskin ήταν ιστορικός και κριτικός της Αρχιτεκτονικής και μια κατά την έρευνά μας αυτός πρώτος διετύπωσε το θέμα αναγκών / πελάτου / χρήσεως, μπορούμε να πούμε ότι όντως η κριτική που τελευταία διατυπώθηκε από τους χωρο-ψυχολόγους εναντίον των Αρχιτεκτόνων αποτελούσε μάλλον επανάληψη κι όχι πρωτοτυπία. Παρόλο που η περίπτωσης του Ruskin είναι παρενθετική, είναι εν τούτοις σημαντική γιατί δείχνει ότι οι αρχιτέκτονες και παλαιά δείξαν τίμιο ενδιαφέρον και αυτοκριτικαρίστηκαν σχετικά με το θέμα συμμετοχής του πελάτου στην συνθετική μεθοδολογία και για την κατανόηση του συνθετικού έργου ως έργον εξυπηρετικού της κοινωνίας.
3.2. Ανάλυσις των πρωτύπων.
(Pattern Analysis)
Στις μέρες μας, (αρχές του 1960) ο Christopher Alexander ασχολήθηκε με τα θέματα συμμετοχής του πελάτου και διετύπωσε τη θεωρία της Αναλύσεως των Προτύπων (Pattern Analysis). Σύμφωνα με την μεθοδολογία του, τα θέματα γενικεύονται˙ διάφορα «πρότυπα» (patterns) προτείνονται, με την πρόθεση να κάνουν φανερό στον πελάτη έναν αριθμό προτιμήσεων συνθετικών δυνατοτήτων (περιπτώσεων) τις οποίες τελικά ο αρχιτέκτονας χρησιμοποιεί για την επίτευξη της τελικής συνθέσεως. Η θεωρία όμως του Alexander δεν έχει καν πειράξει την πρόθεση της παραδοσιακής συνθετικής μεθοδολογίας (σειρά λύσεων, παρουσίασης και επιχειρηματολογία, εκλογή τελικής λύσεως). Το μόνο που έχει κάνει είναι ότι έλαβε σ’ ένα δήθεν επιστημονικό καλούπι την τέως διαισθητική και εμπειρική παραδοσιακή μεθοδολογία. Αντίθετα μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι ο Αlexander έγινε αιτία οπισθοδρομήσεως της παραδοσιακής μεθοδολογίας. Η θεωρία των προτύπων προϋποθέτει ότι ο πελάτης καταλαβαίνει από αφηρημένες γενικότητες και αφηρημένα πρότυπα διατάξεως του χώρου. Τούτο δεν είναι αληθινό.
Ο πελάτης κατά το πλείστον δεν καταλαβαίνει από διαγράμματα και αφηρημένα σχήματα. Παλιά, όμως, όπως και τώρα, κάπως καταλαβαίνει τα αρχιτεκτονικά μοντέλα (μακέτες) που χρησιμοποιούνται για επικοινωνία μεταξύ αρχιτέκτονος και πελάτου για την καλύτερη επεξήγηση των διαφόρων δυνατοτήτων αρχιτεκτονικής λύσεως. Η δυσκολία επικοινωνίας μέσω αφηρημένων διαγραμματικών προτύπων δεν αντιμετωπίζεται μόνο μεταξύ αρχιτέκτονα και πελάτη. Υπάρχει τρομερή δυσκολία και στην περίπτωση του ίδιου του αρχιτέκτονος ατομικά λαμβανομένου. Ως ένδειξη αναφέρω την περίπτωση φοιτητών αρχιτεκτονικής μεταπτυχιακού επιπέδου που προσπάθησαν να επιτύχουν συνθετικές λύσεις ακολουθώντας την μεθοδολογία του Alexander. Αφού διετύπωσαν τα διαγραμματικά πρότυπα κατά τα πρωταρχικά στάδια της αναλυτικής μεθοδολογίας, τα απέρριψαν και ούτε τους έδωσαν την παραμικρή σημασία στα μετέπειτα στάδια όταν όλες οι επιρροές του περιβάλλοντος έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν. Η αφηρημένη κομψότης της αναλυτικής «μεθοδολογίας των προτύπων» απεδείχθη μονάχα διανοητική άσκηση, για χάριν ασκήσεως, ενώ το ουσιαστικά πολύπλοκο αποτέλεσμα επετεύχθη εμπειρικά, χρησιμοποιώντας την αναλυτικοσυνθετική ικανότητα του μυαλού μέσα από το υποκειμενικό φίλτρο. Παρόλα όσα ξέρουμε σήμερα η μεθοδολογία των προτύπων ήταν ένα καινούργιο αναλυτικό εργαλείο στα χέρια των συνθετών της δεκαετίας που πέρασε. Ήταν ένα συστηματικό και υποτιθεμένως επιστημονικό εργαλείο που αν μη τι άλλο διήγειρε την προσοχή των συνθετών σε θέματα συμμετοχής πελάτου στην δημιουργία λύσεως. Λύσεις όμως σημαντικές δεν δημιουργήθηκαν ο ίδιος δε ο Alexander σε περιπτώσεις που χρησιμοποίησε την μεθοδολογία του δεν απέδωσε παρά προτάσεις μονοτονίας και απανθρωπισμού. Σήμερα στις ΗΠΑ τουλάχιστον η μεθοδολογία του Christopher Alexander θεωρείται υπόθεσις δοκιμασμένη και ξεχασμένη.
3.3. Θεωρία του πλήθους (Crowding Theory)
Ένας σημαντικός αριθμός χωροψυχολόγων έχει ασχοληθεί με τη διατύπωση της θεωρίας του πλήθους. Αυτοί οι ερευνηταί έκαναν πειράματα και μετρήσεις σε πληθυσμούς ανθρώπων. Η θεωρία αυτή βασίζεται στην έννοια του πληθυσμιακού μέτρου που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ένδειξη πυκνότητος. Σε διαφορετικές πυκνότητες ζώα και άνθρωποι συμπεριφέρονται διαφορετικά.
Με βάση τις σχετικές μετρήσεις χώροι διαφορετικών διαστάσεων είναι κατάλληλοι για ένα συγκεκριμένο αριθμό ατόμων και προκαλούν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Κοιτάζοντας τώρα από την αντίθετη σκοπιά η θεωρία του πλήθους υποτίθεται ότι προβλέπει την αναμενόμενη συμπεριφορά ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων που χρησιμοποιούν τον χώρο και ανάλογα με τις διαστάσεις του χώρου τούτου. Βλέπουμε όμως κι εδώ ότι η κομψή αυτή θεώρησις μετρά μόνο τρεις παράγοντες: τον χώρο σε φυσικές διαστάσεις, το πλήθος (νούμερο) και την συμπεριφορά (χαρά, λύπη, ανία, βία, εγκληματικότητα, σεξουαλικότητα κ.λ.π.). κι όμως όλοι οι άλλοι άπειροι παράγοντες όπως θέα, φως, σχετική τομή του χώρου, αναλογίες του χώρου, υφή, οσμές, ακουστική, θερμοκρασία, κ.λ.π. ούτε που αναφέρονται. Αυτά όμως είναι τα στοιχεία που κοντρολάρει ο αρχιτέκτονας και για τα οποία θα’ θελε να μάθει περισσότερα.
Εν πάσει περιπτώσει, έστω και αφάνταστα περιορισμένη η θεωρία του πλήθους δίδει σχετικές ενδείξεις στους συνθέτες και τους μαθαίνει για τα όρια του αριθμού του πλήθους που δύναται ανθρώπινα να εξυπηρετηθεί μέσα στους διαφόρων διαστάσεων χώρους. Η θεωρία αυτή αποτελεί μάλλον βάση για ψυχολογικές ασκήσεις προσφέρει δε ελάχιστα εποικοδομητικά δεδομένα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους συνθέτες του περιβάλλοντος. Βασικός αντιπρόσωπος της Θεωρίας του πλήθους είναι ο Dr. Edward Hall που στην μελέτη του «The Hidden dimension» αναπτύσσει μεταξύ άλλων και την έννοια της «λεκάνης του περιβάλλοντος» (environmental sink) μέσα στην οποία το ορισμένο πλήθος δύναται να διαβιώσει υγιεινά.
3.4. Περιφερειακότης.
Προστασία του χώρου.
Κατάκτησις του χώρου.
(Spatial Defense – Territoriality – Spatial Invasion)
Η πλέον διαδεδομένη θεωρία χωροψυχολογίας, είναι η θεωρία «περιφερειακότητος» ή άλλως θεωρία της προστασίας του χώρου (Spatial defense – Territoriality) επίσης ευρύτατα γνωστή και ως θεωρία του προσωπικού χώρου (personal space) διατυπωθείσα υπό του Robert Sommer. Ο Dr. Sommer αντιπροσωπεύει αυτή τη στιγμή τον βασικό ήρωα των χωροψυχολόγων και το σημαντικότερο κριτή των αρχιτεκτόνων.
Ο επιστήμονας αυτός κοιτάζει τους αρχιτέκτονες αφ’ υψηλού. Παρόλα ταύτα, όμως έχει επηρεάσει πλείστους αρχιτέκτονας και τους έχει κάνει να κοιτάζουν σοβαρά το θέμα των σχέσεων χωροψυχολογίας – συνθέσεως.
Πολλοί εκπαιδευτικοί της αρχιτεκτονικής έχουν επίσης επηρεασθεί από τις θεωρίες του Sommer ενώ πολλοί μαθητές έχουν βρει τις προτάσεις τους ενδιαφέρουσες και ελκυστικές. Κατά τις βασικές έννοιες του «προσωπικού χώρου» και της αμύνης του χώρου τούτου η αντιμετώπισης των χωροψυχολογικών θεμάτων πρέπει να βασίζεται στην περιφερειακότητα» (territoriality).
Η περιφερειακότης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια νέα μορφή κοινωνικής οργανώσεως σύμφωνα με την οποία τα άτομα ταυτίζονται μάλλον με τον φυσικό χώρο στον οποίον ανήκουν παρά με τον κοινωνικό. Η «Περιφερειακότης με απλά λόγια υπονοεί την ανάγκη που αισθάνεται κάθε άτομο να καταλαμβάνει ένα κομμάτι χώρου και να το κάνει δικό του, προσωπικά δικό του. Μια «περιφέρεια» που του ανήκει, που έχει την προσωπικότητά του. Πιο σύνθετα όμως η περιφερειακότης συνίσταται από τους παράγοντες «περιοχής» (περιφέρεια) και τις καταβαλλόμενες προσπάθειες φυσικού προσδιορισμού της. Η «περιφερειακότης» πραγματοποιείται σαν αποτέλεσμα της διττής ενέργειας.
α. καθορισμού της χρησιμοποιηθησομένης εκτάσεως υπό του ατόμου και
β. «προστασίας» της εκτάσεως αυτής από το ίδιο το άτομο.
Ως εκ τούτου βασικό χαρακτηριστικό της «περιφερειακότητος» είναι η απόδοσις «προσωπικών χαρακτηριστικών» στο χώρο (τα οποία ταυτίζονται είς τα χαρακτηριστικά του ατόμου που χρησιμοποιεί τον χώρο) και «προστασία» (άμυνα του χώρου τούτου). Όταν η «περιφερειακότης» συνοδεύεται από «χωρο-προσωποίηση» και «χωρο-άμυνα» τότε καταλήγει στην κατάσταση κυριαρχίας του χώρου (κυριαρχία στην διανοητική και φυσική κυριολεξία) υπό του χρησιμοποιούντος ατόμου. Η κυριαρχία επί της περιοχής, που παρατηρείται στην περίπτωση «περιφερειακότητος» ελαττώνει τις επιθετικές διαθέσεις των ατόμων, ελαττώνει τη βία κλπ. Ο Sommer πιστεύει ακράδαντα στα ανωτέρω, βασίζεται δε στα πειράματα τα δικά του ως επίσης και στα πειράματα άλλων ερευνητών. Υποστηρίζει «όταν το κάθε άτομο κατέχει μια προσωπική περιοχή, τότε οι ανθρώπινες διαθέσεις αναδείξεως και κυριαρχίας ενός ατόμου επί του άλλου εξαφανίζονται». Ο ίδιος μελετητής επίσης υποστηρίζει και την άποψη αμοιβαιότητας στην ανωτέρω παραδοχή: ότι δηλαδή «ο οικοδομημένος χώρος μπορεί τελικά να γίνει ο τελικός προστάτης των περιφερειακών αναγκών μας». Παραδείγματα ασφαλώς αυτής της διαπιστώσεως του Sommer υπάρχουν πάμπολλα στην ιστορία της Αρχιτεκτονικής. Τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους, τα μεσαιωνικά κάστρα της Ευρώπης και τα οχειρωμένα σπίτια της Μάνης, της Ιταλίας και του Καυκάσου αποτελούν κλασσικές αποδείξεις του ανωτέρω επιχειρήματος του χωροψυχολόγου. Σε γενική περίληψη οι θεωρήσεις του Sommer μπορούν να διατυπωθούν ως ακολούθως:
1. Ο φυσικός χώρος μπορεί να αυξήσει την εμπιστοσύνη του ατόμου.
2. Η ποιότης του φυσικού χώρου επηρεάζει την εμπιστοσύνη του ατόμου σχετικά με την ψυχολογική ανάγκη της «περιφερειακότητος» (ανάγκη δηλαδή του να καθορίσει, προσωποποιήσει, υπερασπίσει ιδική του περιφέρεια). Τα «πλήρη» και τα «κενά» ενός χώρου και η ανάλογος χρήσις των στην συνθετική λύση, δύναται να προκαλέσουν θετικές ή αρνητικές διαθέσεις «περιφερειακότητος». Θετικές δε διαθέσεις όταν η σχέσεις μεταξύ κενών και πλήρων και οι λοιπές αναλογίες προκαλούν στο άτομο που χρησιμοποιεί τον χώρο, οικειότητα και ασφάλεια.
3. Σύμφωνα με τα ανωτέρω το άτομο και ο χώρος δύναται να γίνουν μια αδιαχώριστη οντότης, ο χώρος κι εμείς να γίνουμε ένα. Ο χώρος μας ανήκει κι ανήκουμε στο χώρο.
4. Το αντίθετο όμως δύναται επίσης να συμβεί και ο χώρος δυνατόν να προκαλέσει αδιαφορία. Αυτό συνήθως συμβαίνει σε ανεπιτυχείς εμπορικούς και «οικονομικούς» δημόσιους χώρους. (Universal spaces, – σιδηροδρομικούς σταθμούς και κατ’εξοχήν στα δημόσια κτίρια).
Στον πολεοδομικό χώρο όπου το «κοινό» να ξεπερνά το «προσωπικό» κι όπου η έλλειψη του «προσωπικού» στοιχείου γεννά συνήθως αδιαφορία, η «περιφερειακότης» και οικειότης μπορεί να αντιμετωπισθούν θετικά αρκεί μόνο να ληφθούν υπ’όψιν από τον Αρχιτέκτονα και τους συνθέτες του πολεοδομικού χώρου στον προγραμματισμό αλλά και στη σύνθεση.
«Περιφερειακότης» μπορεί να βρεθεί:
1. Στους δρόμους.
2. Στους οργανωμένους υπαίθριους χώρους.
3.Στους χώρους διασκεδάσεως, μπαρ, καφενεία, κλπ. (Το Ελληνικό καφενείο και η Αγγλική pub αποτελούν κατ’εξοχήν θετικά παραδείγματα συνθετικών στοιχείων του πολεοδομικού χώρου, τα οποία «προσωποποιούν» τον κοινό χώρο και με τα οποία ταυτίζονται οι κάτοικοι (θαμώνες). Έχουμε το «δικό μας» καφενείο ή έχουμε την προτιμητέα («δικιά μας») Pub.
4. Στις λεπτομέρειες των ωφελημιστικών στοιχείων (κοινής χρήσεως) του χώρου (τηλεφωνικοί θάλαμοι, παγκάκια, κρήνες κλπ).
5. Στα πεζοδρόμια.
6. Στην ύπαρξη λεπτομερειών στο περιβάλλον που να επιτρέπουν στο άτομο να παραμείνει μόνο του αν έτσι θέλει, χωρίς τις ενοχλήσεις του κοινού και των αδιακρίτων, έστω και αν βρίσκεται σε κοινό χώρο (π.χ. παγκάκι σε πάρκο για ένα άτομο ή παγκάκι για 2 άτομα έναντι της περιπτώσεως, όπου τα μόνα παγκάκια που υπάρχουν είναι για 4 ή 5 άτομα. Άριστο παράδειγμα αυτής της περιπτώσεως αποτελούν τα παγκάκια του Ζαππείου όπου παρέχουν ευκολία εκλογής).
Άμεση σχέση με την έννοια της περιφερειακότητος έχει και η έννοια του «ιδιωτισμού» (PRIVACY). «Ιδιωτισμός είναι ένας τύπος περιφερειακότητος, άμεσα συσχετισμένος με τον «προσωπικό χώρο» και την «προστασία του».
Χώροι που παρέχουν δυνατότητα «ιδιωτισμού» (Privacy-αγγλοσαξονική έννοια χωρίς αντίστοιχη Ελληνική μετάφραση. Η λέξη «Ιδιωτισμός» κατά την γνώμη μου δύναται να αποτελέσει επιτυχή μετάφραση) είναι εκείνοι οι οποίοι επιτρέπουν στους χρήστες να παραμείνουν μόνοι τους (και αθέατοι) αν έτσι επιθυμούν, χωρίς να ενοχλούνται από τους άλλους. Εξίσου σημαντική έννοια στην θεωρία «περιφερειακότης» του Sommer, πλην της έννοιας του «ιδιωτισμού», είναι και η έννοια της «χωροαμύνης». Το άτομο έχει εκ γενετής τάσεις να προστατεύει τον προσωπικό του χώρο ως επίσης γενικότερα τον χώρο της περιφερείας του (μέσα στον οποίο αισθάνεται «περιφερειακή κυριαρχία» και αισθάνεται «περιφερειακή κυριαρχία» και αισθάνεται άνετα) και τον χώρο που του παρέχει δυνατότητες ιδιωτισμού.
Η θεωρία του Sommer έχει πολλά ελκυστικά σημεία γι’αυτό κι έγινε αποδεκτή από πολλούς αρχιτέκτονες μια και οι αρχιτέκτονες είχαν παρεμφερείς αντιλήψεις σχετικά με την ανάγκη για ανθρώπινη κλίμακα στο χώρο. Ελάχιστες όμως μετρήσεις έχουν γίνει μέχρι σήμερα από τον ίδιο τον Sommer στο δε βιβλίο του Design Awareness παρουσιάζεται απογοητευτικός. Προσπαθεί να δώσει συνθετική μεθοδολογία βασισμένη σε συμμετοχή του πελάτου και σε εκτίμηση προηγουμένων και επιτευχθησών λύσεων κτιρίων διαφόρων κατηγοριών. Η μεθοδολογία εκτιμήσεως που προτείνει είναι επιφανειακή μια και λαμβάνει μόνο ελάχιστες παραμέτρους υπ’όψιν. Κι ο συνθέτης που περιμένει να μάθει από τον χωροψυχολόγο μένει με την απογοήτευση και τη λύπη.
Πολλή έρευνα όμως χρειάζεται ακόμη μέχρις ότου διατυπωθεί μια υπεύθυνη μεθοδολογία. Βλέπουμε ότι η μεθοδολογία του Sommer (μελέτη προτύπων κτιρίων τα οποία ήδη έχουν κατοικηθεί) αν και απογοητευτική λόγω της προσωρινής ρηχότητός της δεν είναι άλλη από την παραδοσιακή και κατά πολύ πιο βαθειά μεθοδολογία πολλών αρχιτεκτονικών σχολών της Ευρώπης (άριστα παραδείγματα εδώ είναι και οι αρχιτέκτονες σε θέματα χωροψυχολογίας με τον εμπειρικό τρόπο της επισκέψεως επιτυχών περιβαλλόντων (νησιά, μοναστήρια) διαβιώσεως με τους κατοίκους. Αποτυπώσεων, προσπάθεια κατανοήσεως των χωροψυχολογικών (χωροσυναισθηματικών) σχέσεων.
Η Παιδεία του αρχιτέκτονος στις ΗΠΑ έχει ξεχάσει αυτό το μεγάλο εργαστήρι χωροψυχολογίας, το πετυχημένο ζωντανό χώρο και την αρχιτεκτονική που ζει. Έχοντας αυτό το γεγονός υπ’όψιν καταλαβαίνει κανείς την σημασία των θεωριών του Sommer που ήρθε εδώ και μερικά χρόνια να ξυπνήσει τον Αμερικάνο Αρχιτέκτονα που το λήθαργο της αδιαφορίας, για ταξίδι παρατήρηση μελέτη των επιτυχών έργων του παρελθόντος.
3.5. Θεωρία της πρακτικής Μαθήσεως.
(Operant Learning theory)
Η ανωτέρω θεωρία διετυπώθη από τον ψυχολόγο J. F. Skinner42 . Υποστηρίζει ότι το περιβάλλον διδάσκει και γίνεται η προωθητική δύναμις για περαιτέρω συμπεριφορά. Η επιρροή του περιβάλλοντος ως δασκάλου συμπεριφοράς μπορεί να επαυξηθεί μέσω της χρήσεως προγραμματισμένων εκδηλώσεων ( δημοσίων διαλέξεων, μαθημάτων, θεάτρου, φεστιβάλ κ.λ.π) και μηχανών μαθήσεως (μαγνητοταινιών, τηλεοράσεως, κινηματογράφου).
Ο Skinner κατά βάσιν προτείνει μια θεωρία προσαρμογής, αφήνει όμως να εννοηθεί ότι πιστεύει εις το άσχετον της ανάγκης συμμετοχής του ατόμου στο προγραμματισμό και συνθετικό σχεδιασμό του χώρου. Πιστεύει ότι το περιβάλλον γαλουχεί το άτομο, γεγονός ασφαλώς εύκολα αποδεκτό, αλλά αποκλείει το άτομο απ’ τον προγραμματισμό. Οι «μηχανές μαθήσεως» τα «εκπαιδευτικά προγράμματα» η φυσική σχεδίασις του περιβάλλοντος (Κτίρια) που θα είναι ο δάσκαλος των χρησιμοποιούντων ατόμων προσδιορίζονται κατά τον Skinner από «επιστήμονες» με βάση παραδοχές σχετικά με την επιθυμητή «σωστή συμπεριφορά» που στην ουσία δεν είναι άλλες από τα προσωπικά πιστεύω του συνθέτου. Η θεωρία του Skinner έχει οπωσδήποτε στοιχεία «ολοκληρωτισμού» άσχετα αν κατά τα 1945-50 όπου πρωτοδιατυπώθηκε στο Harvard μέσα στο γενικό πλαίσιο των τότε ενδιαφερόντων του Skinner γύρω από την επιστήμη του «Human Engineering» (μηχανική του ανθρώπου) είχε απήχηση λόγω των επικρατουσών τεχνολογικό-τεχνοκρατικών απόψεων. Σήμερα, μετά από την εμπειρία των κοινωνικο-φοιτητικών ανησυχιών, πολιτικής διαφθοράς στις Η.Π.Α. τίθεται στο περιθώριο.
Σε παρεμφερή γραμμή με τον Skinner οι Bandura και Walters διετύπωσαν τη θεωρία των «κοινωνικών καλουπιών». Η κοινωνία επηρεάζει τη συμπεριφορά του ατόμου και διδάσκει θετικά ή αρνητικά όπως το φυσικό περιβάλλον διδάσκει κι αυτό θετικά ή αρνητικά το κοινό που το χρησιμοποιεί43 . Κατά του Bandura και Walters το άτομο μαθαίνει να δρα καταλλήλως παρατηρώντας τους άλλους, ως εκ τούτου δε ο συνθέτης της κοινωνίας υποδεικνύει κοινωνικά πρότυπα (τρόπους συμπεριφοράς, κοινωνικής λειτουργικότητας – savoir vivre) με την ελπίδα ότι θα επηρεάσουν θετικά τους άλλους. Παρ’ όλη αυτή τη συμφωνία μας με τους άλλους ανωτέρω δύο θεωρητικούς, ότι δηλαδή καλόν είναι να έχουμε στο περιβάλλον ή στην κοινωνία μας θετικά πρότυπα προς μίμησιν (ελπίζοντας ότι θα προξενήσουν θετικά αποτελέσματα) δεν βρίσκουμε τίποτε το συγκεκριμένο χειροπιαστό που θα μπορούσε να βοηθήσει υπεύθυνα τους συνθέτες του χώρου στην συνθετική τους πορεία.
3.6. Η Θεωρία της ικανοποιήσεως
(Satisfaction theory).
Όχι μεγαλεπήβολη και εύκολη να κατανοηθεί είναι η θεωρία της «ικανοποιήσεως» των Learner και Scully. Βασίζεται στην εξής στοιχειώδη πρόταση: δώσε στον κόσμο συνθέσις που περιέχουν «στοιχεία» που θα τους ικανοποιήσουν 44 .
Διαλέξτε αυτά τα «στοιχεί» και βεβαιωθείτε ότι τα συμπεριλαμβάνετε στην τελική σύνθεση. «Στοιχεία» τέτοια είναι οι πολύ βασικές λεπτομέρειες του χώρου όπως π.χ. παγκάκια, βρύσες, δένδρα, υπόστεγα, ουρητήρια κ.λ.π. τα οποία χρησιμοποιούμενα από τον άνθρωπο τον κάνουν να αισθάνεται «ευγνωμοσύνη» και ικανοποίησης από τον χώρο που τα περιέχει.45 Ό,τι στοιχεία είναι ικανά να ξεκουράζουν τον άνθρωπο από τη μονοτονία των κινήσεων στο περιβάλλον και να του δίνουν τη δυνατότητα περισυλλογής ή έστω και απλής αλλαγής του ρυθμού ταχύτητος των κινήσεων του είναι στοιχεία επιθυμητά και έχουν άμεσο σχέση με την διανοητική κατάσταση των ατόμων που χρησιμοποιούν τον χώρο.
Οι δύο θεωρητικοί αποκαλούν τα απαραίτητα αυτά «στοιχεία ικανοποιητικής θέας», είναι όμως στην κυριολεξία στοιχεία ικανοποιήσεως. Περιβάλλον που στερείται από τέτοια στοιχεία σε κάνει να κουράζεσαι και να αγανακτάς. Πέραν των θεωρητικών διατυπώσεων οι Learner και Scully μελέτησαν 82 περιβάλλοντα (πολεοδομικού χαρακτήρος – εμπορικά κέντρα – κέντρα πόλεων κ.λ.π.) και εκτίμησαν την ικανοποίηση των χρησιμοποιημένων ατόμων σε σχέση με την ύπαρξη των στοιχείων ικανοποιήσεως. Με βάση τις εμπειρικές τους έρευνες προσφέρουν τελικά υποδείξεις στους Αρχιτέκτονες και τους άλλος συνθέτες. Μέχρι στιγμής η θεωρία της ικανοποιήσεως φαίνεται να είναι η πιο χρήσιμη σχετικά με την πρακτική της συνθέσεως παρ’ όλο που στο θεωρητικό της μέρος δεν παρουσιάζεται βαρυσήμαντη όπως φαίνεται στα μάτια των πολλών αυτήν την στιγμή η θεωρία του Sommer.
3.7. Θεωρία των σκηνικών συμπεριφοράς
(Behavior setting’s theory)
Ο Roger Barker διετύπωσε τη θεωρία των «σκηνικών συμπεριφοράς» η οποία έχει επίσης αποκληθή και θεωρία της «οικολογικής ψυχολογίας46 («ecological psychology»).
Η θεωρία αυτή υποθέτει ότι περιβάλλον και συμπεριφορά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Ο θεωρητικός υποστηρίζει ότι οι συνθέτες χρειάζεται να γνωρίζουν περισσότερα μεταξύ των σχέσεων που υπάρχουν στους διάφορους τύπους περιβάλλοντος. (π.χ πάρκο, χωρίο, μεγαλούπολη, πλατεία, στάδιο, θέατρο) και στο κοινό. Ο Barker μιλάει για την «ημερήσια συμπεριφορά» των ανθρώπων στο περιβάλλον και εξετάζει την συνισταμένη της συμπεριφοράς των κατοίκων ενός πολεοδομικού πυρήνος ή ενός κτιριακού συγκροτήματος, χωρίς ουσιαστικά να ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες της συμπεριφοράς ενός εκάστου ατόμου ξεχωριστά. Ο Μελετητής λοιπόν αποσκοπεί στην κατασκευή γενικών καλουπιών και ελπίζει ότι τα καλούπια αυτά (ή μοντέλα συμπεριφοράς) βοηθούν τον συνθέτη περισσότερο απ’ ότι οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες συμπεριφοράς. Η θεωρία είναι μάλλον μια θεωρία ανωνυμίας και συλλογικού κοινωνικοψυχολογικού κομφορμισμού, ο οποίος βρίσκεται σε σχέση με το εκάστοτε περιβάλλον (το εκάστοτε σκηνικό). Κοιτάζοντας τώρα τη θεωρία του Barker από καθαρά Αρχιτεκτονική σκοπιά βλέπουμε ότι δεν αποτελεί και μεγάλο νεωτερισμό για τους Αρχιτέκτονες. Τα ταξίδια των Αρχιτεκτόνων, τα συνεχή σκιτσαρίσμτα, οι επισκέψεις σε χωριά, μοναστήρια, νησιά, φημισμένες πόλεις (Πρότυπα οι: Le Corbusier, Louis Kahn, F.L. Wright Lawrence Halprin κ.λ.π) δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μορφώνουν τον αρχιτέκτονα σχετικά με την συμπεριφορά μιας ομάδος ανθρώπων (κατοίκων μιας νήσου, μοναχών μιας μονής) μέσα σ’ ένα ορισμένο «σκηνικό» (νησί ή μοναστηρί).
Βλέπουμε λοιπόν ότι και η θεωρία του Barker ταυτίζεται με ορισμένα στοιχεία της θεωρίας του Sommer και δύο μαζί έχουν ήδη εμπειρικό παρελθόν στη συνήθεια των αρχιτεκτόνων παραδοσιακής μορφώσεως να ταξιδεύουν, να κοιτούν τον επιτυχή χώρο και να προσπαθούν να τον καταλάβουν σε σχέση με τη ζωή που εξυπηρετεί.
Για κλασικά παραδείγματα της θετικής αυτής μαθήσεως – νοοτροπίας, θάθελα να παραπέμψω στις δύο μελέτες του έλληνος Αρχιτεκτόνος Άρη Κωνσταντινίδη. «δύο χωριά από τη Μύκονο» και «Πολιά Αθηναϊκά σπίτια» καθώς και στα σκίτσα και σημειώσεις του “Notebook” του Αμερικανού Αρχιτέκτονα Lawrence Halprin που κυκλοφόρησε στην Αμερική στα 1973.
4. Εποικοδομητικές προτάσεις
Δεν είχε άδικο ο Bechtel όταν παρετήρησε την αδυναμία συνοχής στις θεωρίες των χωροψυχολόγων και δεν είχε άδικο όταν ετάσσετο με το μέρος των Αρχιτεκτόνων και μάλιστα των εμπειρικά μορφωμένων, και ζητούσε για λογαριασμό τους πιο θετική βοήθεια από τους χωροψυχολόγους και όχι μονάχα αλληλένδετες και ασυνεχείς θεωρίες. Στο «Νέομεσαιωνισμό» που επεκαλέσθη δεν πρότεινε τιποτ’ άλλο παρά επιστροφή στην παρατήρηση και στην προσωπική μελέτη επιτυχών ήδη κατοικηθέντων χώρων. Πάνω απ’ όλα ο Bechtel δέχεται για δάσκαλο την έννοια της «πείρας». Η πείρα θα διδάξει τον συνθέτη για τις σχέσεις μεταξύ χώρου και συμπεριφοράς. Κι όμως η πείρα, η επαγγελματική πείρα, δεν δανείζεται (συναγωνισμός ή βασική αιτία).
Γι’ αυτό το λόγο, οι νεαροί αρχιτέκτονες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Δεν έχουν έργα δικά τους να τους διδάξουν. Οι παλιοί κρατούν την δική τους πείρα μυστική. Οι χωροψυχολόγοι δεν καταλαβαίνουν την γλώσσα τους αρχιτέκτονος, και ο αρχιτέκτονας των γλωσσών των χωροψυχολόγων. Οι χωροψυχολόγοι δεν συνέταξαν μέχρι στιγμής το χωροψυχολογικό «graphic standards» (π.χ. Neufert).
Γι’ αυτούς τους λόγους ο Bechtel προτείνει την δημιουργία των χωροψυχολογικών αρχειοηθηκών, (τράπεζες). Οι αρχειοθήκες δημιουργούνται από Αρχιτεκτονικούς ερευνητικούς οργανισμούς. Αρχιτεκτονικές Σχολές, σωματεία Αρχιτεκτόνων μελετούν κτίρια και πολεοδομικών χωρών, περιγράφουν τα φυσικά χαρακτηριστικά των χωρών τούτων και την ψυχολογική συμπεριφορά που παρατηρείται. 47Η κάρτα για το κάθε κτίριο περιλαμβάνει:
1. Ποια είναι «μεγάλη ιδέα» του εν λόγω περιβάλλοντος. Τι «μηνύματα» μεταδίδονται από την αρχιτεκτονική έκφραση στον θεατή και στον χρήστη.
2. Το περιβάλλον αναλύεται με βάση τη «συμπεριφορά» που ευνοεί.
3. Το κτίριο παρουσιάζεται υπό το πρίσμα της συμπεριφοράς που επιτρέπει.
4. Το κτίριο εκτιμάται σχετικά με το βαθμό επιτυχίας του. Λειτουργεί (στενή έννοια λειτουργικότητας) διανοητική έννοια λειτουργικότητας, ακριβώς όπως ανεμένετο να λειτουργήσει; Αν όχι τι έφταιγε και γιατί;
Με βάση τις ανώτερες προτροπές ο αρχιτέκτονας είτε παρακολουθεί τις σχέσεις χώρου – συμπεριφοράς των δικών του κτιρίων και κρατεί σχετικούς φακέλους είτε χρησιμοποιεί τις «αρχειοθήκες» που αναφέραμε. Εν πάση περιπτώσει ο «νεομεσαιωνισμός» του Bechtel βασίζεται στην παρατήρηση και στην διαισθητική ερμηνεία των φαινομένων χωροψυχολογίας που είναι τελείως αντίθετη από τον επιστημονισμό των καθαρά χωροψυχολογικών μοθοδολογιών.
Η έρευνα των χωροψυχολόγων εξ άλλου η βασισμένη στις «συνεντεύξεις» δεν είχε μέχρι τώρα καταφέρει να πείσει τους κριτές για τον βαθμό ειλικρίνειας των ευρημάτων της μια κι είναι αποδεκτό απ’ όλους ότι η συνέντευξη αποξενώνει ή θέτει σε άμυνα το ερωτευμένο άτομο.
Ο εμπειρισμός κι η προσωπική παρατήρησις αν ακολουθούν την ειλικρινή έγνοια των Αρχιτεκτόνων για την δημιουργία μιας πραγματικής αρχιτεκτονικής για τον άνθρωπο μπορεί να αποδώσει πολύ περισσότερα από ίσα έχει μέχρι σήμερα αποδώσει η μακροχρόνια έρευνα και τα κρύα αριθμητικά δεδομένα.
Η Γαλλία βρίσκεται αυτή τη στιγμή στις επάλξεις της κατά την γνώμη μου σωστής αυτής κατευθύνσεως. Η έρευνα και το δημοσιευμένο βιβλίο του Boudon «Βιωθείσα Αρχιτεκτονική»48(«Lived-in Architectire») αποτελεί ουσιαστικό σταθμό στην περίπτωση της εμπειρικής εκμαθήσεως χωροψυχολογίας κατά τα πρότυπα της θεωρίας του Bechtel.
Η εργασία αυτή μελετά τον εργατικό οικισμό Passac που έκτισε ο Le Corbusier στα 1926 έξω από το Μπορντώ. Η μέθοδος μελέτης της «Βιωθείσης Αρχιτεκτονικής» αποτελεί τον καλύτερο τρόπο μορφώσεως των νεαρών αρχιτεκτόνων στα θέματα των σχέσεων χώρου και συναισθήματος χωροψυχολογίας. Θα πρέπει δε μαζί με τα επιτυχή παραδοσιακά περιβάλλοντα να μελετούμε και τα «αισθητικώς» ανεγνωρισμένα έργα της σύγχρονης Αρχιτεκτονικής μια κι αυτά αποτελούν τις πιο κοντινές πιθανότητες της δικής μας εκφράσεως μέσα από το καθημερινό μας «λεξιλόγιο» των σύγχρονων υλικών και μεθόδων κατασκευής.
Η περίοδος της χωροψυχολογίας της δεκαετίας του 1960-70 (και ασφαλώς η χωροψυχολογική του σήμερα) δεν πήγε χαμένη. Ήταν μάλλον αναγκαία μια κι έκανε τον Αρχιτέκτονα να κοιτάξει «εντός» του ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. και την Αγγλία, και να ξαναζήσει έννοιες παλιές και ξεχασμένες «μορφή» «λειτουργία» «χώρος», «πελάτης», «άνθρωπος» ειδικά δε «ανάγκες του ανθρώπου και συμμετοχή του χρήστου» στην συνθετική μεθοδολογία. Η δεκαετία έκανε τον Αρχιτέκτονα να πειραματισθεί με αναλυτικές έννοιες άγνωστες του μέχρι τότε και τον έκανε τελικά να διαπιστώσει την αδυναμία συμβιβασμού κρύας αναλύσεως με ζωντανή σύνθεση.
Η δεκαετία ήταν αναγκαία γιατί έφερε τελικά μέσα από ειλικρινή κριτική την επερχόμενη αποτίναξη της επιστημονικο-φάνειας και επιστημονικού σνομπισμού που είχε κυριεύσει πολλούς Αρχιτέκτονες και πάμπολλες σχολές Αρχιτεκτονικής. Η δεκαετία και οι κριτικές των χωροψυχολόγων προκάλεσαν τους Αρχιτέκτονες και τους φοιτητές της Αρχιτεκτονικής και τους έκαναν να διαβάσουν χωροψυχολογία. (Και το διάβασμα δεν κάνει κακό). Στην προσπάθεια πολλοί Αρχιτέκτονες μάθανε και ξαναβρήκαν τον εαυτό τους. Οι επιστήμονες χωροψυχολόγοι είπαν τους Αρχιτέκτονες «ψευδοσυνθέτες» τώρα πολλοί συνθέτες είναι έτοιμοι και βασισμένοι στα προϊόντα της χωροψυχολογίας να μιλήσουν για ψευδοεπιστήμη.
Ξανά οι Αρχιτέκτονες γυρίζουν στα παλιά. Πιο δυνατοί από πριν, πιο ικανοί, πιο μορφωμένοι. Στην παλιά Αρχιτεκτονική βιβλιογραφία κανείς κατά καιρούς γραφτά μεγάλων αρχιτεκτόνων που πραγματοποίησαν πραγματικά μεγάλη αρχιτεκτονική και βιώθηκε κι έκανε τους ανθρώπους που τη ζήσαν ευτυχισμένους.
Κανένας, από όσα ξέρω δεν μίλησε ποτέ ενάντια στην αρχιτεκτονική των σπιτιών που έχτισε ο Neutra στην Καλιφόρνια. Ξανακοιτάζοντας το έργο και τα γραφτά αυτού σοφού παίρνουμε μαθήματα που θάπρεπε να μη ξεχνάμε. Ο Neutra έγραφε: «Θάθελα να παραμερίσω τελείως την αντίληψη ότι ο συνθέτης αρχιτέκτονας μπορεί να κυβερνηθεί τελείως από επιστημονικές νοοτροπίες και επιστημονικές μεθόδους ή ότι θάπρεπε να νομίσει ότι είναι επιστήμονας ο ίδιος. Κι αυτό, γιατί μερικές φορές ο αρχιτέκτονας δημιουργεί τις πιο σημαντικές εργασίες του σε κλάσμα του δευτερολέπτου, τόσο γρήγορα, όσο μονάχα ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να τρέξει. Ο αρχιτέκτονας πρέπει να συνεχίσει να επαφίεται στη διαίσθηση του, η οποία συνήθως συλλαμβάνεται και εκφράζεται στο μυαλό του μέσα με τηλεσκοπική ακρίβεια την ίδια ακρίβεια, που παρατηρούμε στις αποφάσεις ενεργείας ενός καλού γιατρού την στιγμή που αντιμετωπίζει έναν ετοιμοθάνατο τραυματισμένο και στον οποίο ξαναφυσά με τις αστραπιαίες ενέργειες του ανάσα και ζωή. Ο γιατρός την ώρα εκείνη πρέπει να ξεχάσει την βραδύτητα για την οποία παινεύονται οι επιστήμονες. Προφανώς η τέχνη, η τέχνη της συνθέσεως που είναι κι αυτή μέρος της τέχνης, η τέχνη της Ζωής, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την επιστήμη ή την τεχνολογία».49
Κι έτσι τώρα, μια και βάλαμε «τα’ αμάξι μπροστά από τα’ άλογο» καιρός είναι να παρουσιάσωμε καθαρά τη δική μας θέση και να δούμε που και πως χρειάζεται η βοήθεια της χωροψυχολογίας και πως θάπρεπε να την αντιμετωπίζουν οι συνθέτες.
5. ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ:
(συνθετικά κριτήρια ή αρχιτεκτονική ανάλυση έναντι Αρχιτεκτονικής σύνθεσης)
Τα «κριτήρια» έχουν πολλαπλές έννοιες. Μερικές φορές μπορεί να είναι πολύ γενικά κι άλλες φορές πάλι μπορεί να είναι πολύ συγκεκριμένα. Όσο λιγότερο ειδήμονες (experts) είμαστε σ’ ένα θέμα τόσο γενικώτερα είναι τα «κριτήρια» που ορίζουμε. Είναι γεγονός ότι σχεδόν ο καθένας μπορεί να διατυπώσει γενικά «κριτήρια» για συνθετικούς σκοπούς ή για οτιδήποτε, για αρχιτεκτονική, μηχανική πολιτική.
Μπορεί ο καθένας π.χ. να διατυπώσει και πολύ εύκολα το γενικό «κριτήριο» ότι το σχέδιο της «Concorde» (υπερηχητικό Γαλλικό – Βρετανικό αεροπλάνο) πρέπει νάναι τέτοιο που να εξουδετερώνει ή τελείως ελαττώνει το μειονέκτημα του θορύβου που παράγεται από την διάσπαση του ήχου. Τα γενικά κριτήρια της αρχιτεκτονικής συνθέσεως, θέλομε να δεχθούμε, ότι, μπορούν εύκολα να ορισθούν από τον οποιοδήποτε αρχιτέκτονα. Τα ειδικά όμως και συγκεκριμένα κριτήρια αποτελούν μάλλον γνώσεις ορισμένων αρχιτεκτόνων είτε πεπειραμένων είτε εξειδικευμένων. Κι’ όμως ούτε ο οποιοσδήποτε Αρχιτέκτων που μπορεί να διατυπώσει τα γενικά κριτήρια ούτε κι ο ειδικός εμπειρογνώμων, γνώστης ειδικών κριτηρίων, αποτελούν απαραίτητη εγγύηση για την επιτυχία της συνθετικής ερμηνείας των κριτηρίων τούτων.
Ένας ειδήμων στην Αρχιτεκτονική των σχολείων π.χ. δεν είναι αναγκαία κι ο επιτυχής συνθέτης των σχολείων. Ειδικότης και σύνθεσις είναι πολλές φορές ασυμβίβαστες. Η ειδικότης αποκτάται μέσα από επιστημονική πειθαρχία ενώ η σύνθεση πολλές φορές βασίζεται στη στιγμή ή και ίσως μερικές φορές στον παραλογισμό.
Η σύνθεσις πρέπει να βασίζεται στη διαίσθηση, στον συνθέτη, στον άνθρωπο, και πρέπει ν’ αποτελεί την ερμηνεία των εισηγήσεων του ειδήμονος που αυτές τεκμηριωμένες από την μεθοδική παρατήρηση, πρέπει νάναι επιστημονικές, επακριβείς, υπέυθυνες.
Η σύνθεσις πρέπει νάναι ερμηνεία των δεδομένων ή με άλλα λόγια η σύνθεσις πρέπει νάναι η ερμηνεία των επιστημονικών κριτηρίων κατά τρόπο που η μορφολογική και λειτουργική τους έκφραση να εξυπηρετή τις ανάγκες του ανθρώπου φυσικά, συναισθηματικά και ψυχολογικά.
Όσο πιο πολύπλοκο γίνεται το έργο της συνθέσεως τόσο πιο μεγαλύτερη η ανάγκη για διατύπωση ειδικών κριτηρίων και εξειδίκευση. Κι όμως ο συνθέτης του Μεγάλου ή του μικρού, του απλού ή του πολύπλοκου έργου, είναι δυνατόν να είναι ο καθένας σκεπτόμενος, ταλαντούχος αλλά υπεύθυνος συνθέτης. Η υπευθυνότης είναι που θα οδηγήσει τον συνθέτη στην αναζήτηση της κατάλληλης συμβουλής και στην εξυπηρέτηση εξειδεικευμένου συναδέλφου. Σήμερα λοιπόν έχουμε την αρχιτεκτονική ανάλυση από τη μια, την αρχιτεκτονική σύνθεση από την άλλη. Η χωροψυχολογία ανήκει στην αρχιτεκτονική ανάλυση. Και ο ειδήμων χωροψυχολόγος / αρχιτέκτων είναι εκείνος που θα μετρήση θα παρατηρήση θα αρχειοθετήσει τις ειδικές γνώσεις και θα συνεργασθεί με τον αρχιτέκτονα συνθέτη. Ο χωροψυχολόγος αρχιτέκτων ερευνητής ανήκει στα Πανεπιστήμια στους οργανισμούς ερεύνης, ανήκει στη φάση του προγραμματισμού των Αρχιτεκτονημάτων και τη διατύπωση των σκοπών που θα πρέπει το έργο να εκπληρώσει. Ο συνθέτης είναι ο ερευνητής και σαν τέτοιος θα πρέπει να καταλαβαίνει τον αναλυτικό συνάδελφο του. Για την κατανόηση της κοινής αυτής γλώσσας χρειάζεται προπαίδεια κι είναι σε τούτο ακριβώς το σημείο που έρχεται η εγκύκλιος βασική εκπαίδευσης της Αρχιτεκτονικής να διδάξει τα βασικά στοιχεία. Προσωπικά προτείνω τον νεομεσαιωνισμό του Bechtel και το Μοντέλο του Boudon.
Επίλογος
Όσο για την Ελληνική Αρχιτεκτονική παιδεία φοιτητών και αρχιτεκτόνων προτείνω συνέχιση της παραδόσεως επισκέψεως και μελέτης οικισμών νήσων ή άλλων επιτυχών ζωντανών περιβαλλόντων, της αποτυπώσεως και κατανοήσεως επιτυχιών κτηρίων του παρελθόντος (παλαιά, αθηναϊκά σπίτια, αρχοντικά της Καστοριάς κ.λ.π. Μελέτες Κωνσταντινίδη, Μουτσόπουλου κλπ.) καθώς επίσης και μελέτες επιτυχών έργων της συγχρόνου Ελληνικής Αρχιτεκτονικής, αυτή τη φορά μέσα από καλώς εννοούμενο χωροψυχολογικό πρίσμα (κατόπιν σχετικής μορφώσεως και διαβάσματος επί του θέματος).
Προτείνω μετά να κοιταχτούν και τα κακώς κείμενα, τι κάνει δηλαδή η τυπική πολυκατοικία στους κατοίκους;…παρατηρήσεις, μετρήσεις, γνώση. Όχι μόνο ποιητικο-μελαγχολικοί υστερισμοί (κι’ εδώ ουδείς αναμάρτητος). Πως δούλεψαν τα κτήρια που εδώ και δέκα χρόνια βραβέψαμε σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς; Τι είπαν οι άνθρωποι που τα έζησαν; Να μην ξαναδοθεί κτιριολογικό πρόγραμμα αρχιτεκτονικού τύπου που να μη περιλαμβάνει και τα χωροψυχολογικό συμπέρασμα της μελέτης παρεμφερούς και δοκιμασμένου κτιριακού προτύπου παρεμφερούς περιβαλλοντικού πλαισίου.
Δυστυχώς πολλά απ’ αυτά δεν γίνονται όπως τεκμηριώνεται ευκολότατα απ’ όσους μελέτησαν τα προγράμματα προσφάτων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών (κτήριο Συνταξιούχων, κτήριο ΤΕΕ στη Λάρισα, Νομική Σχολή, Μουσείο Ακροπόλεως, Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Σχολικά κτήρια ΚΑΤΕ, ΠΟΣΜΕ κλπ.). Δυστυχώς δεν υπάρχουν φορείς, πανεπιστημιακοί, επιστημονικοί ή ιδιωτικοί που να ασχολούνται με την τεκμηρίωση της χωροψυχολογικής λειτουργικότητας των διαφόρων Ελληνικών κτιριακών τύπων.
Τα καλά μας τάχωμε, μα για τα πολλά κακά μας είναι που χρειάζεται δουλειά πολλή, μακροχρόνια, μεθοδική.
Αντώνης Κ. Αντωνιάδης. Αρχιτέκτων Πολεοδόμος. Είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής και διευθυντής του κύκλου σπουδών περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Άρλιγκτον. Απόφοιτος του ΕΜΠ και των Πανεπιστημίων Columbia και University of London είναι αδειούχος αρχιτέκτων και πολεοδόμος στις ΗΠΑ, μέλος του Αμερικανικού Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, του Αμερικανικού Συλλόγου Πολεοδόμων και επίτιμο μέλος του Αμερικανικού Συλλόγου Ιστορικών Αρχιτεκτονικής. Συγγραφεύς πλείστου αριθμού μελετών στην διεθνή βιβλιογραφία, από δε του 1974 κι’ εδώ έχει συνδράμει στην ελληνική βιβλιογραφία με τις συνεχείς δημοσιεύσεις του ως τακτικός συνεργάτης στα «Τεχνοδομικά». Το βιβλίο του «introduction to Environmental Design» («εισαγωγή στην Αρχιτεκτονική του Περιβάλλοντος») εξεδόθη το 1976 από τον εκδοτικό οίκο M.S.S. Information Corporation της Νέας Υόρκης το δε βιβλίο του «Albuquerque Architecture» (Αρχιτεκτονική της Αλμπουκέρκης) εξεδόθη το 1973 από το σύλλογο Αμερικανικών Αρχιτεκτόνων. |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Η παρούσα γενική μελέτη έγινε και πρωτογράφτηκε στα εγγλέζικα το 1973 είχε δε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ειδικού σπουδαστηρίου στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Άρλιγκτον. Λεπτομερείς μελέτες επί της χωροψυχολογικής λειτουργικότητας διαφόρων κτηριακών τύπων της περιοχής γίνονται από φοιτητάς της Αρχιτεκτονικής της εν λόγω Σχολής. Οι εργασίες αυτές ταξινομούνται στο σπουδαστήριο, βρίσκονται δε στη διάθεση των νεαρών επαγγελματιών αρχιτεκτόνων της περιοχής (που δεν έχουν πείρα πάνω στους μεετούμενους κτηριακούς τύπους) και των φοιτητών που ασχολούνται με θέματα παρεμφερών κτηρίων. Για εγγλέζικο κείμενο βλέπε επίσης σημ. 14.
1. Γενική αναφορά στους συγγραφείς: Roger Barker, R. Campbell, Constance Perin, Robert Sommer, James Birren, Thomas Laswell, Herbert Gans, D.V. Canter.
2. O Herbert Gans έχει αναφέρει «οι περισσότεροι αρχιτέκτονες δεν έχουν την παραμικρή ιδέα του πως δουλεύει η κοινωνία, πως ζουν οι άνθρωποι και πως θέλουν να ζούν». Βλέπε Gans 1962 (2). Επίσης Sommer 1972 σ. 93.
3. Fitch James Marston, 1965 σ. 120
4. Πηιλιππε Βοθδον, 1972 γενική αναφορά.
5. Oscar Newman, 1973, γενική αναφορά.
6. C. M. Deasy 1973, γενική αναφορά.
7. Βλέπε στην ελληνική βιβλιογραφία: Κώστα Ξανθόπουλου «Ψυχιατρική και Αρχιτεκτονική» (19ο συνέδριο διεθνούς ομοσπονδίας νοσοκομείων I.H.F.). τεχνικά Χρονικά Σεπτ. Δεκ. 1975 σσ. 93-94
8. op. cit. σ. 8
9. Sommer 1969, εισαγωγή
10. Ibid
11. Perin 1970, σς 73-74
12. Ibid σσ. 15-16
13. Mc Rae και Costello, 1978, σ. 2
14. Antoniades Anthony «Architect – Client, Form and relationships» in «Introduction to Environmental Design» σσ. 89-99.
15. William Goodman «Principles and Practices of Urban Planning» Washington, The International City Managers Association 1968, p. 564.
16. Skeffington report on “Public Participation”. HMSO London 1969. Επίσης Antoniades Antony “Film and the public relations stage of the Planning Process” Discussion paper series 8, University College London, 1969.
17. Ibid
18. Σκέψεις εκφρασθείσες από τον καθηγητή Dr. Harry Antony. Από σημειώσεις μαθήματος «Advanced Urban Design Theory» 1965-66 Πανεπιστήμιο Columbia.
19. Perin, 1970, σ. 73-74
20. Barker, 1968, σ. 18, «Ecological psychology»
21. Hoskins, ed 1971
22. Αυτά τα επιχειρήματα βασίζονται στην προσωπική πείρα του συγγραφέως με μεταπτυχιακούς σπουδαστές που το πρώτο τους δίπλωμα ήταν σε κοινωνικοσυμπεριφορικές σπουδαστές. Με το που άρχισαν σπουδές αρχιτεκτονικής ξέχασαν το παρελθόν τους και ελκύστηκαν αμέσως από τα (δημιουργικά) θέλγητρα των αρχιτεκτονικών συνθέσεων.
23. Τα επιχειρήματα του Dr. Bechtel παρμένα από την ανακοίνωση του στο συνέδριο Αμερικάνικων πολεοδόμων, Βοστώνης 1972. από σημειώσεις του συγγραφέως στο συνέδριο.
24. Ibid
25. Ibid
26. Ruskin, 1907 γενική αναφορά.
27. Scott, 1954
28. Christopher Alexander, 1964, γενική παραπομπή
29. Στούντιο του συγγραφέως σε μάθημα πολεοδομικών συνθέσεων («Urban Design») στο Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού, 1970-71
30. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν ήταν η πολυδημοσιευμένη πρόταση του Alexander που υιοθετήθηκε στον οικισμό διεθνή διαγωνισμό του Perou αλλά η ευκρινώς συμβατική σύνθεσή του Atelier 5.
31. Βλέπε Jacobs Herbert, 1967. Επίσης Hughes, Helen MacGill 1972 (εισαγωγή), καθώς και Sommer 1969 σσ. 24-25. Για εφαρμογές της θεωρίας του πλήθους στα ζώα βλέπε Hall, ed, 1969 σσ. 23-39.
32. Robert Sommer, 1969, επίσης Edward Hall 1969.
33. Προσωπική μαρτυρία του συγγραφέως βασισμένη σε ερευνητικές εργασίες
μαθητών του επί των υποθέσεων του Sommer. Βλέπε UTA, Arch 1361, θέμα 2,
1973 και U.N.M., Μάθημα «Εισαγωγή στην Αρχιτεκτονική» θέμα 2, 1971-73.
34. Robert Sommer, 1970 σ. 25.
35. Ibid σσ. 39-57. Επίσης Newman σ. 25.
36. Εξαιρετικό διάβασμα για την κατανόηση του θέματος το δοκίμιο «On moving to a
new house» στο βιβλίο του Herman Hesse «Autobiographical writings», Picador,
Pan Books London 1973 σ.σ. 189-203.
37. Op. cit
38. Ibid σ. 26.
39. Patrick Leigh Fermor «Mani, travels in the Southern Peloponnese» John Murray,
Ltd, London 1971. Για την Ελληνική έκδοση βλέπε «Μάνη» Κέρδος 1972 σ.σ. 136-143
40. Sommer, «Design Awareness», λιγότερο πολεμική εργασία, δείχνει μια κάποια
κατανόηση στους αρχιτέκτονες.
41. Sommer, 1972 σ. 113.
42. Skinner, B.F., 1961, γενική παραπομπή.
43. Bandura και Walters 1963, γενική παραπομπή.
44. Adelberg, Maynard Wishelly 1967 σ.σ. 507, 536, 584, 660.
45. Αρκετοί θεωρητικοί των πολεοδομικών συνθέσεων («Urban Design») έχουν
εκφράσει παρόμοια ενδιαφέροντα και διατυπώσει παρεμφερείς σκέψεις π.χ. οι
Federick Gibberd, Lawrence Halprin κ.τ.λ.
46. Για «θεωρία σκηνικών συμπεριφοράς» βλέπε Roger Barker 1968.
47. Παράλληλα με τον Bechtel αναφέρσου στον Sommer 1972, σ.σ. 102-112.
48. Philippe Boudon 1972.
49. Neutra, 1954 σ. 381.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Adelberg, T.Z., Shelly, M.W., “Notes on Satisfactions in Shopping Centers”, I, II, III, IV, in Psychological Reports, October 1967.
2. Alexander, C. “Notes on the Synthesis of Form”, Cambridge, Mass., Harvard University press, 1964
3. Antoniades Anthony C. “Introduction Design” Mss information Corporation, New York, 1976.
4. Bandura, A., Walters, R., “Social Learning and Personality Development”, New York, Holt, Rinehart & Winston, 1963.
5. Barker, R.G., “Ecological psychology; concepts and methods for studying the environment, of human behaviour”, New York, Holt, Rinehart Stanford University Press, 1968.
6. Boudon, P., “Lived-in Architecture – Le Corbusier’s Pessac Revisited”, M.I.T. Press, 1972.
7. Canter, D.V., ed. “Architectural psychology: Proceedings of the conference held at Dalandhui University of Strathelyde, 28 Feb. – 2 March 1969”.
8. Deasy, C. M., “People Patterns in the Blueprints”, in Human Behaviour, the magazine of Social Sciences, 1965.
9. Fitch, James M., “Experimental Basis for Aesthetic Decision”, in Annals of the New York Academy of Sciences, 1965.
10. Gans, Herbert, “People and Plans: essays on Urban Problems and Solutions”, New York basic books 1968.
11. Gans, Herbert, “Social and physical planning for the Elimination of Urban poverty” in Urban Planning and Social policy, Frieden, J. B. and Morris, R., ed. Basic Books, New York, 1968 (2).
12. Goodman, William, ed. “Principles and Practices of Urban planning” Washington, the International City Manager’s Association, 1968.
13. Hall, Ed, “The Hidden Dimension”, Douleday-Anchor Books, 1969.
14. Hoskins, Ed., “Environmental Psychology: New Tools in Architectural Design” Unpublished paper for Arch. 501, A.C. Antoniades, Instructor, University of New Mexico, Fall 1971.
15. Hughes, Helen MacGill, “Growd and Man’s Behaviour”, Holbrook Prees, Boston, 1972.
16. Jacobs, Herbert, “How Big Was the Crowd?” Talk given at California Journalism Conference, Sacramento, February 24, 25, 1967.
Also in Sommer, 1969, p. 27-28.
17. McRae, Dick and Costello, Lois, “The subtle influences of the Environment”,
Unpublished paper for Arch. 501, A.C. Antoniades.
University of New Mexico, Fall 1970.
18. Newman, Oscar, “Defensible Space”, Crime prevention through Urban Design. Collier Books, New York, 1973.
19. Neutra, Richard, “Survival through Design”, Oxford University press, New York, 1954.
20. Perin, C., “With Man in Mind, an Interdisciplinary prospectus for Environmental design”, Cambridge, M.I.T. press, 1970.
21. Ruskin, j., “The Seven Lamps of Architecture”, London, Dent 1907.
22. Sommer, R., “Personal Space; the Behavioral Basis of Design”, New Jersey, prentice-Hall, 1969.
23. Sommer, R., “Design Awareness”, Rinehart Press, San Francisco, 1972.
24. Scott, G., “The Architecture of Humanism. A study in the History of Taste”. Doubleday, New York, 1954.
25. “Skeffington Report on Public Participation”, H.M.O.S., London, 1969.
26. Skinner, B.F., Holland, James Gordon, “The Analisys of Behavior: a program for selfinstruction”. New York, McGraw-Hill, 1961.