Στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1960 εκ μέρους του επιστημονικού ερευνητικού εργαστηρίου των αναστηλώσεων της Τασκένδης, επί κεφαλής μιας τετραμελούς αποστολής συναδέλφων1, αναχωρήσαμε για την κωμόπολη Ουρά Τιουμπέ του Τατζικιστάν με σκοπό να ερευνήσουμε το μετσέτ (τέμενος) της κωμόπολης, κατόπιν παραγγελίας του Υπουργείου Πολιτισμού του Τατζικιστάν.
Μετά από ολοήμερο ποικιλόμορφο σε μεταφορικά μέσα ταξίδι, φθάσαμε στο Ουρά Τιουμπέ. Την άλλη μέρα πιάσαμε τη γνωριμία μας με το μοναδικό μνημείο της κωμόπολης και της περιοχής που φέρει το όνομα Άμπντ – Αλ – Λατίφ σουλτάνος (ενός από τους πολυάριθμους εγγονούς του γνωστού Ταμερλάνου) η Κοκ Γκουμπάζ, που Ουζμπέκικα θα πει Γαλάζιος Τρούλλος, όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούν οι απλοί κάτοικοι της περιοχής προδίνοντας ταυτόχρονα το χρώμα του άλλωτε, τρούλλου του μοναδικού τους τεμένους.
Το τέμενος ανήκει στα κτίρια που ανεγέρθηκαν στο τέλος του ΧV – αρχές XVI μ.Χ. αιώνα ανεξάρτητα αν ορισμένες κατασκευαστικές ιδιομορφίες (όπως η ύπαρξη διακένων εντός της μάζας των τρούλων και των τοίχων πλαγιών χώρων) ανάγονται σε προηγούμενες εποχές και που λογίζονται οικοδομικές αρχές για σεισμογενείς περιοχές μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και η περιοχή της Μέσης Ασίας.
Από απόψεως πολεοδομικής το Κόκο Γκουμπάτζ κείται εις το δυτικό μέρος της κωμόπολης πάνω στην αριστερή όχθη του χειμάρου ο οποίος διασχίζει την κωμόπολη από νότο προς βορρά και ανυψώνεται εις το υψηλότερο σημείο των πρανών της σε τρόπο που με τις αδρές γραμμές των όγκων του (χαρακτηριστικών γνώρισμα των μνημείων της μεσοαστικής αρχιτεκτονικής), να δεσπόζει πάνω απ’ τις άλλοτε ομοπλινθόχτιστες μονοκατοικίες και ερμηνεύοντας το δέος προς τον Αλάχ και την παντοδυναμία του.
Η γενική εικόνα της Κύριας όψης (εικ. 1) όπως διατηρήθηκε μέχρι τη μέρα της παρουσίας μας ήταν τόσο αποκαρδιωτική που για μια στιγμή (παρ’ όλη μας τη πείρα) νομίσαμε πως θάταν τόσο δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, να καταλήξουμε έστω και σε κατά προσέγγιση αποκατάσταση της αρχικής του μορφής. Αρχίζοντας όμως…και με κάποιο ιδιαίτερο κουράγιο την απομάκρυνση του απολιθοθέντος επιχρίσματος των επιφανειών των τυφλών οξυκόρυφων κόγχων του πυλώνα, κατορθώσαμε, κάτω από επίστρωμα σοβά από γκάντς (παραλλαγή τοπικού γύψου), να φέρομε σε φως τα ίχνη ολόκληρου του γκριρίχ-γεωμετρικού σχήματος του διακόσμου, έως το ύψος της οξυκόρυφης εισόδου του τέμενους και της δεύτερης – μεσαίας σειράς των διακοσμητικών τυφλών κόγχων του πυλώνα (εικ. 2).
Το χρώμα δε των διακοσμητικών σχημάτων απεκατεστάθη εύκολα μετά την απομάκρυνση του σοβά από τα διασωθέντα στοιχεία των επισμαλτωμένων τούβλων.
Όπως φαίνεται από την εικόνα 1 το ανώτερο μέρος του πυλώνα άνω της στάθμης των 8μ. περίπου κατεστράφη εξ ολοκλήρου απ’ τους κατά καιρούς σεισμούς έτσι που το πρόβλημα της αποκαταστάσεως του παρέμενε άλυτο.
Από τη δύσκολη αυτή θέση μας έβγαλε, αργότερα, η φωτογραφία (εικ. 3) από το άλμπουμ του στρατηγού Κάουφμαν2 που ανευρέθη κατά τις αναζητήσεις μας εις το κρατικό μουσείο της Τασκένδης. Η παρουσία και τρίτης και τελευταίας σειράς οξυκόρυφων τυφλών κόγχων δείχνει ταυτόχρονα και τις πλήρεις διαστάσεις του πυλώνα.
Ένα από τα στοιχεία του διακόσμου των προσόψεων των μεσεωαστικών αραβικών μνημείων θεωρούνται τα τύμπανα των οποίων ο διάκοσμος και η θεματολογία δεν επαναλαμβάνεται ενώ εις άλλες περιπτώσεις δεν συμβαίνει το ίδιο.
Τα πλέον αξιόλογα τύμπανα του Κόκ Γκουμπάζ καλύπτουν τα τριγωνικά τμήματα των άνω μερών της κυρίας εισόδου (εικ.4 α, β) όπου το δεξιό, κατά παράδοξο τρόπο διεσώθη ολόκληρο, ανθισμένο στο πέρασμα του χρόνου και στις καταστρεπτικές συνέπειες των θεομηνιών και τις επεμβάσεις των ανθρώπων. Ανεσκαύθη κάτω από επίστρωμα πάχους 3cm γκάντς (εικ. 5) φέρνοντας με τα εκθαμβωτικά σχήματα και χρώματα του, σε φως την ιδιόμορφη και ασύλληπτη φαντασία των λαϊκών τεχνίτων που αντανακλά τη φύση του Ούρα Τιουμπέ – μαργαρίτες, πιπεριές, περικοκλάδες -, έχοντας στο κέντρο του, σε μαύρο φόντο, το πράσινο φύλλο του κλήματος – χαρακτηριστικό γνώρισμα της αμπελουργικής ασχολίας των κατοίκων της περιοχής που διατηρείται μέχρι σήμερα (εικ 3β).
Η τέχνη εκτέλεσης του, γνωστή στην μεσωαστική αρχιτεκτονική του 15 και νεωτέρων μ.Χ. αιώνων σαν μωσαϊκό από γύψο ψηφίδωμα, οι ψηφίδες του οποίου επικολλούνται με γύψινο κονίαμα επί τόπου.
Όσον αφορά τα τύμπανα εις τα άνω πλάγια της κυρίας αψίδας του πυλώνα αυτά θεωρούνται απροσδόκητη επίσης προσφορά της φωτογραφίας του στρ. Κάουφμαν. Αποτελούνται από γεωμετρικά σχήματα – σταυρούς με οξυκόρυφους βραχίονες γαλάζιου χρώματος εις τα διάκενα – φόντα των οποίων οι αναπαραστάσεις αντανακλούν το φυτικό βασίλειο του τόπου. ο συνδυασμός των χρωμάτων γαλάζιο, μπλε σκούρο, κίτρινο, άσπρο και μαύρο αποκαταστάθηκαν απ’ τα συντρίμμια που βρέθηκαν στις γενικότερες ανασκαφές της αυλής.
Τα δε τύμπανα των οξυκόρυφων κόγχων των παριών του κεντρικού πυλώνα, όπου το γεωμετρικό τους σχήμα ανευρέθη επανειλημμένα – πλήρες κάτω από επίστρωμα «σοβά» γκάντς πάχους 4-5cm έχει σαν κύριο μοτίβο το πεντάκορφο αστέρι από γαλάζια ταινία και στη μέση μονοκόμματο από tera-kotta (=απτή γη). Ότι αφορά τη γεωμετρική κατασκευή των οξυκόρυφων αψίδων, ανάγεται όπως απέδειξαν οι αναλύσεις εις τη τρίκεντρο επί του κύκλου (εικ. 6).
Οι ανασκαφές σχετικά με τα τύμπανα των πλαγιών χώρων – πτερυγίων έφεραν σε φως αυτά τα οποία επίσης ευρίσκοντο κάτω από επίστρωμα σοβά. Τα τύμπανα διακοσμούνται με αστέρια από οκτώ βραχίονες των οποίων οι απολήξεις είναι οξυκόρυφες και όλα σχηματίζονται από κυανή ταινία φάρδους 3cm. Η τέχνη εκτέλεσης τους, επίσης μωσαϊκό. Γενικά τα τύμπανα των πτερυγίων μειονεκτούν από πλευρές καλλιτεχνικού πλάτους σχημάτων, χρωμάτων και τέχνης παρ’ όλο που ανάγονται εις την ίδιαν εποχή ανέγερσης του τεμένους.
Το ανώτατο μέρος του κεντρικού τμήματος του πυλώνα, άνω του δεσπόζοντος τυμπάνου και εις το ύψος των 11μ. περίπου υπήρχε αραβικό επίγραμμα, ρήγματος του Κορανίου, τρόπος συχνά συνατούμενος εις την αισθυτικοσυνθετική επίλυση των πυλώνων γενικά των μνημείων της μουσουλμανικής θρησκείας. Η στέψη δε του πυλώνα περατώνεται με το γεωμετρικό περίζωμα το οποίο αποτελεί αδιάκοπη γεωμετρική συνέχεια των εξωτερικών παρειών. Η παρόμοια επίλυση της πρόσοψης του πυλώνα προσδίδει τελικά κανονικό τετράγωνο με διαστάσεις 13,6μ x 13,4μ αποτέλεσμα που θεωρείται από τα πλέον κλασικά.
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μνημείου λογίζεται η κατασκευαστική επίλυση της αιχμής της κύριας αψίδας του πυλώνα και η οποία δεν είναι καθ’ όλο της το μήκος ορθογώνιας διατομής.
Η αιχμή στη βάση της αρχίζει ορθογώνια ενώ από το ύψος των 2m περίπου, μέχρι τη κλείδα της αψίδας σπάει υπό γωνία 45ο , δημιουργώντας έδρα αποσκοπούσα στην αισθητική πρόσληψη του διάκοσμου της. Όσον δε αφορά τη μεταφορά της ορθογώνιας διατομής προς τη θλασμένη αυτή πραγματοποιείται όχι κάθετα, αλλά υπό γωνία, σχηματίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο κεκλιμένο τρίγωνο με την κορυφή προς τα κάτω.
Σχετικά δε, με τις τρεις οξυκόρυφες εισόδους του τέμενους δεν προέκυψαν στοιχεία για οποία να δηλώνουν πως αρχικά συμπληρώνονταν με θυρόφυλλα. Η σκαλιστή τρίβαθη πόρτα (εικ. 7) που πληρεί την αριστερή είσοδο ανήκει σε νεώτερη εποχή παρ’ όλο το τεχνικό ταλέντο του τεχνίτη ξυλουργού.
Οι μετρήσεις για την αποτύπωση της κάτοψης του κυρίου όγκου (εικ. 8) δηλούν πως η κατασκευή της τοιχοποιίας δεν έπαθε καμιά κατασκευαστική παραμόρφωση ή ρωγμή. Αποτελείται δε από το κύριο τμήμα-τετράγωνο το οποίο εις το ανατολικό τμήμα, κατά τις παραδόσεις της μουσουλμανικής θρησκείας, φέρει απαραίτητα το μιχράμπ (ιερά κόγχη). Το μιχράμπ έχει τρίεδρο σχήμα καθ’ όλο το ύψος με τη διαφορά πως το άνω μέρος μέχρι την οξυκόρυφη απολυξή του καλύπτεται από ένα πολύ πυκνό σύστημα γύψινων σταλακτιτών τρόπος αρκετά διαδεδομένος εις τη μουσουλμανική θρησκευτική αισθητική.
Ο κεντρικός χώρος επικοινωνεί με τους πλάγιους – πτερύγια διαμέσου διόδων οξύκορφης μορφής.
Τα πτερύγια δε εις το κέντρο έχουν μια οκτάεδρη στήλη από οπτοπλίνθους η οποία ενώνει με τα αντίστοιχα έναντι κείμενα πλύστρα με αψίδες. Επί των τετραγώνων πλαισίων που σχηματίζουν οι αψίδες με τους τοίχους εδράζονται οι τέσσερις τρούλοι όπου η θολοδομική κατασκευή του ανάγεται σε τόξο λαβής κανίστρου πεντάκεντρου από οπτοπλίνθους. Εντός δε της μάζας των, όπως ήδη αναφέραμε, φέραμε 12 διάκενα διαστάσεων 20cm x 25cm με σκοπό να ελαφρύνουν τη κατασκευή για αντισεισμικούς λόγους. Ο τρόπος δε αυτός επεκτείνεται και καθ’ όλο το μήκος των εξωτερικών τοιχών του τεμένους (πλην του μιχράμπ) οι οποίοι εις το ύψος των θόλων επίσης φέρουν διάκενο διαστάσεων 0,4μ x 0,9 μ.
Ο κεντρικός δε χώρος καλύπτεται, μετερχόμενος στο ύψος περίπου των 7m σε κύκλο, σφαιρικό κατασκευαστικό τρούλο. Η μεταφορά δε από το τετράγωνο εις το κύκλο πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυκόρυφων αψίδων και σφαιρικών τριγώνων (εικ. 9).
Επί του εσωτερικού κατασκευαστικού τρούλο εδράζεται ο εξωτερικός διακοσμητικός τρούλος με τη βοήθεια αντιρίδων από οπτόπλινθους, οι οποίες διατάσσονται ακτινωτά, και που αρχίζουν από το εξωτερικό δακτύλιο-βάση του εξωτερικού τρούλου χωρίς να συναντώνται εις το κέντρον.
Οι πλάγιοι χώροι-πτέρυγες κατά την περίοδο των ανασκαφών μας δεν επικοινωνούσαν με τα προσκείμενα προς αυτές χούτζουρ (κελιά) (εικ. 8) . όπως όμως απέδειξαν οι ανασκαφές η οπτοπλινθοδομή που πληρεί τις διόδους είναι ανώτερη κατασκευή και για την αιτία της παρουσίας της δώσαμε την εξήγηση ότι την προκάλεσαν γενικότεροι λόγοι συντήρησης του τεμένους.
Οι ανασκαφές όμως εις τα σημεία Γ και Β (εικ. 8) απεκάληψαν πως η αρχική κάτοψη του τέμενους ολοκληρωμένου αποτελείτο από στοά με τοξοστοιχεία προς το εσωτερικό περίβολο-αυλή και πλήρη τοίχο προς την εξωτερική πλευρά και με είσοδο προς την αυλή από το σημείο Β (εικ. 8) γεγονός το οποίον τεκμηριώνεται από τα μαζικά θεμέλια που έφεραν σε φως οι ανασκαφές. Η στοά δε αυτή λειτουργικά συνδέονται με τον κυρίως ογκοτέμενος δια μέσου των οξυκόρυφων διόδων (εικ. 8).
Ένας τέτοιος τρόπος αυλής περιβαλλόμενος από κτίσματα συναντάται και σ’ άλλα οικοδομήματα της Μέσης Ασίας όπως το Τέμενος Καλιάν στη Μπουχάρα 16 μ.χ αιών και αλλού. Δικαιολογείται δε η παρουσία της στοάς τόσο από κλιματολογικές αιτίες, προστατεύοντας τους πιστούς από τις καυστικές ακτίνες του ήλιου, όταν η θερμοκρασία της θερινής περιόδου υπερβαίνει του +40ο C, όσο και από πλευράς απερίσπαστης προσευχής εις την αυλή που ήδη θεωρείται χώρος ιερός. Το σχήμα δε της διαμορφούμενης αυλής είναι τετράγωνο, επαναλαμβάνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το σχήμα του πυλώνα.
Οι ανασκαφές, επίσης, απέδειξαν πως οι εξωτερικές επιφάνειες της εξωτερικής τοιχοποιίας σε όλο τους το μήκος δεν επικαλύπτονταν από κανένα διάκοσμο. Εξαίρεση αποτελούν οι εξωτερικές επιφάνειες του μιχράμπ που έφεραν από τρεις αντίστοιχες τυφλές εξύκορφες αψίδες.
Οι θεμελιώσεις ολόκληρου του έργου φθάνουν έως το βάθος του 1μ περίπου και εκτελούνται από αργολιθοδομή σε ασβεστοκονίαμα.
Το δάπεδο του κυρίως όγκου ανυψώνεται, από τη στάθμη της αυλής κατά περίπου 25 cm και η κατασκευή του είναι από τούβλα τοποθετημένα κάθετα εις τα κράσπεδα των εισόδων.
Το εσωτερικό του κυρίως χώρου είναι σοβατισμένο με γκάντς χωρίς κανένα διάκοσμο. Εξαίρεση αποτελεί ο κεντρικός χώρος όπου εις το ύψος 1,4m από το δάπεδο επενδύεται από λευκά γύψινα πλακάκια, διαστάσεων 12cm x 12cm με ένα εξάκορφο αστέρι εις το μέσον και εις τις γωνίες μαργαρίτες κίτρινες και κυανού χρώματος. Η επιφάνεια της επένδυσης περιβάλλεται από περίζωμα με πλακάκια που έχουν επίσης μοτίβο από το φυτικό βασίλειο του τόπου κίτρινων, γαλάζιων και μπλέ αποχρώσεων.
Όπως ήδη αναφέραμε, ο εξωτερικός διακοσμητικός τρούλος υποστηρίζεται με τη βοήθεια αντιρήδων επί του κατασκευαστικού. Κατά τη περίμετρο του όμως επί του τυμπάνου όπου και αποτελεί συνέχεια κατασκευής. Το δε τύμπανο εδράζεται επί του οκταγώνου που αποτελεί συνέχεια του τετραγώνου του κεντρικού χώρου.
Το τύμπανο του τρούλου (Εικ. 3) εξωτερικά επενδύεται διακοσμούμενο με τούβλα γαλάζιου, μπλε και άσπρου χρώματος, τα οποία καθ’ όλη τη περίμετρο και ύψος του τυμπάνου σχηματίζουν γράμματα από επαναλαμβανόμενη ρύση του κορανίου, η οποία κατέστη δυνατόν εξ ολοκλήρου να αποκατασταθεί. Παρόμοιος τρόπος διακόσμησης του τυμπάνου συναντάται εις τα μνημεία από τον 14μ.χ αιώνα και νεώτερα.
Όταν απουσιάζει αυτός ο τρόπος διακόσμησης του τυμπάνου, οφείλεται σε οικονομικούς ή τεχνιτούς λόγους. Το ανώτατο μέρος του τυμπάνου και κάτω κάτω από τις σειρές των σταλακτιτών του τρούλου περιβάλλεται ταινία με φόντο μπλε σκούρο χρώμα και αραβική επιγραφή άσπρου χρώματος ελευθέρας γραφής τεκμήριο της οποίας διεσώθει μέχρι την ημέρα της έρευνας.
Η, από τρεις σειράς σταλακτιτών, στεφάνη στη βάση του τρούλου προέκυψε από τα συντρίμμια σταλακτιτών που παρέμειναν εις τις κατά καιρούς επιχώσεις της αυλής και από τις παραδοσιακές λύσεις σε ανάλογες περιπτώσεις μνημείων του 15 μ.Χ. αιώνα (Γκούρ, Εμίρ, Ουλούγκ Μπέκ, Σιρ Ντόρ 15 μ.χ αιώνα στη Σαμαρκένδη κ.α.).
Ο εσωτερικός φωτισμός του κυρίως όγκου πραγματοποιείται με οξύκορφα παράθυρα μικρών διαστάσεων ευρισκόμενα εις το πάχος του οχτάγωνου τα οποία εκαλύπτοντο με γύψινο κιγκλίδωμα σε αραβικό μοτίβο. Το χτίσιμο ολόκληρης της τοιχοποιίας πραγματοποιείται από οπτοπλίνθους, σε κονίαμα από γκάντς, και διαστάσεων 27 x 27 x 5,5cm πολύ διαδεδομένου κατά το 16 μ.Χ. αιών. οι οποίες δίνουν πρακτική χρησιμοποίηση των οπτοπλίνθων στην όλη κατασκευή.
Η υγρομονωτική στεγνότητα του δώματος επιτυγχάνεται με αλλεπάλληλες σειρές οπτοπλίνθων οριζόντια διατασσόμενων και με ειδικό κονίαμα γκάντς που η σύγχρονη επιστήμη προσπαθεί να αποδείξει διάφορες εκδοχές όπως: αυγά, γαλακτώματα κ.ο.κ.
Ο όλος διάκοσμος των επιφανειών πυλώνα τυμπάνου, τρούλου, εσωτερικού κ.λ.π. πραγματοποιείται με τους εξής παραδοσιακούς τρόπους της οικοδομικής τέχνης της Μέσης Ασίας.
Με τούβλα γκλαζούρ – επισμαλτωμένα γαλάζιου, μπλε σκούρου χρώματος, διαστάσεων 5,5, x 5,5 cm και των πολλαπλάσιων του: 5,5cm x 12cm, 5,5cm x 18cm και πάχους 6cm. Τα έγχρωμα διακοσμητικά τούβλα επιτυγχάνονται με διπλό ψήσιμο. Το πρώτο μετά τη φυσική ψύξη, για τη παραγωγή του οπτοπλίνθου και το δεύτερο για τη σταθεροποίηση του χρώματος επί της διακοσμητικής-μιας επιφάνειας. Η διατομή δε του τούβλου δεν είναι παραλληλόγραμμο σχήμα, αλλά τραπέζιο για τη πιο στέρεα πρόσφηση μεταξύ των και του αρμού από γκάντζιο κονίαμα.
Θάταν παράληψη να μη σημειώσουμε πως σε όλα τα μνημεία ή στα διασωθέντα μέλη τους ακόμα μέχρι σήμερα διατηρούνται αύθαρτα, ζωντανά τα χρώματα τους, την ίδια δε στιγμή η σύγχρονη τεχνολογία δεν μπόρεσε ακόμα να επιταχύνει ούτε την αντοχή ούτε τη ζωντάνια κανενός από τα πατροπαράδωτα εκείνα χρώματα. Δεν υπάρχει ούτε μια περίπτωση αναστύλωσης που να απέδειξε δυστυχώς το αντίθετο.
Ο δεύτερος τρόπος διάκοσμου είναι ο μωσαϊκός-ψηφιδωτός.
Ο μωσαϊκός τρόπος, όπως του τυμπάνου (εικ. 6β), επίσης, είναι δυαδικός. Η διαφορά συνίσταται μόνον εις το, ότι τα ποικυλόμορφα τεμάχια ή ψηφίδες παράγονται όχι από άργυλο αλλά από γύψο, ο οποίος, όπως και εις τα τούβλα ψήνονται μετά το βάψιμο δύο φορές. Κατόπιν δε συναρμολογείται και επικολλείται επί τόπου με γύψο το διακοσμητικό μέλος-τεμάχιο.
Παραμένει ο τρίτος τρόπος μαϊόλικα-παρεμφερής της επισμάλτωσης. Η διαφορά από τους προηγούμενους συνίσταται εις το, ότι το τεμάχιο από άργυλο συνήθως αφού ψηθεί, κατόπιν βάφονται με διάφορα χρώματα όλες οι παραστάσεις ταυτόχρονα και μετά το τεμάχιο ψήνεται όπως και προηγούμενα δεύτερη φορά. Παρόμοιος τρόπος εις το Κόκ Γκούμπα αφορά τους σταλακτίτες του τρούλου.
Γενικά η όλη διακοσμητική τέχνη της περιοχής της Μέσης Ασίας, παρ’ όλο που υπάγεται στο γενικότερο πνεύμα της αραβικής τέχνης, εν τούτοις φέρει αδρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατομικού γούστου των λαών της περιοχής αυτής, αρχίζοντας από τη δεξιότεχνη επεξεργασία του πηλού του μοναδικού μ’ όλη τη κυριολεξία, υλικού της αχανούς στέπης-ερήμου.
Ακόμα κι η σύγχρονη οικοδομική σ’ ένα σημαντικό βαθμό δεν μπορεί να αποφύγει την χρησιμοποίηση του πατροπαράδοτου τούβλου, που η χρησιμοποίηση του βρήκε θέση και εις τα πιο σημαντικά κτίρια.
Σαν αποτέλεσμα είχαν οι έρευνες μας να παραδοθούν τον Απρίλη του 1961 εις το Υπουργείο Πολιτισμού του Τατζικιστάν από αρχιτεκτονικής πλευράς άνω των 30 σχεδίων αποτυπώσεων της υπάρχουσας καταστάσεως καθώς και εκείνων της τελικής αποκαταστάσεως.
Το δε Φθινόπωρο του 1977 υπήρχε η πληροφορία πως ήδη άρχισαν οι αναστηλωτικές εργασίες του Κόκ Γκουμπάζ που με κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα πρόφεραν τα χείλη των φιλόπονων κατοίκων εκείνης της ορεινής και αμπελουργικής περιοχής του Ουρά Τιουμπέ, το Φθινόπωρο του 1960.
Άγγελος Χαρτοφύλακας: Αρχιτέκτων Πολυτεχνείου Μέσης Ασίας (Τασκένδη) 1960. Διδάκτωρ αρχιτεκτονικής του Αρχιτεκτονικού Ινστιτούτου Μόσχας 1966. Καθηγητής στην έδρα αρχιτεκτονικής στο Πανενωσιακό Ινστιτούτο Μηχανικών Οικοδομών Μόσχας 1962-1975. Από τα φοιτητικά του χρόνια υπηρέτησε ως Αρχιτέκτων στην Υπηρεσία Αναστηλώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού του Ουζμπεκιστάν της Σοβιετικής Ένωσης.
|
Σημειώσεις
1. Οι παρατιθέμενες φωτογραφίες (ασπρόμαυρο) του τεμένους ελήφθησαν από τον ειδικό-μόνιμο συνεργάτη του εργαστηρίου Ε. Γιουντίσκυ.
2. Κάουφμαν: στρατηγός-διοικητής του εκστρατευτικού σώματος του Τσαρικού στρατού ο οποίος κατά το 1880 περίπου κατέκτησε το χώρο της μέσης Ασίας (Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν) προσαρτίζοντας τον εις τα πλαίσια της Ρωσικής αυτοκρατορίας.