Εισαγωγή
Ο Έλληνας περνά ένα μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του σε ανοικτούς χώρους, έξω από κτίρια. Αυτός φαίνεται να είναι ένας από τους βασικούς λόγους που ακόμη και στις πόλεις που έχουν καταμολυνθεί από τη βιομηχανία και την κυκλοφορία όπως η Αθήνα, υπάρχει ένας υψηλός βαθμός κοινωνικότητας συνταυτισμούς. Μέχρι πότε ακόμη;
Ένα πράγματι τόσο δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς τις αρνητικές μορφές και συνέπειες της ολοκληρωτικής βιομηχανικής κοινωνίας και να περιορίσει τη βιομηχανική εξέλιξη ενός τόπου σε ένα πραγματικά λογικό όριο προτού να είναι πολύ αργά;
Η παρακάτω μελέτη αποτελεί μια προσπάθεια στην επίλυση αυτού του προβλήματος, της αξίας των παραδοσιακών οικισμών ενός τόπου (Ελλάδα) και στη δημιουργία ενός πιο ανθρώπινου περιβάλλοντος.
Ιστορική ανασκόπηση
Στην αρχαιότητα φαίνεται πως ο παλαιός οικισμός «Στάφυλος» εγκαταλείφθηκε. Τρεις νέες πόλεις ανοικοδομήθηκαν. Μια από αυτές τις τρεις πόλεις κτίστηκε στο βόρειο μέρος της νήσου εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή πρωτεύουσα της Σκοπέλου και όπου κατά πάσα πιθανότητα προϋπήρχε ένας μυκηναϊκός οικισμός. Η Σκόπελος ονομαζόμενη Πεπάρηθος αναπτυσσόταν σε μια σοβαρή δύναμη με ένα δυνατό εμπορικό στόλο. Στα κλασικά χρόνια εισέρχεται η Πεπάρηθος στην πρώτη αθηναϊκή συμμαχία έχοντας τη δυνατότητα μ’ αυτόν τον τρόπο να παίρνει μέρος στην πολιτική ζωή ολόκληρης της χώρας. Η συνεχόμενη κυριαρχία των Σπαρτιατών αντικαθίσταται από τη δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία.
Μετά από τη Μακεδονική ηγεμονία πέφτει η Σκόπελος στα χέρια των Ρωμαϊκών. Τώρα εμφανίζεται για πρώτη φορά η σημερινή ονομασία Σκόπελος.
Μετά από τη βυζαντινή εποχή για την οποία λίγες πληροφορίες υπάρχουν κατακτάται η Σκόπελος το 1207 από τους Ενετούς.
Μετά το 1276 και την παρακμή του βυζαντινού στόλου γίνεται η Σκόπελος ένα ασφαλές πειρατικό καταφύγιο. Τα χρόνια 1453 μέχρι 1538 κατακτάται η Σκόπελος για δεύτερη φορά από τους Ενετούς για να καταλήξει μέχρι την απελευθέρωση (1821) στα χέρια των Τούρκων. Το 1829/30 αποτελείται η Σκόπελος μέρος του νέου Ελληνικού κράτους.
Γεωγραφικά και δημογραφικά στοιχεία, πολεοδομία αρχιτεκτονική και υποδομή
Η Σκόπελος είναι το μεγαλύτερο νησί των Βορείων Σποράδων. Έχει μια τριγωνική μορφή με ένα μήκος 17 χιλ. και ένα πλάτος 8 χιλ. περίπου. Η Σκόπελος βρίσκεται μεταξύ της Σκιάθου και της Αλοννήσου και έχει μια συνολική επιφάνεια από 96 τετ. χιλ. Το υψηλότερο βουνό (Υψηλό) βρίσκεται στο μέσο του νησιού και είναι 688 μ. Ολόκληρο το νησί είναι ορεινό με πολλές πράσινες και διαδώσεις περιοχές. Πρόκειται κυρίως για ελιές, δαμάσκηνα και πεύκα. Το κλίμα ήπιο.
Νεολιθικά υπολείμματα δεν βρέθηκαν ακόμη. Οι λίγες αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν έφεραν στο φως μυκηναϊκά και κλασικά ευρήματα (οικισμός Στάφυλος 1600-1100 π.χ.) Στη Σκόπελο ζουν 5.500 άνθρωποι μοιρασμένοι σε πέντε οικισμούς (χωριά). Οι περισσότεροι από αυτούς 3.000 περίπου, βρίσκονται στην πρωτεύουσα του νησιού Σκόπελο. Οι κάτοικοι είναι χωρικοί, θαλασσινοί, ψαράδες, τεχνίτες, έμποροι και υπάλληλοι. Στους ελεύθερους επαγγελματίες ανήκουν και δύο δικηγόροι, δύο γιατροί, ένας φαρμακοποιός και τρεις υπομηχανικοί.
Το νησί παράγει (λάδι), απίδια, δαμάσκηνα (στεγνά δαμάσκηνα) καθώς σταφύλια (κρασί), πορτοκάλια και λεμόνια σε μικρότερες ποσότητες. Το νησί έχει επίσης μια αξιοσημείωτη κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα). Οι πρώιμες επαφές με άλλα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας καθώς και η μακρά παραμονή των Ενετών στο νησί άφησαν τα ίχνη τους και επέδρασαν στη ζωή των κατοίκων της Σκοπέλου.
Η πρωτεύουσα βρίσκεται, όπως ειπώθηκε παραπάνω, από την αρχαιότητα στο βόρειο μέρος του νησιού και είναι αμφιθεατρικά κτισμένη στους λόφους της Αγίας Παρασκευής. Ο οικισμός της Σκοπέλου θα μπορούσε να ονομαστεί και οικισμός των εκκλησιών και παρεκκλησιών. Σαράντα από τις πάνω από τριακόσιες εκκλησίες που είναι διασκορπισμένες σ’ ολόκληρο το νησί βρίσκονται στην πρωτεύουσα.
Περίπου τα μισά από τα συνολικά 2.000 σπίτια του οικισμού είναι κατεστραμμένα από τους σεισμούς των τελευταίων χρόνων και πολλά από αυτά είναι μέχρι σήμερα ακατοίκητα. Πρόκειται για κατά μέσο όρο διάφορες κατασκευές με φωτεινά χρώματα, ως επί το πλείστον άσπρα. Σε αντίθεση με πόρτες και παράθυρα που είναι ζωντανά χρωματισμένα μπλε, κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο ή καφέ. Σπίτια, καφενεία, ουζερί, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, δημόσια κτίρια και εκκλησίες μαζί με τους ανηφορικούς / κατηφορικούς δρόμους και πλατείες που είναι σχεδόν αποκλειστικά μόνο για πεζούς δημιουργούν με το πράσινο μια μοναδική εικόνα χαρακτηριστική για μια μικρή πόλη του Αιγαιοπελαγίτικου χώρου. Στις δημόσιες υπηρεσίες του οικισμού και νησιού ανήκουν: δύο δημοτικά σχολεία, ένα Γυμνάσιο, Δημαρχείο, Γραμματεία, Αστυνομία, Εφορεία, Τελωνείο, Ταχυδρομείο, ιατρική περίθαλψη (ΙΚΑ), γραφείο γεωπόνου, δασοκομείο, υγειονομικός σταθμός, Τράπεζες, διάφορες άλλες υπηρεσίες, οργανισμοί και σύλλογοι.
Νερό, αποχέτευση και ηλεκτρικό φως υπάρχει σε όλα τα κτίρια του οικισμού.
Υπερπληθυσμός, κοινωνική απομόνωση, αποξένωση, αδιαφορία, διαρκής δυσαρέσκεια, απαισιοδοξία, αδράνεια και συνεχείς κίνδυνοι από την κυκλοφορία, καυσαέριο και θόρυβο είναι άγνωστα στους κατοίκους του οικισμού. Αντίθετα διαπιστώνει κανείς ένα καταφανή δεσμό, μια συνταύτιση με το φυσικό και με το από τον άνθρωπο δημιουργημένο περιβάλλον. Η διαμορφωμένη πόλη λέει ο Mitscherlich μπορεί να γίνει πατρίδα, η μόνο συσσωρευμένη όχι, γιατί η πατρίδα απαιτεί σημεία που να χαρακτηρίζουν ένα τόπο.
– Το ήπιο μεσογειακό κλίμα.
– Το χαρακτηριστικό τοπίο.
– Η επιτήδεια αξιοποίηση της φυσικής πορείας των λόφων (τοπογραφία) στο κτίσιμο των διαφόρων κτιρίων και στη χάραξη δρόμων και πλατειών.
– Ο προς τα έξω προσανατολισμός των σπιτιών.
– Η κατάληψη δημοσίων χώρων από τους ανθρώπους (δρόμοι, πλατείες…) για πληροφορίες, συζητήσει και παιχνίδι.
– Τα πολύ σαφή γειτονικά δίκτυα (επαφές, σχέσεις).
– Η χρησιμοποίηση τοπικών (εντοπίων) οικοδομικών υλικών και μορφολογικών στοιχείων της λαϊκής αρχιτεκτονικής (ανώνυμος ελληνική αρχιτεκτονική).
– Η μεγάλη ποικιλία σε ανοιχτούς και αρχιτεκτονικούς χώρους.
Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εικόνας του οικισμού της Σκοπέλου, ο οποίος μέχρι σήμερα προσφέρει σημεία συνταυτισμού και είναι μια διαμορφωμένη πόλη πλαισιωμένη από ένα ανθρώπινο περιβάλλον. Οι διαπιστώσεις του Derk De Yonge’s ότι σύνθετοι χώροι προτιμούνται καλύτερα και εγείρουν περισσότερο την προσοχή, ότι οι μορφές της μονοκατοικίας προτιμούνται λόγω της άμεσης σύνδεσης με τον δρόμο, κήπο κλπ (οι πολυκατοικίες θεωρούνται ως «σκληρές» και «απρόσωπες») και προπάντων ότι οι κάτοικοι σε μια πόλη εκτός από τη συνθετικότητα του χώρου και την ποικιλία εκτιμούν αντίθεση και έκπληξη, βρίσκουν εδώ τη δικαίωση τους.
Το κέντρο της Σκοπέλου
Ο σαφής δεσμός (σχέση) του Έλληνα προς τη φύση και τους ανοιχτούς χώρους έχει μια μακρά ιστορία. Η αρχαία αγορά σαν ένας χώρος συγκέντρωσης και επικοινωνίας είναι μια από τις πιο αξιόλογες δημιουργίες του Έλληνα στον χώρο της πολεοδομίας. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρχαίας αγοράς και της σημερινής πλατείας είναι βασικά τα ίδια. Η σημερινή πλατεία είναι, όπως και η αρχαία αγορά, το κέντρο κοινωνικών και πολιτικών εκδηλώσεων (δραστηριοτήτων). Το κέντρο της Σκοπέλου (όχι μόνο του οικισμού αλλά ολόκληρου του νησιού) είναι μια «πλατεία» κατά μήκος του λιμανιού.
Όπως έδειξε μια πρώτη καταγραφή πρόκειται για μια περιοχή πεζών (χώρος περιπάτων) που εκφράζεται από τα καφενεία, ζαχαροπλαστεία, ουζερί, εστιατόρια και από τα δημόσια κτίρια που αντιπροσωπεύουν ένα περίπου 50% της οικοδομημένης επιφάνειας του ισογείου ορόφου με μια βασική διαφορά σε σύγκριση με περιοχές (δρόμους) πεζών βορείων ευρωπαϊκών πόλεων όπως με Kaufpassagen Bremen, Hohe Strasse Koln, Kalvestraat Amsterdam, …που σε πρώτη γραμμή είναι περιοχές κατανάλωσης (πώλησης και αγοράς) και όχι χώροι επικοινωνίας και συγκέντρωσης όπως είναι το παράδειγμα της Σκοπέλου, άλλων περιοχών της Ελλάδος και πόλεων της νοτίου (μεσογειακής) Ευρώπης. Η όλη περιοχή είναι υποδιαιρεμένη σε ένα τμήμα που είναι συνέχεια στη διάθεση των πεζών (χώρος αποκλειστικά για πεζούς) με ένα μέγιστο πλάτος από 40 μ και ένα τμήμα που είναι παράλληλα στη διάθεση των μέσων κυκλοφορίας και των πεζών με μια σαφή προτίμηση για τα ενδιαφέροντα των πεζών. Το μέγιστο πλάτος αυτού του τμήματος είναι 8μ. Δρόμοι που να είναι συνέχεια ή περιοδικά στη διάθεση των μέσων κυκλοφορίας όπως συμβαίνει σε διάφορες πόλεις της Βορείου Ευρώπης είναι εδώ άγνωστοι. Το μήκος αυτής της περιοχής των πεζών (κέντρο της Σκοπέλου) ανέρχεται σε 760 μ. Το δε πλάτος κυμαίνεται όπως ειπώθηκε παραπάνω μεταξύ 8 και 40 μ.
Οι παρακάτω τρόποι κυκλοφορίας πεζών εμφανίζεται στο κέντρο της Σκοπέλου.
– Η κυκλοφορία πεζών στους χώρους επικοινωνίας, παιχνιδιού, πρασίνου, αναπαύσεως και αμμουδιάς (πλαζ).
– Η κυκλοφορία πεζών στους εκπολιτιστικούς και δημόσιους χώρους (υπηρεσίες).
– Η κυκλοφορία πεζών στο λιμάνι και σταθμό λεωφορείου (κυκλοφορία πεζών στους τόπους εργασίας και στα σχολεία).
Ο οικισμός (πόλη) της Σκοπέλου δεν αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα προβλήματα μιας ολοκληρωμένης εκβιομηχάνισης. Παρ’ όλα αυτά και εκτός από τη συνεχή κατάπτωση ειδικά των σπιτιών που έχουν μείνει ακατοίκητα από τους τελευταίους σεισμούς ο οικισμός της Σκοπέλου είναι έμμεσα εκτεθειμένος σ’ αυτή την εξέλιξη. Συγκεκριμένα πρόκειται για την εισαγωγή ξένων ως προς τον χαρακτήρα του οικισμού οικοδομικών υλικών και μεθόδων με αποτέλεσμα την καταστροφή της εικόνας της Σκοπέλου και για τη δημιουργία μιας μεγαλοπολίτικης ατμόσφαιρας όσον αφορά την αρχιτεκτονική μορφολογία και τον τρόπο αντιμετώπισης κατασκευαστικών λεπτομερειών. Ένα πολύ βασικό μέχρι στιγμής άλυτο πρόβλημα είναι και αυτό της αποχετεύσεως του οικισμού με αποτέλεσμα τη ρύπανση της θάλασσας (λιμάνι) και τη μείωση της αξίας της εικόνας του κέντρου της Σκοπέλου όσον αφορά τον οσφρητικά και οπτικά αντιληπτό χώρο. Μια γενική μελέτη αναπτυξιακής εξέλιξης του νησιού (Βορείων Σποράδων) και μια μελέτη ανανέωσης του κέντρου και οικισμού της Σκοπέλου – όχι στο πνεύμα μιας στρουκτουριστικής και μορφολογικής προσαρμογής σε παραδείγματα βιομηχανικών πόλεων αλλά με βάση μια διαφυλακτική ανανέωση με σκοπό την προστασία των χαρακτηριστικών ιδιομορφιών, δηλαδή της εικόνας του οικισμού – τοποθετημένες σε ένα νομικό πλαίσιο, είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για ένα προσανατολισμό της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής προς ένα πιο ανθρώπινο περιβάλλον.
Δρ. Παν. Αλεξίου: Δίπλωμα αρχιτέκτονος πολεοδόμου (1964). Μεταπτυχιακές σπουδές ψυχολογίας χώρου (1966). Δίπλωμα διδάκτορος – μηχανικού, διευθύνων μελέτης σε θέματα πολεοδομικής σχεδίασης, προστασίας και ανάδειξης παραδοσιακών οικισμών και ιστορικών κέντρων (παλαιών πόλεων) (1968). Διευθύνων τμήματος μελέτης ανανεώσεως παραδοσιακών οικισμών και ιστορικών πυρήνων στο Ευρωπαϊκό κέντρο ερευνών (1972), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο HOCHSCHULE FUR GESTALTUNG OFFENBACH / M. Γερμανίας (1970-73). Διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Συνεργάτης διεθνών γραφείων μελετών Γερμανίας, Ελβετίας, Ελλάδας. Μόνιμος συνεργάτης Ελλάδας του περιοδικού BAUEN UND WOHNEN. Συγγραφέας επιστημονικών εργασιών, δημοσιεύσεων και βιβλίων. |