Είναι μοναδική ευκαιρία, με τη σύγκλιση του Ζ’ Πανελλήνιου Αρχιτεκτονικού Συνεδρίου, να μπουν πάνω σε σωστές βάσεις τα επαγγελματικά θέματα και οι προβληματισμοί που απασχολούν τον κλάδο μας, στο ευρύτερο φάσμα της ενασχόληση του, γιατί πραγματικά και το «περιεχόμενο» είναι ευρύτατο και με την σημερινή πραγματικότητα της δομής του πολιτιστικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, παρουσιάζεται η πιο μεγάλη πολυμορφία, μέσα απ’ την οποία, ο αρχιτέκτονας καλείται να επέμβει με επιστημονική συνείδηση και συνέπεια για να διαδραματίσει το σωστό ρόλο του μέσα στην κοινωνία μας.
Πριν όμως προχωρήσουμε στο κύριο μέρος της εισήγησης μου, θάθελα να εκφράσω μιας ευχή: Να προκύψουν θετικά συμπεράσματα απ’ τις εργασίες και τις συζητήσεις του Συνεδρίου μας, που όχι μόνον να μείνουν «στα χαρτιά», αλλά να προωθηθούν διαδικαστικά και σε επίπεδο εφαρμογής μια και αντιπροσωπεύουν τα πορίσματα προβληματισμού του κλάδου μας, του οποίου η προσφορά, τόσες φορές έχει παρεξηγηθεί. Είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε και στο μέλλον με μαζική κλαδική συνείδηση (όσο το δυνατόν πιο οργανωμένα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων μας – που δεν είναι λίγα – , με την συνεχή ανταλλαγή γνωμών και απόψεων που θα πάρουν στην τελική τους μορφή, την οριστική πια φυσιογνωμία δράσεως για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων μας στον επιστημονικό και κοινωνικό χώρο του τόπου.
Πρέπει σ’ αυτό το σκοπό να συμβάλλουν όλοι και οι αρχαιότεροι συνάδελφοι με την πολύτιμη πείρα τους και οι νεώτεροι με τον δυναμισμό τους.
Το κυριότερο μέρος της εισήγησης μου αποτελείται απ’ τα εξής σημεία, που θα θίξουν παρακάτω αναλυτικότερα:
1. Ποιος είναι ο «Αρχιτέκτονας Ιστορικών Μνημείων και Παραδοσιακών Οικισμών».
2. Ποιες οι δυνατότητες επαγγελματικής απασχολήσεως του στην Ελλάδα (Γενική Δ/νσις Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως / ΥΠΠΕ – Διάφορες Υπηρεσίες – ΑΕΙ) και στο εξωτερικό (Ιταλία).
3. Ποια η συμβολή του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ. Στην εξελικτική πορεία της αρχιτεκτονικής σκέψης και γενικότερα ποια τα προβλήματα του στο επάγγελμα.
Τα προβλήματα στο επάγγελμα του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ., υπάγονται φυσικά στο ένα σκέλος τους, σ’ εκείνα όλων των αρχιτεκτόνων αλλά κατά το άλλο σκέλος σε εκείνα που απορρέουν με ιδιαίτερη φόρτιση σε ότι αφορά την αναγνώριση του ρόλου του και της προσφοράς του για την αποτελεσματική προστασία, αποκατάσταση και συντήρηση των αρχιτεκτονικών μνημείων και των παραδοσιακών οικισμών του Τόπου μας, για την οποία έχει ή πρέπει να έχει και την ευθύνη.
Αλλά ας ξεκινήσουμε απ’ το τι εννοούμε όταν λέμε «Αρχιτέκτονας Ι.Μ και Π. Οικ.». Ο όρος είναι διεθνής 1 και οπωσδήποτε προϋποθέτει ειδικές μεταπτυχιακές σπουδές στην Αποκατάσταση των Ιστορικών Μνημείων και στην Αναβίωση των Παραδοσιακών Οικισμών. Δηλαδή ειδικές σπουδές μέσα στον επιστημονικό χώρο της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής και Τέχνης καθώς και της Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και του Πολεοδομικού Σχεδιασμού, που στο συγκεκριμένο αντικείμενο θα εξυπηρετήσουν στην κλίμακα της πολεοδομίας τα αναπτυξιακά προγράμματα, για να έχει έτσι νόημα και αποτέλεσμα η αναβίωση των παραδοσιακών οικισμών, αλλά και ο προγραμματισμός των επεμβάσεων μέχρι την κλίμακα του μεμονωμένου κτιρίου στις σπουδές του αρχιτέκτονα.
Οι σπουδές εξειδικεύσεως τέτοιου είδους – όπως και κάθε είδους – είναι στον Τόπο μας μέχρι σήμερα εντελώς ανύπαρκτες, ενώ θάπρεπε να είναι αναγκαίες και απαραίτητες, για να μπορούμε – οι αρχιτέκτονες – να ανταποκριθούμε θετικά στις απαιτήσεις της διαφύλαξης των ιστορικών μνημείων του Τόπου μας και της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ανταποκρινόμενοι έτσι στη θέληση σεβασμού και επανεκτίμησης της ιστορίας μας, με την κατανόηση του ρόλου που το «μνημείο» διαδραματίζει γι’ αυτό το σκοπό 2 .
Επισημαίνω λοιπόν την έλλειψη και συγχρόνως κάνω έκκληση για την οργάνωση στο άμεσο μέλλον μεταπτυχιακών σπουδών στους κόλπους των Αρχιτεκτονικών μας Σχολών. Δεν επαρκούν οι γνώσεις του «γενικού αρχιτέκτονα» (έκφραση που τελευταία συνηθίζουμε), για να καλύψουμε το μεγάλο και πολυποίκιλο φάσμα της επεμβάσεως στα ιστορικά μας μνημεία και στους παραδοσιακούς μας οικισμούς. Και πραγματικά αρκεί να σκεφτεί κανείς με ποιο τρόπο οργανώνονται στο εξωτερικό τα προγράμματα για τέτοιου είδους μεταπτυχιακές σπουδές. Φέρνω το παράδειγμα των «Σχολών εξειδικεύσεως για την Αποκατάσταση και Μελέτη των Μνημείων» (scuole di perfezionamento per lo studio ed il restauro dei monumenti) των ιταλικών αρχιτεκτονικών σχολών. Απαριθμώ δε τα μαθήματα που διδάσκονται στην αντίστοιχη Σχολή της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Σπουδών της Ρώμης με διετή φοίτηση, για να υπάρξει μεγαλύτερη πληροφόρηση πάνω στο επιστημονικό περιεχόμενο αυτών των σπουδών. Τα μαθήματα αυτά είναι τα παρακάτω:
1. Ιστορική και κριτική ερμηνεία των καλλιτεχνικών εκφράσεων.
2. Βασικές αρχές προστασίας των πολιτιστικών αγαθών.
3. Ιστορία των αναστηλώσεων και αποκαταστάσεων των μνημείων.
4. Τεχνολογία των Υλικών, παραδοσιακών και συγχρόνων.
5. Στοιχεία Νομοθεσίας, οργάνωση εργοταξίων και εργαστηρίων.
6. Ανάλυση των αρχιτεκτονικών οργανισμών. Τυπολογία των παραδοσιακών κατασκευών.
7. Αναβίωση και προσαρμογή των ιστορικών κτιρίων, κριτήρια μουσειολογίας.
8. Διάγνωσης και θεραπεία των στατιστικών αλλοιώσεων και εξυγίανσης των κατασκευών.
9. Μελέτη και προστασία του παραδοσιακού χώρου και του φυσικού περιβάλλοντος.
10. Στοιχειά αεροφωτογραφίας και φωτογραμμετρίας.
11. Τεχνικές των ανασκαφών και αναστηλώσεις αρχαιολογικών ευρημάτων.
Μετά την επιτυχία διεξαγωγή των εξετάσεων αυτών των μαθημάτων, εκπονείται και η «επί Διπλώματι» εργασία, πάνω σε ένα θέμα είτε αποκατασταστάσεως μνημείου, είτε αναβιώσεως Παραδοσιακού Οικισμού και Ιστορικού Κέντρου. Μετά απ’ αυτά νομίζω πως γίνεται πολύ καθαρό το πόσο σημαντικό είναι το θέμα της σωστής αντιμετώπισης στην εκπαίδευση του αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π.Οικ., θέμα εξ άλλου, που κατά καιρούς έχουν τονίσει για τους έλληνες αρχιτέκτονες, με άρθρα τους, οι Αρχιτέκτονες Καθηγητές κ.κ.Χ. Μπούρας3 , Νικ. Μουτσόπουλος4 , και Δ. Ζήβας5 και πολλοί άλλοι, επισημαίνοντας τη σημασία αυτής της εκπαίδευσης και την απόλυτη αναγκαιότητα της.
Οι δυνατότητες της επαγγελματικής απασχόλησης του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π.Οικ., στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένες. Βασικά αρχιτέκτονες που σαν αντικείμενο έχουν την μελέτη του παραδοσιακού μας πλούτου και την αποκατάσταση των μνημείων μας, είναι οι συνάδελφοι της Δ/σεως Αναστηλώσεως, που υπάγεται στη Γενική Δ/νση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως στο Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών. Η κατάσταση είναι γνωστή και κάθε σχόλιο θάταν περιττό, αλλά θα αδικούσαμε κατάφορα τους συναδέλφους της Υπηρεσίας αυτής, αν δεν επισημαίναμε ότι πραγματικά κάνουν ότι μπορούν μέσα σ’ ένα οργανωτικό και διαδικαστικό πλαίσιο για το πάρσιμο των αποφάσεων των σχετικών με τα μνημεία μας εντελώς απαράδεκτο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι μέχρις στιγμής τουλάχιστον (αν εξαιρέσουμε τις καινούργιες προοπτικές που ανοίγει ο νέος «οργανισμός» του ΥΠΠΕ), ο αρχιτέκτονας της Δ/νσεως Αναστηλώσεως αποτελούσε πραγματικά τον τελευταίο τροχό της αμάξης, ήταν «ο τεχνικός» όπως τον αποκαλούσαν ορισμένοι αρχαιολόγοι – , στερώντας του έτσι αυτόματα και αυταρχικά – θα τολμούσα να πώ – , τον ευρύ επιστημονικό ρόλο του. Αλλά αυτού του είδους η αντιμετώπιση δεν είναι τυχαία όταν στο «οργανικό» της ιεραρχίας της υπηρεσίας – που δείχνει τελικά και τον βαθμό της επίσημης «παραδοχής» του επιστημονικού ρόλου του αρχιτέκτονα – οι θέσεις εφόρων και επιμελητών αρχαιοτήτων – ακόμη και αυτές των «Νεωτέρων Μνημείων» -, είναι αποκλειστικά κτήμα και προνόμιο των Πτυχιούχων Αρχαιολογίας των Πανεπιστημίων. Πρέπει λοιπόν οι θέσεις των αρχιτεκτόνων στο «οργανικό» του ΥΠΠΕ να αυξηθούν τουλάχιστον σε ίση αναλογία με αυτές των αρχαιολόγων και αυτό όχι τόσο για το καλό του κλάδου μας, όσο για καλό των αρχιτεκτονικών μνημείων μας. Εξ άλλου, το υπεύθυνο και σοβαρότατο πρόβλημα της συντήρησης των μνημείων δεν αποτελεί «κτήμα» μόνο μιας ειδικότητας, αλλά τουλάχιστον τεσσάρων, δηλαδή: των Αρχιτεκτόνων Ι.Μ. και Π. Οικ., των Αρχαιολόγων των ιστορικών της Τέχνης και οπωσδήποτε των Συντηρητών Έργων Τέχνης για να μη προσθέσουμε σ’ αυτές τις ειδικότητες και εκείνες του ειδικά εκπαιδευμένου Πολιτικού Μηχανικού και του Χημικού, οι οποίοι όμως θα εργάζονται πάντα υπό την καθοδήγηση του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ. Μια και εκείνος τελικά θα είναι και ο υπεύθυνος στη σύνταξη της σχετικής μελέτης.
Πρέπει λοιπόν με τη δημιουργία νέων θέσεων Αρχιτεκτόνων Ι.Μ. και Π. Οικ. Να γίνεται η πρόσληψη νέων στελεχών που θα επανδρώσουν την Υπηρεσία εξειδικευμένων συναδέλφων και να τους δίνεται συγχρόνως η δυνατότης επιστημονικής έρευνας με τη δημοσίευση εργασιών και τη συμμετοχή σε συνέδρια, σεμινάρια και ενημερωτικά ταξίδια στο εξωτερικό, μια και στον τομέα αυτό είναι συνεχής η εξέλιξη των νέων τεχνικών και προβληματισμών. Συγχρόνως η συμμετοχή τους στις πολεοδομικές μελέτες περιοχών με ιστορικό και παραδοσιακό ενδιαφέρον, πρέπει να είναι θεσμικά εξασφαλισμένη. 6
Εκτός όμως και από τη Γενική Δ/νση Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως (ΓΔΑΑ), ο Αρχιτέκτονας Ι.Μ. και Π. Οικ. πρέπει να έχει τη θέση του και στις Υπηρεσίες Οικισμού και Χωροταξικού Σχεδιασμού της Χώρας, καθώς και σε όποια άλλη υπηρεσία ή οργανισμό που απασχολείται με την επεμβατική δραστηριότητα σε θέματα της αρμοδιότητας του. Επίσης είναι σημαντική η θέση του μέσα στα Α.Ε.Ι. και εδώ αυθόρμητα σκέπτεται κανείς πως στις Αρχιτεκτονικές Σχολές του Τόπου μας, ακόμη δεν υπάρχει χωριστή έδρα ή τομέας που να ασχολείται με τα θέματα αυτά, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται τμηματικά από άλλες έδρες ή και πολλές φορές να μελετάται ακόμα και η αντιμετώπιση του έξω απ’ το χώρο των καταλλήλων προς το αντικείμενο μαθημάτων.
Στο εξωτερικό και αναφέρομαι σαν παράδειγμα, στην Ιταλία, προ πολλού ο Αρχιτέκτονας Ι.Μ. και Π. Οικ. έχει πάρει τη θέση του στις υπηρεσίες (sopritendenze ai monumenti) και ατις Ανώτατες Αρχιτεκτονικές Σχολές – όπου από την ίδρυση τους υπάρχει και ειδική έδρα -, που του αναγνωρίζουν και την εξειδίκευση του στον τομέα των Αποκαταστάσεων και την προσφορά του στην αρχιτεκτονική επιστήμη. Το ίδιο συμβαίνει σε πολλές χώρες της Ευρώπης και είναι γνωστή η δραστηριότητα και οι επιτυχίες των υπηρεσιών ειδικότερα των χωρών της Βαλκανικής (είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τους καρπούς των αναζητήσεων των χωρών αυτών, στο Διεθνές Συμπόσιο του ICOMOS, το 1973 στη Θεσσαλονίκη). Αν επίσης σκεφτεί κανείς ότι στην Τουρκία υπάρχουν σήμερα μεταπτυχιακές σχολές στον τομέα των αποκαταστάσεων που καλύπτουν τις ανάγκες της Μ. Ανατολής και ότι το ίδιο συμβαίνει στη Ρουμανία, τότε διαπιστώνουμε με λύπη και φρίκη – ακόμα πιο έντονα – τις δικές μας ελλείψεις. Αλλά γιατί πάμε τόσο μακριά, δεν αρκεί το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι ακόμη Κράτος – Μέλος του Διεθνούς Κέντρου Αποκαταστάσεως της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (international centre for conservation – ICCROM), που ίδρυσε η UNESCO στη Ρώμη το 1957, ενώ είναι 61 κράτη – μέλη, μεταξύ των οποίων όλα τα Ευρωπαϊκά, η Κύπρος, εκείνα της Μέσης Ανατολής, μέχρι τη μακρινή Γκάνα στην Αφρική και τη Γουατεμάλα στην Κεντρική Αμερική.
Αλλά το πρόβλημα στο επάγγελμα του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ. τόσο σπουδαίο για τον ελληνικό χώρο, είναι συγχρόνως και τόσο αγνοημένο, γιατί κατά τη γνώμη μας έχει τόσο λίγο – και τόσο σπάνια σωστά – αποδοθεί ο ρόλος της μελέτης της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς και η σημασία της για την ίδια τη «ζωή» του Τόπου και για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής. Το παράδειγμα της προσπάθειας γκρεμίσματος των Αναφιώτικων στην Πλάκα, είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα της ισχύουσας νοοτροπίας που «διαλέγει» ποιο είναι ιστορικό μνημείο και ποιο δεν είναι, ποιο μένει και ποιο δεν μένει και ποιο γκρεμίζεται, ποιος κόσμος – ριζωμένος από αιώνες – ξεσπιτώνεται και ποιοι τουρίστες εγκαθίστανται στη Βάθεια της Μάνης χάριν «τουριστικής αξιοποιήσεως» και μέσα σ’ όλον αυτόν τον κυκεώνα, ο Αρχιτέκτονας Ι.Μ. και Π. Οικ., ξεκομμένος απ’ τις μελέτες της αρμοδιότητας του, βλέπει την εγκληματική καταστροφή του πολιτιστικού μας πλούτου, που είναι ο πλούτος του λαού μας και της ιστορίας του και ασχολείται – ακόμα και αυτός της Δ/σεως Αναστηλώσεως – με σύγχρονα κτιριακά έργα και με τη σύνταξη προϋπολογισμών.
Μετά απ’ όλα αυτά και επειδή σκοπός μας δεν είναι να κουράσω τους συναδέλφους, αλλά να προτείνω ορισμένες σκέψεις, θέλω να προτείνω να περιέλθουν στα πορίσματα του Συνεδρίου μας και τα παρακάτω:
1. Να πραγματοποιηθεί μέριμνα για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα στα πλαίσια των Αρχιτεκτονικών μας Σχολών για την ειδικότητα του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ.
2. Η κατοχύρωση του ερευνητικού ρόλου του μέσα στις κρατικές κατάλληλες υπηρεσίες και στα Α.Ε.Ι. να είναι εξασφαλισμένη.
3. Να δημιουργηθούν οι δυνατότητες επαγγελματικής κατοχύρωσης του ευρύτερου ρόλου του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ. στον Τόπο μας με την αναγνώριση της κοινωνικής σημασίας του ρόλου του.
Για όλα αυτά πρέπει να κινηθούμε δραστήρια προς όλες τις κατευθύνσεις και ειδικότερα προς το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος και τις Ανώτατες Σχολές των Πολυτεχνείων καθώς και στους κατάλληλους κρατικούς φορείς.
Αλλά η ευθύνη στον επαγγελματικό χώρο – στο χώρο δράσης – του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ., πρέπει να συγκεκριμενοποιείται στην προσφορά του μέσα στην αρχιτεκτονική παιδεία – με την ευρύτερη σημασία της λέξεως – του Τόπου.
Είναι βασικά ερευνητικός ο ρόλος του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ. χωρίς φυσικά αυτό να ερμηνεύεται σαν την απομάκρυνση του από την κατασκευαστική κλίμακα της επιστήμης του στην πρακτική της έκφρασης και στον προβληματισμό της. Πρέπει, όμως, επιτέλους, η έρευνα να κατοχυρωθεί και επαγγελματικά και να αντιμετωπιστεί σε πλατειά κλίμακα η αναγκαιότητα της. Με λίγα λόγια, πρέπει να μπορεί ο Αρχιτέκτονας Ι.Μ. και Π. Οικ., να ζήσει και να δουλέψει, προσφέροντας τους καρπούς του ερευνητικού μόχθου του στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και μαζί της στην καλυτέρευση της ποιότητας ζωής του ευρύτερου δομημένου χώρου.
Αν σκεφθεί κανείς ότι η ειδικότητα μας (του αρχιτέκτονα), δεν προβλέπεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (όχι με μεμονωμένες ερευνητικές δουλειές, αλλά με συνολική απασχόληση) και ότι οι συνθήκες στα Α.Ε.Ι., είναι τέτοιες που δυσχεραίνουν την δυνατότητα έρυνας για το Επιστημονικό Διδακτικό Προσωπικό, τότε νομίζω πως και το πρόβλημα της επαγγελματικής κατοχύρωσης του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ., – του ερευνητικού αρχιτέκτονα – , πρέπει να αντιμετωπισθεί με σοβαρότητα και διεξοδικότητα.
Φοβούμαι, όμως, ότι υπάρχει ακόμη μια παρεξήγηση σε ότι αφορά την προσφορά του Αρχιτέκτονα Ι.Μ. και Π. Οικ., ίσως γιατί ακόμη δεν έχει κατοχυρωθεί και συγκεκριμενοποιηθεί ο ρόλος του και η βασική προσφορά του, πάντως πρέπει να τονισθεί ότι δεν αποτελεί μόνον το κατάλληλο όργανο που επεμβατικά θα δράσει στον χώρο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αλλά αποτελεί συγχρόνως μέσα στα ευρύτερα πλαίσια του αρχιτεκτονικού προβληματισμού και της αρχιτεκτονικής παιδείας, έναν ρόλο ερευνητικής δράσης που μέσα στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων (και επαγγελματικών και πολιτιστικών) του αρχιτέκτονα, θα προσφέρει συγχρόνως και μια τεκμηριωμένη κριτική άποψη για την κατάκτηση της αυτογνωστικής φυσιογνωμίας στη διαλεκτική της αρχιτεκτονικής παιδείας. Τελειώνοντας θάθελα να τονίσω ότι ο Αρχιτέκτονας Ι.Μ. και Π. Οικ., – ο ερευνητής αρχιτέκτονας -, πρέπει βασικά να είναι κρατικός υπάλληλος, μια και τα αντικείμενα του είναι τέτοια, που μόνο μέσα από έναν οργανωμένο κρατικό φορέα μπορεί και πρέπει να πλησιάσει, ακριβώς γιατί τα θέματα του είναι: η γνώση, ο σεβασμός και η μελέτη της ιστορίας του Τόπου και η επέμβαση του μέσα σ’ αυτήν, η οποία πρέπει δυναμικά και με κριτική σκέψη να γίνει το σημείο αφετηρίας για τη σωστή εκτίμηση της προβληματικής του.
Βρήκαμε την ευκαιρία στα πλαίσια του Ζ’ Πανελλήνιου Αρχιτεκτονικού Συνεδρίου να συζητήσουμε τα προβλήματα της δουλειάς μας μέσα απ’ την πολυμορφότητα τους στη σημερινή προγραμματικότητα. Νομίζω πως το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό και μπορεί να μας βοηθήσει για την παραπέρα λύση του, καθώς και την κατοχύρωση του επαγγέλματος μας, μέσα στον ζωτικό χώρο και καλούμεθα να επέμβουμε.
Σημειώσεις
1. Βλέπε σχετικά: Ζήβας, Δ.Α. Το έργο της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσία, εις «Τεχνικά Χρονικά», τ.2, Γενική Έκδοσις, Μάρτιος 1965, σελ. 18.
2. Βλέπε σχετικά: ICOMOS )εκδ.), «Colloque sur les monuments et la societe, Leningrad, 2-8 IX, 1969, Pariw 1971.
Ειδικότερα στον ίδιο τόμο Πρακτικών, πολύ κατατοπιστικές οι εισηγήσεις: α. Makovjetski, I., Definition de la notion de “Mon. Historique”, σελ. 62-67.
Και επίσης: β. De Angelis d’Ossat, G., Individualite et Collectivite des mon., σελ. 29-36.
3. Βλέπε: Μπούρας, Χ., Ο ρόλος της Πληροφορήσεως και της Εκπαιδεύσεως στην Προστασία και την Αποκατάσταση των Αρχιτεκτονικών Μνημείων, «Αρχιτεκτονικά Θέματα», αρ. Τεύχους 9, 1975. και Μπούρας, Χ., «Η μετεκπαίδευση των Αρχιτεκτόνων για την Προστασία και την ανάδειξη των μνημείων και μνημειακών συνόλων», Εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», Φ. Της 31.12.1972.
4. Βλέπε: Μουτσόπουλος, Νικ., Κίνδυνος εξαφανίσεως των μνημείων της Λαϊκής Αρχιτεκτονικής, εις «Τεχνικά Χρονικά», αρ. τ. 4/252, 1965, σελ. 16. και: Μουτσόπουλος, Νικ., Θέματα Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας. Οικισμοί – Αρχοντικά – Μετόχια, Θεσσαλονίκη, 1977, σελ. 12-25.
5. Βλέπε: Ζήβας, Δ.Α., Το έργο της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, εις «Τεχνικά Χρονικά», τ.2., Γενική Εκδόσις, Μάρτιος 1965, σελ. 10-19.
6. Όταν έγραφα τις παραπάνω γραμμές σχετικά με τη θέση του αρχιτέκτονα στο Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει ο «οργανισμός» του ΥΠΠΕ. Η ύπαρξη του νόμου που τελικά δημοσιεύτηκε πρόσφατα (βλέπε: ΦΕΚ 320/17-10-1977, Π.Δ. 941 «Περι Οργανισμού του ΥΠΠΕ»), δεν άλλαξε κατά πολύ τα πράγματα. Αυξήθηκαν βέβαια οι θέσεις των Αρχιτεκτόνων (48 συνολικά) και προβλέφθηκαν και 7 Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων με προιστάμενους αρχιτέκτονες, αλλά και πάλι ο νόμος δεν επαρκεί για τον σκοπό για το οποίο δημιουργήθηκε.
7. Βλέπε το άρθρο του: Erder, C., on training of Architects, restorers for Turkey and Middle East, εις «Momummentum», VolQ V, 1970, σελ. 25-31.