Είναι βέβαιο, ότι σήμερα όλοι – ειδικοί και μη – χαιρόμαστε τους παραδοσιακούς μας οικισμούς σαν κοινωνικούς χώρους ζωής. Είναι όμως, το ίδιο βέβαιο, ότι σχεδόν πάντα, στη στιγμή της μεγάλης χαράς ή στα μελετήματα μας γι’ αυτούς, γεννιέται το ερώτημα αν αυτά τα οικιστικά σύνολα διαμορφώθηκαν τυχαία με τον καιρό, ή αν είναι το αποτέλεσμα κάποιου γραφτού ή άγραφτου πολεοδομικού σχεδιασμού. Αν, ακόμα, αυτή η χαρά είναι αποτέλεσμα κάποιας κρυφής ρομαντικής μας στάσεως, νοσταλγίας, ανάμνησης παλαιών ή και συνέπεια της κόπωσης που μας δημιουργεί το αρνητικό αστικό περιβάλλον. Και στους μελετητάς ακόμα, στην πορεία της έρευνας, πολλές φορές γεννιέται το ερώτημα μήπως υπερβάλλουν και είναι λιγότερο από όσο θάπρεπε αντικειμενικοί, παρασυρόμενοι από ροπές υποκειμενικές όπως οι παραπάνω. Τέλος τα ερωτηματικά αυτά για τους πολλούς γίνονται πιο κρίσιμα, όταν ληφθεί υπ’ όψη, ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός είναι σήμερα μια επιστημονική πράξη που απαιτεί βαθιά γνώση των ειδικών συνθηκών του τόπου – κοινωνικές, οικονομικές, ιστορικές, γεωφυσικές κλπ. – αλλά και μια απόλυτα εξειδικευμένη μεθοδολογία. Και είναι κλασικό πλέον το ερώτημα που διατυπώνεται: Πως είναι δυνατόν οι παραδοσιακοί μας οικισμοί να είναι τόσο αξιόλογοι όσο βρίσκουμε, όταν αυτοί που τους έκαναν δεν γνώριζαν ούτε όσα η πολεοδομική επιστήμη σήμερα θεωρεί απαραίτητα, αλλά ούτε και τα θεωρήματα της αισθητικής.
Ο προβληματισμός αυτός για τους ειδικούς βέβαια δεν υπάρχει. Η επιστημονική απάντηση έχει πολυγραφηθεί και είναι ομόφωνη η διαπίστωση ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι τυχαίο αλλά αποτελεί την άδολη έκφραση μιας συγκεκριμένης λύσεως που απαιτούσε το κοινωνικό σύνολο κάθε οικισμού. Μιας λύσεως που βασιζόταν στην απόλυτη κατανόηση των αναγκών, των συνθηκών του τόπου και της εποχής, στην πείρα και τη γνώση που διεργασίες αιώνων είχαν συγκεντρώσει με άλλα λόγια στη υποδομή της πανάρχαιας παραδόσεως του τόπου και στις συγκεκριμένες επιταγές του τόπου και της ζωής. Έτσι και με αυτά σαν δεδομένα νομίζω, ότι μπορούμε να ισχυρισθούμε ανεπιφύλακτα πως οι παραδοσιακοί μας οικισμοί, σαν πολεοδομικό αποτέλεσμα, όχι μόνον δεν είναι κάτι τυχαίο αλλά μια συγκεκριμένη επιθυμητή λύση.
Όσο όμως και αν μια θεωρητική απάντηση πάνω σε ένα πρόβλημα τέτοιας μορφής όπως αυτό που απ’ την αρχή επισημάνθηκε, είναι δυνατό να θεωρηθεί αρκετή, έχω την γνώμη ότι μια συγκεκριμένη μαρτυρία είναι πιο αποδεικτική και πιο πειστική. Γι’ αυτό και σαν ικανοποιητικότερη απάντηση στο ερώτημα νομίζω πως αποτελεί μια σχετική μαρτυρία που γράφτηκε στα 1847 από τον Ηπειρώτη Γεώργιο Γαζή στο «Λεξικό της επαναστάσεως των Ελλήνων». Η μαρτυρία αυτή με τίτλο «τοποθεσίαι κατάλληλοι δια χώραν ή μικράν πόλιν» γράφτηκε με αφορμή την διαφαινόμενη τότε ανάγκη το χωριό Δελφινάκι στη Ήπειρο να εγκαταλειφθεί από την έλλειψη νερού και να μεταφερθεί σε μια άλλη θέση. Πρέπει δε να θεωρηθεί κατά τη γνώμη μου αυτή η πληροφορία σαν μια βασικής σημασίας γιατί:
α. Γράφτηκε σε εποχή, κατά την οποία στη χώρα μας, και ιδιαίτερα στην Ήπειρο, δεν υπήρχε καν υποψία για χωροταξία και πολεοδομία με τη μορφή που σήμερα εννοούμε.
β. Αναφέρεται σε έναν τόπο, όπου η συντήρηση της παραδόσεως ήταν και είναι ακόμη πιο αυστηρή από άλλες περιοχές της χώρας, άρα και τα παραδοσιακά της στοιχεία πιο πιστά στην παλαιότερη παράδοση του τόπου, και
γ. Αφορά μέγεθος οικισμού που είναι αντιπροσωπευτικό της κλίμακος σχεδόν του συνόλου των παραδοσιακών μας οικισμών.
Να, λοιπόν, πως ο Γ. Γαζής περιγράφει τους χωροταξικούς και πολεοδομικούς του «στόχους» στα μέσα του προηγούμενου αιώνα: (1).
«Τοποθεσίαια κατάλληλοι δια χώρα η μικράν πόλιν». Πολλάκις επ’ ευκαιρία συλλογιζόμενος και ενθυμούμενος την στέρησιν του νερού…και ότι το κακόν δύσκολα θεραπεύεται, και με πολλά έξοδα, και μάλιστα… (ότι) δύναται η χώρα να πληθύνη και να φθάση εις 400 ή περισσότερον οικογενείας (οσπήτια). Τότε αληθινά είναι δυστυχία το καλοκαίρι από τα νερά» τοιούτον τι έπασχον…πολλά χωριά…όθεν αφού εκάησαν την παλαιάν ΄χωραν, και διαλέξαντες τόπον καλύτερον και συμφερότερον, εκατοίκησαν εκεί, καθώς το Παραδείσι εις την Βονίτζαν, το Δραγαμέστον εις το Ξηρόμερον, τα Κούντουρα εις την Μεγαρίδα και λοιπά. Αυτά φανταζόμενος εστοχαζόμη, που ημπορούσε να μετοπιστή η χώρα Δελβινάκιον δια να επιτύχη θέσιν καλυτέρα. Τρεις θέσεις λοιπόν εύρισκον από όλον τον τόπον Δελβινακίου δια κατοικίαν χώρας μεγάλης και πολυανθρώπου…»
α. Δελβινακίου θέσις. Πρώτη θέσις δια κατοικίαν είναι αυτό το Δελβινάκιον, εάν έχει το νερό αρκετόν, διότι είναι εις το κέντρον όλου του τόπου της χώρας…ο εστί, το διάστημα του κέντρου προς την περιφέρειαν είναι ίσα και συμφέροντα δια τους κτηματίας και γεωργούς. Όθεν οι πρώτοι οικήτορες του Δελβινακίου ήσαν το όντι σοφοί, διότι εδιάλεξαν αυτήν την θέσιν, η οποία και νερά έχει αξιόλογα, και υγείαν θαυμαστήν, και αέρα εύκρατον και οι μαχαλάδες (συνοικίαι) καλώς κατοικημένοι εις τέσσερας, οίτινες συγκεντρώνονται εις την μέσην της χώρας, όπου διαπρέπει η βρύσις, η αγορά, εκκλησία και τα κανάβια (2), η μεσορράχη εις τα αλώνια, η οποία είναι καλή δια κάστρον ή ακρόπολιν κλπ.
β. Δρομοπήγαδον ή Βρωμοπηγάδον. Δευτέρα θέσις κατάλληλος δια χώραν μεγάλην είναι ο τόπος εις Βρωμοπήγαδον, όλα δηλαδή τα χωράφια προσήλα και ανήλια, επάνω από το πηγάδι…και γίνεται χώρα εις τρεις μαχαλάδες τους εξής: ένας μαχαλάς γίνεται από το χωράφι του Γκατζέλου, του Γάζη, του Μητζηβάγια και ίσα κάτω εώς την βρύση το Βρωμοπήγαδον πάνω εις την ράχην του Καρακάση…γίνονται τα αλώνια τούτου του μαχαλά …Δεύτερος μαχαλάς γίνεται από του παπά – Μύθιου το χωράφι…εώς τα αμπέλια και τον δρόμον…Τρίτος μαχαλάς γίνεται από το ανήλιον, κατάδρωμα από τον δρόμον του Κλοκού εώς αυτό το Βρωμοπήγαδον και παρέκει ακόμα. Εις το μέσον των τριών μαχαλάδων, εις το ισάδιον (επίπεδον)…γίνεται το Μεσοχώρι, δηλαδή, η εκκλησία, σχολεία, εργαστήρια, αρχεία κλπ. όσο δια νερόν είναι καλόν το Δρομοπήγαδον, και αρκετόν δια να πίνουν. Εκτός όμως του πηγαδιού τούτου εβγαίνουν και άλλαι βρύσαις και συρταροπήγαδα εις πολλά μέρη και λάκκους…έπειτα αυτό το ίδιο το νερό του Βρωμοπήγαδου το φέρουν εις το Μεσοχώρι, αν θέλουν…Τέλος πάντων είναι το ποτάμι κοντά και αναπληροί όλας τας τυχόν ελλείψεις. Ο μύλος χειμώνα και καλοκαίρι είναι κοντά…»
έχει και άλλα προτερήματα όπου γυρίζει τι ντερβένι της Μεσαρίας (ήγουν ο τουρκόδρομος) από μέσα από την χώραν…και γίνεται εξ αιτίας τούτο αλυσιβερίσι (3) και εμπορίου καλύτερα από το νύν Δελβινάκιον. Διότι εξ ανάγκης τότε θα γίνουν και χάνια και φούρνοι ψωμάτικοι, και όλα τα αναγκαία εργαστήρια και τέχναι. Και εγώ τολμώ ει΄πειν ότι, επιδή από τα Ιωάννινα και Αργυρόκαστρον απέχει εξ ίσου και κείται εις το μέσον, εάν κίνηση τις από Ιωάννινα πρωί, το βράδυ φθάνει εις Βρωμοπήγαδον: ομοίως, αν κινήση πάλι από Αργυρόκαστρον ή Δέλβιον, φθάνει το βράδυ εις Δρομοπήγαδον. Ώστε η χώρα αυτή, ούσα εις το κέντρον, δύναται να καταντήσει με τον καιρό ένας κασαμπάς (4) αξιόλογος. Αλλά κοντά εις τα προτερήματα όπου έχει η θέσις αυτή, έχει και …ελαττώματα…είναι απόκεντρον ολίγον…εις την υγείαν…θα είναι κατώτερον…πέτρα δεν έχει εκεί κοντά δια κτίσμα των οσπιτίων», ομοίως και η πλάκα…δια σκέπασμα πιάνει μακράν. Είναι όμως εύκολον να σκεπασθούν τα οσπήτια με κεραμίδια, τα οποία γίνονται εκεί…διότι το χώμα του τόπου εδοκιμάσθη και είναι καλόν δια κεραμοποιείον»
μές από το παραπάνω κείμενο, ακόμα και ύστερα από μια πρώτη θεώρηση, νομίζω ότι εύκολα μπορούν να επισημανθούν ως βασικές αρχές και τα ουσιαστικά κριτήρια του πολεοδομικού χασμού» των πρώτων οικητόρων των παραδοσιακών μας οικισμών. Και σαν τέτοια φαίνονται τα παρακάτω: (5)
1. Οι οικιστές ενός χωριού έβλεπαν τον οικισμό τους σαν ένα ζωντανό οργανισμό με συγκεκριμένες προοπτικές»…συλλογιζόμενος και ενθυμούμενος την στέρησιν του νερού…και μάλιστα…(ότι) δύναται η χώρα να πληθύνη και να φθάση εις 400 ή περισσότερες οικογένειες (οσπήτια)».
2. Ήταν γνωστή στους πρώτους οικιστάς και η πείρα και η γνώση άλλων παλαιοτέρων»…διαλέξαντες τόπον καλύτερον και συμφερότερον, εκατοίκησαν εκεί, καθώς το Παραδείσι…»
3. Τα κριτήρια για την εκλογή μιας θέσεως νέου οικισμού ήταν ποιοτικά – κοινωνικά και οικονομικά»…διαλέξαντες τόπον καλύτερον και συμφερότερον…».
4. Η αξιολόγηση μιας πιθανής νέας θέσεως γινόταν μετά από συσχετισμό με τις χωροταξικές συνθήκες της περιοχής:»…επειδή από Ιωάννινα και Αργυρόκαστρον απέχει εξ ίσου ώστε η χώρα αυτή, ούσα το κέντρον, δύναται να καταντήση με τον καιρό ένας κασαμπάς αξιόλογος».
5. Η έρευνα για τον εντοπισμό μιας θέσεως κάλυπτε την ευρύτερη περιοχή. «Τρεις θέσεις λοιπόν εύρισκαν από όλον τον τόπον».
6. Η χωροταξική θεώρηση βασιζόταν σε συγκεκριμένα κριτήρια όπως:
· Τον υπεραστικό δρόμο: «…γυρίζει το ντερβένι της Μεσαρίας…από μέσα από την χώρα».
· Την θέση της βασικής απασχόλησης των κατοίκων: «…το διάστημα του κέντρου προς την περιφέρειαν είναι ίσα και συμφέροντα δια τους κτηματίες και γεωργούς»
· Το μικροκλίμα της θέσεως: «…(έχει) και υγείαν θαυμαστήν και αέρα εύκρατον…» «…εις την υγείαν θα είναι κατώτερον…»
· Την επάρκεια του νερού: «…ενθυμούμενος την στέρησιν του νερού…και ότι το κακόν δύσκολα θεραπεύεται…»
· Τις συνθήκες ασφάλειας: «…η μεσόρραχη εις τα αλώνια, η οποία είναι καλή δια κάστρον ή ακρόπολιν…»
· Τα υλικά δομήσεως: «πέτρα δεν έχει εκεί κοντά δια κτίσμα των οσπητιών ομοίως και η πλάκα…δια σκέπασμα δεν πιάνει μακράν…το χώμα του τόπου εδοκιμάσθη και είναι καλόν δια κεραμοποιείον».
· Οι λειτουργίες κοινής εξυπηρετήσεως: «ο μύλος χειμώνα και καλοκαίρι είναι κοντά…»
7. Η πολεοδομική ρύθμιση του νέου οικισμού ακολούθησε συγκεκριμένες πολεοδομικές προδιαγραφές όπως:
· Το πληθυσμιακό μέγεθος του οικισμού αποτελούσε ποσοτική παράμετρο: …να φθάση εις 400…οικογένειες (οσπήτια)». Είναι δε αξιοσημείωτο το ότι οικισμός με 400 οικογένειες (400 x 7=2800 κάτοικοι) θεωρείτο τότε «πολυάνιρωπος».
· Η μειονεκτική δομή του οικισμού: «…Οι μαχαλάδες…εις τέσσαρας οίτινες συγκεντρώνεται εις την μέσην της χώρας…» «…εις το μέσον των τριών μαχαλάδων…γίνεται το μεσοχώρι…» «…γυρίζει το ντερβένι…από μέσα από τη χώρα…»
· Το μέγεθος της συνοικίας, που προκύπτει έμμεσα, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα, αλλά ο συγγραφέας οπωσδήποτε δεν το αγνοούσε.
· Από τα αναφερόμενα και άλλες μαρτυρίες (6) προκύπτει ότι οι συνοικίες των οικισμών στην Ήπειρο παλαιά είχαν πληθυσμό γύρω στους 400-500 κατοίκους, ενώ για τον νέο προτείνεται πληθυσμός περίπου 800-900.
· Ο εξοπλισμός του κοινωνικού κέντρου του οικισμού ως εμπορικού, πνευματικού, διοικητικού και αναψυχής: «εις την μέσην της χώρας όπου διαπρέπει η βρύσις, η αγορά, η εκκλησία και τα κανάβια…» «…Μεσοχώρι δηλαδή η εκκλησία, σχολεία, εργαστήρια, αρχεία κλπ.».
· Η τοπογραφία της περιοχής: «…εις το ισάδιον (επίπεδον)…γίνεται το μεσοχώρι…». Από τη σημείωση αυτή προκύπτει ότι οι συνοικίες χτιζόταν στα κεκλιμένα μέρη της περιοχής όπου είναι και το σωστότερο να χτίζεται η κατοικία.
Από την παραπάνω μαρτυρία νομίζω πως βγαίνει καθαρά το συμπέρασμα – απάντηση στο ερώτημα που προτάχθηκε: Οι παραδοσιακού μας οικισμοί δεν είναι ένα τυχαίο πολεοδομικό αποτέλεσμα αλλά το επίτευγμα της συναρτήσεως χωροταξικού και πολεοδομικού «στοχασμού». Με άλλα λόγια, είναι το αποτέλεσμα ενός άγραφου συγκεκριμένου πολεοδομικού σχεδιασμού, του οποίου οι αρχές και τα κριτήρια σε τίποτε δεν υστερούν από τις σημερινές παραδοχές.
Νομίζω ακόμη, ότι πρέπει να δεχθούμε και ένα άλλο συμπέρασμα: ότι δηλαδή η διαφορά του παραδοσιακού πολεοδομικού σχεδιασμού από τον σημερινό είναι ότι αυτός βασίστηκε στην ζωντανή προγονική σοφία και την μεθοδολογία της απλής ανθρώπινης λογικής αντί στη μηχανίστικη γνώση και στη λογιστική μεθοδολογία που πολλοί την είπαν «πολεοδομική επιστήμη».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΡΙΣΗΣ
Σημειώσεις
1. Γαζή: «Λεξικό της Επαναστάσεως των Ελλήων», έκδοση Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 197.σ 221-223.
2. κανάβια: δένδρα ψηλά άλσος
3. εμπορική πράξη
4. Κασαμπάς: Εμπορικό κέντρο περιφέρειας
5. Μέσα σε εισαγωγικά αναφέρεται η αποδεικτική σχετική φράση του κειμένου
6. Π. Αραβαντινού: Χρονογραφία της Ηπείρου, εν Αθήναις 1856.
Το πρωτότυπο κείμενο από το βιβλίο του Γ. Γαζή «Λεξικό της Επαναστάσεως των Ελλήνων» έκδοση Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, σ.221-223, έχει ως εξής:
28. Τοποθεσίαι κατάλληλοι δια χώραν ή μικράν πόλιν. Πολλάκις επ’ ευκαιρίες συλλογιζόμενος και ενθυμούμενος την στέρησιν του νερού, η οποία ακολουθεί τον Αύγουστον και Σεπτέμβριον εις την πετρίδα μου, και ότι το κακόν δύσκολα θεραπεύεται, και με πολλά έξοδα, και μάλιστα εν καιρώ ελευθερίας, ευνομίας και εποχής ευτυχισμένης, ότε δύναται η χώρα να πληθύνη και να φθάσει εις 400 ή περισσότερον οικογένειας (σπήται). Τότε αληθινά είναι δυστυχία το καλοκαίρι από τα νερά τοιούτον τι έπασχον και εις την Ελλάδα πολλά χωρία προ της Επαναστάσεως. Όθεν, αφού εκάησαν και κατεδαφίσθηκαν εν καιρώ της Επαναστάσεως, δεν εκατοίκησαν πλεόν εις την ίδιαν θέσιν, αλλ’ άφησαν την παλαιάν χώραν, και διαλέξαντες τόπον καλύτερον και συμφερώτερον, εκατοίκησαν εκεί καθώς το Παραδείσι εις την Βόνιτζα, το Δραγαμέστον εις το Ξηρόμερον, τα Κούντουρα εις την Μεγαρίδα και λοιπά. Αυτά φανταζόμενος εσταχαζόμην, που ημπορούσε να μετατοπίση η χώρα Δελβινακίου, δια να επιτύχη θέσιν καλύτεραν. Τρείς θέσεις λοιπόν εύρισκον από όλον τον τόπον Δελβενακίου δια κατοικίας χώρας μεγάλης και πολυανθρώπου, τας οποίας εκθέτω ως ακολούθως:
α’) Δελβενακίου θέσις. Πρώτη θέσις δια κατοικίαν είναι αυτό το Δελβενακίον, εάν έχη το νερόν αρκετόν, διότι είναι εις το κέντρον όλον του τόπου της χώρας, φθάνει δηλ. ο άνθρωπος ίσα και το Σκάπετον δια δουλείαν, ίσα την Ζέπην, ίσα του Γρυμά και ποτάμι, ίσα Κόκκινου και Αελιά του Γουβερίου, ίσα Νεζερόν κτλ. Ο εστί, τα διαστήματα του κέντρου προς την περιφέρειαν είναι ίσα και συμφέροντα δια τους κτηματίας και γεωργούς. Όθεν οι πρώτοι οικήτορες του Δελβενακίου ήσαν τω όντι σοφοί, διότι εδιάλεξαν αυτήντην θέσιν, η οποία και νερά έχει αξιόλογα, και υγείαν θαυμαστήν, και αέρα εύκρατον και οι μαχαλάδες (συνικίαι) καλώς κατηκοιμένοι εις τέσσερας, οίτινες συγκεντρώνονται εις την μέσην της χώρας, όπου διαπρέπει η βρύσις, η αγορά, εκκλησία, και τα κανάβια, τα οποία δύνανται εν καιρώ να μετασχηματισθούν εις περιβόλαια, ή μεσορράχη εις τα αλώνια, η οποία επναι καλή δια κάστρον ή ακρόπολιν κτλ.
β’) Δρομοπήγαδον ή Βρωμοπήγαδον. Δευτέρα θέσις κατάλληλος δια χώραν μεγάλην είναι ο τόπος εις το Βρωμοπήγαδον, όλα δηλ. τα χωράφια, προσήλια και ανήλια, επάνω από το πηγάδι, έως τα αμπέλια από κάτω από το Δερβένι και γίνεται η χώρα εις τρεις μαχαλάδες, τους εξής: ένας μαχαλάς γίνεται από το χωράφι του Γκάτζελου, του Γάτζη, του Μητζηβάγια και ίσα κάτω έως την βρύσιν το Βρωμοπήγαδον επάνω δε εις την ράχην του Καρακάση (ηγούν καθώς αναβαίνομεν από του Μητζηβάγια το χωράφι τον ανήφορον) γίνονται τα αλώνια τούτου του μαχαλά. Δεύτερος μαχαλάς γίνεται από του παπά –Μύθιου το χωράφι (αντίκρυ του Γκατζέλου) έως εις τα αμπέλια και τον δρόμον όπου καταιβαίνει τώρα από του Ντάνη. Τρίτος μαχαλάς γίνεται από τον ανήλικον, κατώδρομα από τον δρόμον του Κλοκού έως αυτό το Βρωμοπήγαδον και παρέκει ακόμη. Εις το μέσον των τριών μαχαλάδων, εις το ισάδον (επίπεδον), το οποίον είναι μεταξύ του μεγάλου λάκκου και των χωραφιών του Γάτζη και Μητζηβάγια, γίνεται το Μεσοχώρι, δηλ. η εκκλησία, σχολεία, εργαστήρια, αρχεία κτλ. Όσον δια νερόν, είναι καλόν το Δρομοπήγαδον, και αρκετόν δια να πίνουν. Εκτός όμως τοη πηγαδιού τούτου εβγαίνουν και άλλαι βρύσαις και συρτοπήγαδα εις πολλά μέρη και λάκκους οίον εις του Γκατζέλου το χωράφι μέσα εις τον Λίσβαν εβγαίνει νερόν εις τον πάτον του χωραφιού εβγαίνει υψηλότερα, κατά τον λάκον της Μεσαρίας, εβγαίνει πέρα από το Δρομοπηγαδον, κατώδρομα, εβγαίνει. Έπειτα αυτό το ίδιον νερόν του Βρωμοπήγαδου το φέρουν εις το Μεσοχώρι, αν θέλουν, επειδή εις τον λάκκον το παίρνουν με γεφύρι. Τέλος πάντων είναι το ποτάμι κοντά και αναπληροί όλας τας τυχούσας ελλείψεις. Ο μύλος χειμώνα και καλοκαίρι είναι κοντά της Παναγιάς και του Ραγοζιού το χειμώνα όμως όπου κατηβάζει ο λάκκος ο μέγας του Λεπένου, ημπορούν να γένουν και μύλοι από την Κουρκούταν και κάτω έως μέσα εις την χώραν και παρακάτω, τόσον ανήλια, όσον και προσήλια.
Έχει και άλλο προτέρημα, όπου γυρίζει το ντερβένι της Μεσαρίας (ηγούν ο τουρκόδρομος) από μέσα από την χώραν, και δεν πηγαίνει πλέον από τα σάδια, και γίνεται εξ αιτίας τούτου αλυσβερίσι και εμπόριον καλύτερα από το νύν Δελβινάκιον. Διότι εξ ανάγκης τότε θα γίνουν και χάνια, και φούρνοι ψωμάτικοι, και όλα τα αναγκαία εργαστήρια και τέχναι. Και εγώ τολμώ ειπείν ότι, επειδή από τα Ιωάννινα και Αργυρόκαστρον απέχει εξ ίσου και κείται εις το μέσον, εάν κινήση τις από Ιωάννινα πρώι, το βράδυ φθάνει εις Βρωμοπήγαδον ομοίως, αν κινήση πάλιν από Αργυρόκαστρον ή Δέλβινον, φθάνει το βράδυ εις Δρομοπήγαδον. Ώστε η χώρα αυτή, ούσα εις το κέντρον, δύναται να καταντήση με τον καιρό ένας κασαπάς αξιόλογος.
Αλλά κοντά εις τα προτερήματα όπου έχει η θέσιες αυτή, έχει και δύο ελαττώματα: Πρώτον, ότι δια το βουνόν και Σκάπετον, όσοι έχουν χωράφια, τους πιάνει μακράν, και είναι απόκεντρον ολίγον. Δεύτερον, εις την υγείαν νομίζω ότι θα είναι κατώτερον από την νύν χώραν Δελβινάκιον.
Τρίτον, ότι πέτραν δεν έχει κοντά δια κτίσμα των οσπητίων ομοίως και η πλάκα του Σκαπέτου δια σκέπασμα πιάνει μακράν. Είναι όμως εύκολον να σκεπασθούντα τα σπίτια με κεραμίδια, τα οποία γίνονται εκεί εις το χωράφι του Μητζηβάγια, διότι το χώμα του τόπου εδοκιμάσθη και είναι καλόν δια κεραμοποιείον.
γ’) Παλαιάμπελα του Λαπένου (όχι τα της Ζεραβίνας). Τρίτη θέσις, κατάλληλος δια χώραν μεγάλην και πολυάνθρωπον, είναι τα αμπέλια εις το Λέπενον (τα οποία όμως τώρα εχάλασαν και έγιναν χωράφια), ηγούν του Έξαρχου και του Σουρβάλη το αμπέλι έως επάνω κοντά στου Μπαρμπομάρη όλα εκείνα τα προσηλιακά χωράφια και λακκιαίς. Εις δε του Ήλια το αμπέλι, στο εικόνισμα, να γένη η αγορά η εκκλησία και το μεσοχώρι. Εκεί να φέρουν [….] τα νερά του Λεπένου να γένουν οι βρύσαις να γένουν και σπ[…] τον κατήφορο, έως του Γιανελιά το αμπέλι, και της Παναγιάς και πέρα από τον λάκκον στου Γούλι το χωράφι από το ανήλιο, εκεί όπου εβγαίνουν τα κεφαλόβρυσα τον χειμώνα, να ανοιχθούν συρτοπήγαδα πολλά. Διότι εβγαίνει πολύ νερόν εκεί (ως προείπον και εις τον 21 παράγραφον , αριθ. Ιβ’). Του Λεπένου το νερό έρχεται με ολίγα έξοδα και δεν πρέπει να το φέρουν όλον, αλλά να αφήσουν εκεί εν πηγάδιον, δια να ποτίζουν τα πρόβατα και άλλα ζώα. Τα Κανάβια όμως τότε θα μείνουν ξερικά και άνυδρα, διότι δεν περισσεύει πλεόν νερόν να ποτίζωνται όλα, έξω μόνον αν σκαφθούν διότι δεν περισσεύει πλεόν νερόν να ποτίζωνται όλα, έξω μόνον αν σκαφθούν και καθαρισθούν τα πηγάδια του Λεπένου και εβγαίνει πολύ νερόν […] εις την χώραν τον σώποτον, και το μεσαίον πηγάδι το υποκάτω της εκκλησίας. Το δε κάτω διόλου, να μείνη και αν δεν φθάνει αυτό πλεόν ν; ποτίζουν το καλοκαίρι τα πρόβατα και γελάδια, τότε ή πρέπει να έρχωνται εις την χώραν να ποτίζουν ή να ανοιχθούν και δύο ‘η τρία συρτοπήγαδα ακόμη εις το Παναβρυνερόν, εις τον πάτον, του Κωνστάκου το χωράφι, και τότε πλέον αρκεί το νερό. Έχει δε και η θέσις αυτή δύο ελλατώματα πρώτον, ότι είναι απόκεντρος, και όσοι έχουν χωράφια στου Γρυμά, στο ποτάμι, στου Κόκκινου, τους έρχεται πολλάν μακράν δεύτερον, ότι τον χειμώνα είναι πολύ κρύο και χιόνι. Έχει όμως υγείαν άκραν και νερά εξαίρετα.
δ’) Αγία Μαρίνα η Ντουντούση. Τετάρτη θέσις δια χώραν είναι και η αγιαμαρίνα διότι και εις την Αγίαν Μαρίναν είναι νερά αρκετά [….] το [σού]γελο του Καρά, το οποίον αυγτίζει και από άλλα νερά και έρχεται εις την παλαιάν βρύσιν πλησίον της εκκλησίας (§9) εις του Τζίπα το χωράφι, όπισθεν από του Κούλια, και τέλος πάντων εις πολλά χωράφια της Αγίας Μαρίνας εβγαίνει συροπήγαδα, και πλήθος νερά οίον εις του Έξαρχου το χωράφι, εις του Καρά, εις του Ντουρντούφη, κάτω εις του Μπασαγιώργη, εις της Ζώζαινας, εις του Φόλη, Ντουρντούφη και Γάτζη και σχεδόν εις όλην την Αγίαν Μαρίναν εβγαίνουν συρτόπηγαδα με νερόν, και οικονομείται η χώρα. Έχει και εμπόριον εξ αιτίας του δρόμου, και άλλα πολλά προτερήματα και ελαττώματα ίσως τα νερά δεν θα είναι καλά. Η υγεία δεν είναι ως εις το Δελβινάκιον, ίσως θα πίπτη και κουνούπι το καλοκαίρι, και απόκεντρον πολύ δια το βουνόν και άλλα μέρη και μάλιστα δια τον μύλον είναι μακράν. Γίνεται ίσως και λίμνη καλή η Λούτζα, δια τα βαστά όλον το καλοκαίρι, εάν βουλωθούν αν χωνεύτριαι.