Η κατοίκιση, ως σημείο διαμονής σε έναν συγκεκριμένο τόπο, αλλά και η κατοικία, ως το κτίριο διαμονής του κάθε ανθρώπου, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας «αληθινής αρχιτεκτονικής». Έτσι, η κατοικία, όπως υποκειμενικά μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον άνθρωπο, αλλάζει μορφή, υλικότητα, στατικότητα και αισθήσεις. Διαφέρει ανάλογα με την προσωπικότητα του ανθρώπου, τον τόπο και τον χρόνο. Σημαντικά επίσης είναι τα στοιχεία οικειότητας που διαθέτει, έτσι ώστε να θεωρηθεί ένας χώρος ως σπίτι.
Ο άνθρωπος, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του, ένιωθε την ανάγκη της εξασφάλισης της προστασίας του από τις καιρικές συνθήκες. Όπως το χιόνι, τη βροχή, το κρύο τον ήλιο, αλλά και από εχθρικά και επικίνδυνα ζώα, που ο άνθρωπος λόγω της ανατομίας του δεν μπορεί να προστατευτεί. Για τους παραπάνω λόγος, υπήρξε μια αδήριτη ανάγκη από την πλευρά του ατόμου να βρει και να δημιουργήσει ένα χώρο στο οποίο θα ζούσε μακροπρόθεσμα, με ασφάλεια, επιτρέποντας την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του.
Στα κτίσματα της κάθε εποχής και της κάθε χρονικής περιόδου, συναντάται η ανώνυμη αρχιτεκτονική. Από πρωτομάστορες χωρίς εξειδίκευση, με τη χρήση τοπικών υλικών και παραδοσιακών μεθόδων – τεχνικών, οι οποίοι κατάφερναν να επιλύουν λειτουργικά προβλήματα, με βάση το ένστικτο και τη εμπειρία τους. Με αυτόν τον τρόπο, σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν κτίρια, με στόχο την εξασφάλιση των καθημερινών αναγκών του ατόμου, σύμφωνα πάντα με το πνεύμα και τα ιδανικά της κάθε εποχής. Η κατοικία λοιπόν, και κατ’ επέκταση η συνολική κατοίκηση δημιουργήθηκε σε απόλυτη αρμονία με τον περιβάλλοντα χώρο της.
Όταν όμως οι κατοικίες αλληλοεπιδρούν με το περιβάλλον τους, προκύπτει το θέμα του μέσα και του έξω. Μία τυπολογική σχέση άρρηκτα συνδεδεμένη με τον υπαρξιακό χώρο. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα σε ένα χώρο θεωρείται η πρωτεύουσα πρόθεση στο πλαίσιο της αναζήτησης ενός χώρου μακριά από αυτό που βρίσκεται έξω. Μόνο όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει τι βρίσκεται μέσα και τι έξω, τότε μπορεί να κατοικήσει σε ένα μέρος.
Σημαντική διαφορά σημειωνόταν επίσης, ανάμεσα στις κατοικίες του αστικού και του αγροτικού περιβάλλοντος. Η διαφοροποίηση αυτή, πήγαζε κατά κύριο λόγο από την κύρια απασχόληση των κατοίκων. Ο αστικός πληθυσμός ασχολούνταν κυρίως με τον δευτερογενή και τριτογενή τομέα παραγωγής, όπως με τη βιοτεχνία – βιομηχανία, τη διοίκηση, το εμπόριο, τις τράπεζες, και στη συνέχεια, με τον τουρισμό. Αντίθετα, ο πληθυσμός της υπαίθρου, ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη δασοκομία, την αλιεία, ανάλογα πάντα με τις ανάγκες του πρωτογενή τομέα παραγωγής για την κάθε περιοχής. Έτσι η ζωή στα χωριά έχει άμεση σχέση και συνάφεια με την εργασία των κατοίκων τους, και κατά συνέπεια και οι κατοικίες αυτές αποκτούσαν άμεση χωρική ανταπόκριση με τις επαγγελματικές ασχολίες του κάθε χρήστη.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η σύγκρουση αυτή, παρατηρείται ανεβαίνοντας και σε μεγαλύτερη κλίμακα, με τη διαφορετική διάρθρωση της πόλης και του χωριού. Στην ύπαιθρο οι κατοικίες διατάσσονταν στον κάθε οικισμό χωρίς σχέδιο, από τους ίδιους τους κατοίκους, ακολουθώντας ορισμένους βασικούς κανόνες υγιεινής και εύκολης διασύνδεσης μεταξύ των κτισμάτων. Στην πόλη, και πιο συγκεκριμένα στις σύγχρονες πόλεις, οι κατοικίες διατάσσονταν κυρίως με βάση το σχέδιο και κάποιους καθιερωμένους κανόνες. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν ότι ο κάτοικος της πόλης δεν είχε το δικαίωμα να αποφασίσει για ζητήματα του αφορούσαν την κατοικία του, σε αντίθεση με τον κάτοικο της υπαίθρου, ο οποίος είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να αποφασίσει για αυτή, αλλά συχνό ήταν το φαινόμενο να την κατασκευάσει ο ίδιος, προκειμένου να ικανοποιήσει επακριβώς τις προσωπικές του ανάγκες.
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική στον ελλαδικό χώρο παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σύμφωνα με τη γεωγραφική θέση της κάθε περιοχής, σε τρεις βασικές ενότητες. Την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των πεδινών περιοχών, των ορεινών περιοχών και του νησιωτικού χώρου.
Η αρχιτεκτονική των πεδινών περιοχών είχε πολύ απλή μορφή, όπου μέσα σε μία μονόχωρη κατοικία συμβίωναν άνθρωποι και ζώα. Με το πέρασμα όμως των χρόνων, προστέθηκε ένας στεγασμένος, υπαίθριος χώρος μπροστά από την είσοδο, καθώς και διάφοροι βοηθητικοί χώροι στην αυλή, όπως αποθήκες και στάβλοι (εικ.1).
Αντίθετα, η αρχιτεκτονική στην ορεινή Ελλάδα, ήταν πιο σύνθετη και οι κατοικίες ήταν συνήθως πολυώροφες. Οι αρχοντικές κατοικίες ή τα νοικοκυρόσπιτα περιλάμβαναν συνήθως τρία επίπεδα, που στο ισόγειο βρίσκονταν οι χώροι εργασίας, οι βοηθητικοί χώροι , οι χώροι φύλαξης των ζώων, ενώ στους ορόφους ήταν οι χώροι ύπνου, διημέρευσης, υποδοχής των ξένων, κλπ. Συνήθως το μεσοπάτωμα χρησιμοποιούνταν ως κατοικία το χειμώνα καθώς οι παχύς, πέτρινοι τοίχοι διατηρούσαν τους εσωτερικούς χώρους ζεστούς. Ο τελευταίος όροφος με τους λεπτούς τοίχους (τσατμάδες) και τα μεγάλα παράθυρα χρησιμοποιούνταν για τη διαμονή της οικογένειες κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών (εικ. 2).
Η ορεινή κατοικία, αντιθέτως, ήταν πιο εξωστρεφής, λόγω της ανάγκης για προστασία και άμυνα από τους εχθρούς, γεγονός το οποίο δικαιολογεί την ύπαρξη των μικρών ανοιγμάτων πολεμίστρων στο ισόγειο.
Τέλος, η κατοικία στη νησιωτική Ελλάδα παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία, γεγονός το οποίο καθιστά δύσκολο την ομαδοποίησή της σε μια ενιαία κατηγορία. Ωστόσο, κοινό στοιχείο στις περισσότερες νησιωτικές κατοικίες ήταν η αυλή. Η αυλή αποτελεί προέκταση του εσωτερικού της κατοικίας, αφού πολλές λειτουργίες του νοικοκυριού, όπως το μαγείρεμα, το πλύσιμο, η ανάπαυση, η υποδοχή, το φαγητό γίνονταν στην υπαίθρια αυλή (εικ 3, 4, 5).
Από τα κτίρια αυτά, προκύπτουν δείγματα αληθινής αρχιτεκτονικής, τα οποία διδάσκουν στις επόμενες γενιές, τις βασικές αρχές μίας λιτής, αλλά ταυτόχρονα και ποιοτικής αρχιτεκτονικής. Σχεδιασμένα με την αίσθηση του μέτρου, έχοντας ως κριτήριο τον άνθρωπο και τη ανθρώπινη κλίμακα, αλλά και τη αρμονική ένταξη του κάθε κτιρίου στο περιβάλλοντα χώρο του.
Επιμέλεια: Ξανθίππη Μπιτσακάκη
Βιβλιογραφία:
- A. Rapoport, «Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες», Έκδοση Αρχιτεκτονικών Θεμάτων, Αθήνα 1976
- Κ. Παπαϊωάννου, «Το Ελληνικό παραδοσιακό σπίτι», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2003
- Σπανάκης, «Πόλεις και χωριά της Κρήτης», Τόμος β’, Ηράκλειο 1991
- Δ. Φιλιππίδης, «Αναζητώντας την ανώνυμη αρχιτεκτονική», Αρχιτεκτονικά Θέματα, Ετήσια επιθεώρηση 1972
- Δ. Φιλιππίδης, «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», Εκδόσεις «Μέλισσα», Αθήνα 1984
Βιβλιογραφία εικόνων:
Εικόνα 1
Εικόνα 2
Εικόνα 3
Εικόνα 4
Εικόνα 5