Η οικιστική εξέλιξη της Μήθυμνας είναι απόρροια μιας μακραίωνης ιστορικής συνέχειας. Η ξένη κυριαρχία Γενουατική κατ’ αρχάς, Οθωμανική στη συνέχεια αναδιαμόρφωσε τον ιστορικό χώρο, τον οποίον κληροδότησε η Αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Η άφιξη Μικρασιατών προσφύγων δεν προκάλεσε μεταβολές στο αστικό κέλυφος και στο σύνολο της η αρχιτεκτονική μορφολογία του οικισμού διατηρήθηκε ανέπαφη μέχρι σήμερα. Η σταδιακή φθορά του περιφερειακού χώρου όμως και η γενική δημογραφική μείωση που προέκυψε επηρέασαν αρνητικά την εξέλιξη του Μολύβου. Οι σύγχρονες αρχιτεκτονικές ανακατατάξεις είναι συνέπεια της πρόσφατης κοινωνικο-οικονομικής αναδιοργάνωσης, η οποία στρέφεται πλέον προς την τουριστική αξιοποίηση.
Η αναβίωση του οικισμού της Μήθυμνας, επομένως, επιβάλλεται επιτακτικά τόσο για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης του λαού μας όσο και για την κοινωνική και οικονομική αναζωογόνηση του παραδοσιακού χώρου.
Η οικιστική εξέλιξη της Μήθυμνας σαν έκφραση στον χώρο συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών, καθώς και ορισμένες γενικές σκέψεις για μια ουσιαστική διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και την οργανική σύνδεση του οικισμού με την σύγχρονη ζωή είναι το θέμα της σύντομης εισήγησης που ακολουθεί.
Η ανθρώπινη παρουσία στη Μήθυμνα ανάγεται στη προϊστορία. Εμπεριστατωμένες αρχαιολογικές έρευνες δεν έχουν γίνει ακόμη για να αιτιολογήσουν την εκλογή της θέσης του προϊστορικού πυρήνα καθώς και τις πιθανές διαδοχικές μεταφορές του οικισμού κατά την αρχαϊκή, την κλασική και την προχριστιανική εποχή.
Κατά την Αρχαιότητα η Μήθυμνα υπήρξε σπουδαίο στρατιωτικό, εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο με διασυνδέσεις με τη Θράκη, τον Ελλήσποντο και την Μικρά Ασία, όπου από το 770 π.χ. ίδρυσε αποικίες.
Από τη βυζαντινή εποχή μέχρι σήμερα ο οικισμός παραμένει στην ίδια θέση και η αρχιτεκτονική μορφολογία της Μήθυμνας αντικατοπτρίζει στον χώρο μια αλληλουχία ιστορικών γεγονότων.
Οι Βυζαντινοί (312 – 1355 μ.Χ.) θα θεωρήσουν την Μήθυμνα προμαχώνα της αυτοκρατορίας και ιδρύουν κάστρο στη θέση της Μηθυμναϊκής Ακρόπολης.
Οι Γατελούζοι, οι οποίοι αποικούν την Μήθυμνα διαμορφώνουν τον Βυζαντινό ιστορικό χώρο και ιδρύουν την μεσαιωνική πόλη γύρω από το κάστρο.
Για τους Γατελούζους, η Μήθυμνα αποτελεί ένα σημαντικό εμπορικό λιμάνι. Έχοντας εξασφαλίσει την κυριαρχία τους με οχυρωματικά έργα ενθαρρύνουν την καλλιέργεια της ελιάς και το εμπόριο του λαδιού.
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Επι Γατελούζων για πρώτη φορά η Μήθυμνα ονομάζεται Μόλυβος πιθανόν από το mont ή mole d’ olives. Μια άλλη ερμηνεία αποδίδει την τοπωνυμία Μόλυβος στα πλούσια κοιτάσματα μολύβδου που υπήρχαν στην περιοχή).
Η οθωμανική κατάκτηση (1462 – 1912) δεν αλλοιώνει τον μεσαιωνικό χαρακτήρα του οικισμού. Οι Τούρκοι ιδιοποιήθηκαν τον χώρο που κληροδότησαν οι Γατελούζοι και τροποποίησαν τον μεσαιωνικό οικισμό. Η τουρκική κατοικία (συχνά διώροφο με ξύλινο σαχνισί) αντιπαρατίθεται στις προγενέστερες κατασκευές (πέτρινες) διαμορφώνοντας ένα οργανωμένο οικιστικό σύνολο. Στην ουσία πρόκειται για μια διαδικασία πύκνωσης του ιστορικού πυρήνα.
Η δημιουργία «μαχαλάδων» ελληνικών και τουρκικών εκφράζει στο χώρο μια εθνική και θρησκευτική διαφοροποίηση.
Οι τουρκικοί μαχαλάδες για λόγους ασφαλείας περισφίγγονται γύρω από το κάστρο, προς το διοικητήριο και την είσοδο του οικισμού.
Οι ελληνικοί μαχαλάδες σχηματίζουν ένα ημικύκλιο ως προς το κάστρο και εκτείνονται κατά μήκος του δρόμου που κατεβαίνει προς το λιμάνι και γύρω από το λιμάνι.
Η κατανομή της κατοικίας αντικατοπτρίζει επίσης στον αστικό χώρο την κοινωνική ιεραρχία στα πλαίσια των δύο κοινοτήτων.
Οι τουρκικές συνοικίες γύρω από το κάστρο ανήκαν στις μεσαίες ή χαμηλές τάξεις, ενώ πλούσιες και ευρύχωρες κατοικίες κοντά στην πεδιάδα απεδείκνυαν την οικονομική ισχύ των αγάδων που διάλεξαν τον τόπο κατοικίας τους κοντά στις ιδιοκτησίες τους. Μεγαλοαστικές και επίσης και οι τουρκικές οικίες προς το διοικητήριο (παράδειγμα το σημερινό δημαρχείο, κατοικία πλουσίου αγά).
Ο διαχωρισμός των συνοικιών του μεσαιωνικού ιστού βάσει της κοινωνικής τους υφής είναι δύσκολος. Έτσι σε μια συνοικία με μέσες κατοικίες βλέπουμε να εμφανίζεται μια επιτηδευμένη αστική κατοικία (π.χ. η σημερινή σχολή Καλών Τεχνών).
Αντίθετα απ’ τους Γενουάτες οι Τούρκοι θεωρούν τη Λέσβο μια πλούσια επαρχία, η οποία έπρεπε να εξασφαλίσει σημαντικά κέρδη στην Υψηλή Πύλη.
Η κτηματική περιουσία κατάσχεται και οι Έλληνες εργάζονται με εξευτελιστικούς μισθούς στα τσιφλίκια των πλουσίων αγάδων. Η έλλειψη ζήλου εκ μέρους των εργατών συντελεί στη μείωση της παραγωγής.
Η μη επαρκής εκμετάλλευση της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, η οποία διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα εμπόδισε την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας.
Ο τρόπος εκμετάλλευσης του κύριου προϊόντος του νησιού, του λαδιού, το οποίο ήταν μονοπώλιο του πασά της Μυτιλήνης, υπήρξε επίσης ανασταλτικός για την προώθηση της τοπικής οικονομίας.
Η επιβολή μιας σειράς φορών βαρύνουν περισσότερο τον ελληνικό πληθυσμό και εντείνουν τις εθνικές διαφορές κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η σκληρή φορολογία σε συνδυασμό με τον τρόπο εκμετάλλευσης της γης και τον έλεγχο των μέσων παραγωγής έχει σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση της αγροτικής οικονομίας και την εγκατάλειψη της γης.
Πολλοί Μολυβιάτες μεταναστεύουν στα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας. Αυτή η μετανάστευση έχει χαρακτήρα εποχιακό και διαρκούσε από τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου ως τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα οι συνθήκες ζωής αρχίζουν να αλλάζουν για τον ελληνικό πληθυσμό. Η άνοδος της ελληνικής αστικής τάξης (εμπορικής – μεταπρατικής) αντιστρέφει τους όρους της οικονομικής ζωής. Οι μεγάλες ιδιοκτησίες περνούν στα χέρια Ελλήνων ιδιοκτητών, οι οποίοι και ελέγχουν την τοπική οικονομία.
Η επιρροή της ελληνικής αστικής τάξης εκτείνεται και στις απέναντι ακτές της Μικράς Ασίας. Μολυβιάτες μεγαλοκτηματίες εκμεταλλεύονται, η ενοικιάζοντας σε μέτοικους ή μισθώνοντας σε επιστάτες, εκτάσεις που ξεπερνούν πολλές φορές τα 200 στρέμματα για τον καθένα στα μικρασιατικά παράλια.
Ήδη, από το μέσο του 19ου αιώνα η κοινωνική και οικονομική απελευθέρωση προηγήθηκε της εθνικής, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1912. Παρ’ όλα ταύτα καθυστερούν η οικονομική και τεχνολογική εξέλιξη τόσο που και μέχρι σήμερα οι συνέπειες είναι αισθητές.
Η ελληνική αστική τάξη διαφοροποιεί στο χώρο την κοινωνική της θέση με τη δημιουργία μιας συνοικίας με νεοκλασικά σπίτια εκτός του μεσαιωνικού πυρήνα στο δρόμο προς το λιμάνι.
Στην αρχή του 20ου αιώνα ο Μόλυβος είναι ένα σημαντικό, εμπορικό και μεταποιητικό κέντρο το οποίο εξυπηρετεί όχι μόνο τις ανάγκες του βόρειου τμήματος τους νησιού αλλά και τα μικρασιατικά παράλια. Η μεταποίηση της ελιάς χαρακτηρίζει την τοπική οικονομία.
Ιδιαίτερη ανάπτυξη είχε το λιμάνι, όπου λειτουργούσαν σημαντικές μεταποιητικές και βιοτεχνικές μονάδες. Ο ελληνικός χαρακτήρας του λιμανιού προδίδει την ελληνική οικονομική υπεροχή κατά το τέλος της τουρκοκρατίας.
Η αγορά, ζωτικός χώρος της οικονομικής ζωής, κατελάμβανε ανέκαθεν την ίδια θέση. Ήταν ταυτόχρονα και ένα κέντρο κοινωνικών επαφών, όπου οι χώροι αναψυχής ενηλάσσοντο με τα εμπορικά καταστήματα. Η εθνική διαφοροποίηση ήταν σαφής και στον εμπορικό τομέα. Η πάνω αγορά ήταν τουρκική ενώ η κάτω ελληνική.
Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση του Μόλυβου το 1912, δεν παρατηρούνται σοβαρές οικιστικές μεταβολές ενώ αντίθετα, αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα συμπτώματα οικονομικού μαρασμού.
Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 προξένησε σοβαρό πλήγμα στη τοπική οικονομία. Ο Μόλυβος χάνει σημαντικές εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις, μεγάλα καταναλωτικά κέντρα των εμπορικών και βιοτεχνικών του προϊόντων, χώρους προμήθειας των πρώτων υλών της βιοτεχνίας του και από δυναμικός χώρος μετάβασης προς τα πλούσια μικρασιατικά παράλια, μετατρέπεται πλέον σε παραμεθόρια περιοχή.
Η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού προσφύγων αλλάζει ριζικά την οικονομική και κοινωνική δομή του οικισμού. Διακρίνουμε δύο κύματα προσφύγων: ένα το 1914 (50 άτομα εγκαθίστανται στο Μόλυβο) και το δεύτερο το 1922, όπου ο αριθμός των προσφύγων ανέρχεται σε 396. ο νέος πληθυσμός εισχωρεί σε όλα τα επαγγελματικά στρώματα και δίνει μεγάλη ώθηση στην αλιεία καθώς και στη βιοτεχνική οικονομία του τόπου και στο εμπόριο.
Οι τελευταίοι Τούρκοι εγκαταλείπουν το Μόλυβο σύμφωνα με τη συνθήκη Ανταλλαγής Πληθυσμών και Περιουσιών, που υπεγράφη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923.
Η άφιξη και εγκατάσταση προσφύγων δεν προκάλεσε σημαντικές αρχιτεκτονικές μεταβολές και ο οικισμός μέχρι σήμερα έχει διατηρήσει σχεδόν ανέπαφο τον μεσαιωνικό του χαρακτήρα.
Η οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση που έφερε το προσφυγικό στοιχείο υπήρξε όμως πρόσκαιρη και σε καμία περίπτωση δεν αντιστάθμισε τις απώλειες της Μικρασιατικής καταστροφής.
Ο Μόλυβος όπως και πολλά άλλα νησιώτικα κέντρα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην αθηναϊκή έλξη και υπέστη τις συνέπειες της απομόνωσης και εγκατάλειψης του περιφερειακού χώρου.
Ο οικονομικός μαρασμός και η εξάρτηση από τα μεγάλα αστικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας με επίκεντρο την Αθήνα είχαν σαν συνέπεια από το 1928 μέχρι πρόσφατα μια σημαντική δημογραφική μείωση. Αποτέλεσμα της κατάστασης που διαμορφώθηκε ήταν η οικοδομική στασιμότητα που παρουσιάστηκε στο Μόλυβο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 60.
Έκτοτε, η στροφή της τοπικής οικονομίας προς το τουρισμό αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την οικιστική εξέλιξη της Μήθυμνας.
Η τουριστική αξιοποίηση, η οποία μετέτρεψε πολλά από τα ελληνικά νησιά σε παραθεριστικά κέντρα άρχισε σε σχετική καθυστέρηση στο Μόλυβο, με αποτέλεσμα να προληφθούν, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, τα δυσάρεστα αποτελέσματα που ο τουρισμός πολλές φορές είχε τόσο στον κοινωνικό όσο και στον οικιστικό νησιώτικο χώρο.
Η τουριστική κίνηση άρχισε στο Μόλυβο το 1958 και η ανάπτυξη της στη διάρκεια μιας 20ετίας ήταν τόσο γρήγορη ώστε ο Μόλυβος έγινε το σημαντικότερο τουριστικό κέντρο της Λέσβου. Η σημασία των άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων, της ελαιοκαλιέργειας, της γεωργοκτηνοτροφίας, της αλιείας, της ναυτιλίας είναι περιωρισμένη σε σ΄χεση με τον τουρισμό.
Η σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα συνδέεται άμεσα με την τουριστική αξιοποίηση (επέκταση οικισμού προς Αγία Θεόκτιστη, κτίρια προς τη παραλία). Η τουριστική οικονομία δηλώνει έντονα την παρουσία της στο χώρο της αγοράς (καταστήματα τουριστικών ειδών, εστιατόρια, επιγραφές).
Οι διαδικασίες προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς εντάσσονται στο σχήμα τουριστικής ανάπτυξης του Μόλυβου. Η παλαιότερη ανανέωση του μεσαιωνικού ιστού δεν εσήμαινε στασιμότητα αλλά αντίθετα μια προσαρμογή και μια αστική ανακατάταξη μέσα στα πλαίσια του αρχικού πυρήνα εγκατάστασης. Σήμερα η παραγωγή του κτιστού χώρου διαχωρίζεται από το κοινωνικό της περιεχόμενο, η γη γίνεται αντικείμενο κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης, το παραδοσιακό στοιχείο εμπορικοποιείται και διατίθεται σε προϊόν τουριστικής κατανάλωσης. Αντί μιας αναδιοργώνσης του χώρου σύμφωνα με νέους αυθεντικούς πόλους έλξης η μέριμνα στρέφεται προς μια μονόπλευρη κατεύθυνση και αγνοούνται οι κίνδυνοι έλλειψης προώθησης και ανάπτυξης όλων των κοινωνικοοικονομικών προϋποθέσεων. Ακριβώς δε σ’ αυτή τη συσχέτιση κοινωνίας και περιβάλλοντος θα έπρεπε να στραφεί η προσοχή μας.
Ο Μόλυβος από το 1964 έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέος οικισμός και τα καινούργια κτίρια κτίζονται βάση ορισμένων αρχιτεκτονικών περιορισμών. Ο αρχιτεκτονικός έλεγχος ασκείται από την Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χίου.
Από τα προηγούμενα τίθεται επομένως ένας διπλός προβληματισμός, ο οποίος αφορά πρώτον την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και δεύτερον την κοινωνική και οικονομική αναβίωση του οικισμού.
Ο Μόλυβος είναι τόπος αναφοράς μιας συλλογικής μνήμης και η διατήρηση της ιστορικής του φυσιογνωμίας είναι χρέος βαρύ τόσο δικό μας όσο και των μελλοντικών γενιών.
Η μορφολογική διατήρηση όμως δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην επανάληψη παλαιότερων αρχιτεκτονικών σχημάτων αλλά πρέπει να εξευρεθούν σωστές κατευθύνσεις, ώστε η σύγχρονη οικοδομική τεχνολογία να εμπλουτίσει την αστική εικόνα του οικισμού, σύμφωνα με τη ρέουσα σημερινή πραγματικότητα. Οι σύγχρονες αρχιτεκτονικές λύσεις εναρμονισμένες με τις παλαιότερες κατασκευές θα πρέπει να ενταχθούν στο οικιστικό πλέγμα ώστε να μη διασπασθεί η ιστορική συνέχεια.
Την προστασία του εξωτερικού αρχιτεκτονικού περιβλήματος πρέπει να συνοδεύσει η οργάνωση κοινωνικών χωρών, η ένταξη δυναμικών λειτουργιών, η δημιουργία νέων πόλεων έλξης, οι οποίοι να αποβλέπουν στην επανασύνδεση του οικισμού με νέους τρόπους ζωής προσφέροντας ένα πιο ανθρώπινο περιβάλλον στους κάτοικους. Αν η προσοχή στραφεί μόνον στην αποκατάσταση και προστασία των μορφολογικών και αισθητικών στοιχείων και αγνοηθούν οι σύγχρονες ανάγκες τότε οι διαδικασίες διατήρησης θα περιοριστούν στην «μουσειακή» συντήρηση του οικισμού.
Ο τουρισμός πρέπει να ενταχθεί σ’ ένα ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο για να συμβάλλει αποφασιστικά στην κοινωνικο-οικονομική αναβίωση της Μήθυμνας. Μια μονόπλευρη αντιμετώπιση του προβλήματος, χωρίς τη σύμμετρη ανάπτυξη όλων των οικονομικών δυνατοτήτων, όχι μόνο επικίνδυνη είναι αλλά θα έχει σαν αποτέλεσμα την μετροπή του Πόλυβου σ’ ένα από τα πολλά τυποποιημένα παραθεριστικά κέντρα με τις γνωστές δυσμενείς αρχιτεκτονικές αλλά και κοινωνικές αλλοιώσεις.
Πιστεύω ότι η σύντομη αναφορά μου στην οικιστική εξέλιξη της Μήθυμνας σαν απόρροια των ιστορικών γεγονότων θέτει το πρόβλημα της διατήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στα πλαίσια της αναγκαιότητας μιας περαιτέρω έντονης κοινωνικο-οικονομικής αναζωογόνησης και δραστηριοποίησης. Σε τούτο θα συμβάλλει ουσιαστικά η έγκαιρη διέγερση για μακρόπνοο ορθολογιστικό προγραμματισμό των αρμοδίων φορέων (Ε.Ο.Τ., Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, Υπουργείου Πολιτισμού, Υπουργείο Δημοσίων Έργων, Υπουργείο Συντονισμού, Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) των επιστημονικών οργανισμών και συλλόγων σε δημοκρατική συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Σ’ αυτό εξάλλου αποβλέπει και η σημερινή μας συνάντηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Π. Παρασκευϊδη. Οι περιηγηταί για τη Λέσβο. Αθήναι 1973.
2) Π. Παρασλευϊδη. Η Μυτιλήνη επί Γατελούζων. Αθήναι 1970
3) Σ. Χατζηγιάννη. Η ιστορία της Μήθυμνας. Αθήνα 1976
4) Ν. Τσιάμη. Μήθυμνα. Αθήναι 1975
5) Γ.Δ. Κοντή. Λεσβιακό Πολύπτυχο. Εκδ. Έσπερος
6) Hans-Gunther Bucholz. Methymna. Mainz am Rhein 1975
7) N. Svoronos. Histoire de la Grece Moderne. Que sais-je No. 578 P.U.F. 1953.
8) A. Papageorgiou. Intergation urbaine. Ed. Vincent Paris 1971
9) E. Kolodny. Les iles de la Grece. Episud Aix en Provence 1974.
10) « Architecture d’ Aujourd’hui No. 180/1975 ». Les Centres Historiques.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΤΣΑΛΗ – ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Αρχιτέκτων D.P.L.G., Αρχιτεκτονική Σχολή Αρ. 1 της Σχολής Καλών Τεχνών στο Παρίσι, 1977. D.E.A. Αστικής Γεωγραφίας, 1978. |