Η λέξη «κριτική» είναι μια πολύ παρεξηγημένη λέξη στο ελληνικό λεξιλόγιο. Κριτική στην νεοελληνική κοινωνία σημαίνει για πάρα πολλούς δυστυχώς και αυτόματα «κακή κριτική». Η πιστοποίηση καθώς και η εμπειρία αυτού του γεγονότος μέσα από τους χώρους της τέχνης και της γενικώτερης παιδείας στον τόπο μας, αποτελεί δυστυχώς μια ενδόμυχη παραδοχή που επεκτείνεται σε μεγάλη κλίμακα.
Η έννοια της «δημιουργικής κριτικής» εντελώς άγνωστη, παραμένει παρεξηγημένη και αυτή ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στην αρχιτεκτονική.
Στον κόσμο – έξω από τα σύνορα μας – η κριτική της αρχιτεκτονικής όχι μόνο έχει προ πολλού θεωρηθεί αναπόσπαστο μέλος της συνολικής αρχιτεκτονικής δημιουργίας αλλά έρχεται συγχρόνως να καταξιώσει μέσα σ’ ένα χώρο θεωρητικής αντιμετώπισης τις συσσωρευμένες φιλοσοφικό – ιστορικές εμπειρίες, τον αρχιτέκτονα, το έργο αλλά και αυτόν τον ίδιο τον κριτικό της αρχιτεκτονικής. Η διαπίστωση του Bruno Zevi1 ότι: «Κάθε αρχιτέκτων είναι και κριτικός γιατί πρέπει να μπορεί να ξαναδιαβάσει και να διορθώσει τις επινοήσεις του και κατ΄ αναλογία, κάθε κριτικός είναι και αρχιτέκτων, μια και συμμετέχει και ξαναζεί τη διαδικασία του σχεδιασμού ελέγχοντας την μελέτη των περιεχομένων και των λειτουργιών, παρακολουθώντας την μελέτη των περιεχομένων και των λειτουργιών, παρακολουθώντας τις διάφορες φάσεις της μορφοποίησης της έκφρασης και επεμβαίνοντας για να εγγυηθεί τη συνέπεια αλλά ταυτόχρονα και την ίδια αυτή την ελευθερία», έρχεται λακωνικά και με σαφήνεια να καθορίσει τα πλαίσια δράσης του κριτικού της αρχιτεκτονικής. Ο ρόλος του κριτικού, τελικά, είναι ακριβώς στο να κατευθύνει τον αρχιτέκτονα σε μια διαλεκτική ελευθερίας η οποία θα του επιτρέψει να προσφέρει θετικά μέσα στα πλαίσια της έρευνας στην αρχιτεκτονική η οποία αντιτίθεται στον κάθε είδους ακαδημαϊσμό της έκφρασης.
Αυτόν τον ακαδημαϊσμό που εμφανίζεται είτε επίσημα είτε συγκαλυμμένα μ΄ ένα προσωπείο «προοδευτισμού» που τελικά δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια ελιτίστικη ομαδοποίηση μονοπωλιακής δράσης και επέμβασης στον τομέα της αρχιτεκτονικής και που αμυνόμενος να διατηρήσει την εμπορευματική συνοχή τους προωθεί μια αρχιτεκτονική τελικά νέο – εκλεκτιστική που μορφικά υποτίθεται ότι βασίζεται σε κάποιες θεωρητίστικες παροχές. Παραδοχές που έχουν με τη σειρά τους «ερμηνευτεί» κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν κάποιο σημείο θεωρητικής αναφοράς σε κάθε ζήτηση.
Γι’ αυτό και ξαφνικά σε κολονακιώτικο διαμέρισμα μεγαλοαστών εμφανίζεται στο καθιστικό το γνωστό… σαμάρι, που στην περίπτωση μας θα παίξει ρόλο καθίσματος ή διάφορα κομμάτια από τη λαϊκή μας παράδοση: κιλίμια, γουδιά και γουδοχέρια, κ.α, που σε μια «φαντασμαγορική διάταξη» (παίξιμο όγκων και επιπέδων στη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου), αλλά ακόμα χειρότερα αρχιτεκτονικά μέλη από μια Αθήνα του νεοκλασσικισμού που τώρα αγοράστηκαν στην μάντρα υλικών κατεδαφίσεως και που τοποθετήθηκαν στο διαμέρισμα του Χ ορόφου της Ψ πολυκατοικίας σε μια προσπάθεια «ανάκτησης της ιστορικής μνήμης», μιας μνήμης όμως που τελικά δεν τους ανήκει ταξικά μια και έχουν ξεπεράσει τα όρια της και τις ιστορικές – κοινωνικές παραδοχές που καθιστούν τα αντικείμενα αυτά όχι μόνο αισθητικά παραδεκτά, αλλά και λειτουργικά χρήσιμα.
Νοσταλγικά έρχονται στη μνήμη μέσα απ’ την ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τα διδάγματα του W. Morris2 που μπορούν τελικά να παρεξηγηθούν τρομερά μέσα από μια αντιμετώπιση σαν την παραπάνω. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ο Morris βρίσκεται στη γέννεση των σύγχρονων προβληματισμών των κινημάτων της αρχιτεκτονικής, δίνοντας τη συμβολή του κριτικά στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής παιδείας. Το αντικείμενο είναι γι’ αυτόν χρήσιμο και αισθητικά παραδεκτό και πρέπει να απευθύνεται σε μεγάλη κλίμακα αποδεκτών για να καταξιώνει την ύπαρξη του.
Στον τόπο μας προσπάθειες κριτικής ή χάθηκαν μέσα στην αδιαφορία ή ακόμα χειρότερα εμφανίστηκαν σαν την «κριτική της κριτικής» ή ακόμα χτυπήθηκαν επίμονα από του «ειδήμονες της σιωπής», όπως πολύ εύστοχα τονίζει συνάδελφος σε επιστολή του στον ημερήσιοτύπο3. η δημιουργική, καλόπιστη, τεκμηριωμένη κριτική ή δεν υπάρχει ή περιορίζεται πάντα ή σχεδόν πάντα σε «συναδελφικά κοπλιμέντα». Εξ’ άλλου η φτώχια αρχιτεκτονικών περιοδικών είναι ακόμα ένα δείγμα αυτής της κατάστασης. Από τη γηραιά «Αρχιτεκτονική» (που εξ άλλου προ πολλού διέκοψε την έκδοση της) μέχρι σήμερα δεν υπάρχει μέσα στ’ αρχιτεκτονικά περιοδικά μόνιμη και επίκαιρη στήλη κριτικής. Συνήθως παρουσιάζονται με ή χωρίς σχόλια έργα αρχιτεκτονικής και η διαλεκτική παραμένει στο περιθώριο. Μερικές γενναίες αλλά συγχρόνως θαυμαστές προσπάθειες κριτικής ή πέρασαν απαρατήρητες ή δέχθηκαν πυρά με «σιγαστήρα» παρά τεκμηριωμένους ηχηρούς πυροβολισμούς. Ίσως γιατί η «επίσημη ηγεσία» της αρχιτεκτονικής στον τόπο, πάντα θέλησε να επιβάλλει ένα είδος λογοκρισίας ή μάλλον σιωπής, γι’ αυτό και η ελεύθερη, δημιουργική και βασισμένη στη σύνθεση της ιστορικο – φιλοσοφικής γνώσης κριτική δεν μπόρεσε ποτέ να ανδρωθεί στα ελληνικά αρχιτεκτονικά πράγματα για να διαδραματίσει τον ρόλο της και να προσφέρει τη καλόπιστη και δημιουργική συμβολή της στο σχεδιασμό και την επινόηση του κτιστού περιβάλλοντος.
Δεν θα προχωρήσουμε στην ανάλυση των διαφόρων λόγων μέσα από μια αναδρομή στο παρελθόν. Θα προσπαθήσουμε μια πληροφόρηση της σημασίας και της συμβολής της κριτικής στη σημερινή διεθνή κρίση που μαστίζει την αρχιτεκτονική και μαζί μ’ αυτή τον πολιτισμό μας.
Πιστεύουμε ότι η αρχιτεκτονική παιδεία (μέσα και έξω από τα Πολυτεχνεία) ή η έλλειψη της φέρνουν το μεγάλο μέρος της ευθύνης για πάρα πολλά «κακώς κείμενα». Αυτό συμβαίνει – σε μεγάλο ποσοστό – γιατί ακόμη δεν καθορίστηκε τι είδος αρχιτεκτονικές και τι είδους αρχιτεκτονική χρειαζόμαστε, δηλαδή δεν καθορίστηκε σε σχέση με τις ανάγκες του πλατύτερου κοινωνικού συνόλου ποια είναι ή ποια πρέπει να είναι τελικά η επεμβατική δράση του αρχιτέκτονα, στη συγκεκριμένη ιστορική φάση που διέρχεται ο πολιτισμός μας. Ίσως γι’ αυτό και στις στιγμές άνθησης του νέου κινήματος της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, τη μεσοπολεμική περίοδο, οι άνθρωποι – δημιουργοί του έμειναν έξω από τους επίσημους χώρους εκμάθησης της αρχιτεκτονικής. Αργότερα μερικοί απ΄ αυτούς που κατόρθωσαν να «διεισδύσουν» στις Σχολές προσέφεραν θετικά αποτελέσματα ακόμα σήμερα αισθητά4. οι άλλοι ή ξεχάστηκαν ή έφυγαν απ’ την Ελλάδα5. Αντ’ αυτών τα μαθήματα των «αρχιτεκτονικών συνθέσεων» δίδασκαν «μποζαριστές»6 με έντονη εκλεκτίστικη νοοτροπία στις αρχιτεκτονικές τους παραδοχές ή μορφές – θρύλοι με μεγάλο επιστημονικό – καλλιτεχνικό ανάστημα κατεύθυναν τις σπουδές μέσα απ’ την δική τους επιστημονική περιοχή επηρεάζοντας γενιές αρχιτεκτόνων του ελληνικού χώρου με τη διδασκαλία τους.
Έτσι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός βρίσκεται σε μια πλήρη σύγχυση της «γραμμής». Άλλοι μιλούν ακόμη για «κλασσικότητα» άλλοι για «ευρωπαϊκή γραμμή» άλλοι πλησιάζουν και δημιουργούν λαϊκότερες λύσεις. Αυτά πολύ γενικά στην Ελλάδα μέχρι τα χρόνια του ’50. η μαζική ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας – που χωρίς πολεοδομικό οργανικό σχέδιο – επικρατεί τη δεκαετία 1950 – 60 έχει βασικά ένα καθαρά εμπορευματικό χαρακτήρα και φέρνει σε πρώτο πλάνο «τα ονόματα». Αυτά τα «ονόματα» κτίζουν, αυτά συνθέτουν, αυτά διοικούν τις υπηρεσίες, αυτά τελικά φέρνουν και το μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη κατάντια της σημερινής πρωτεύουσας. Φυσικά και αυτοί δέσμιοι – ίσως – , των γενικωτέρων συνθηκών που χαρακτηρίζουν την εξέλιξη και τα πολεοδομικά πράγματα της Αθήνας και χωρίς τη βοήθεια κανενός είδους κριτικής. Και βέβαια όταν φτάσει η στιγμή του «μεγάλου ναι», στην μεγάλη τους πλειοψηφία θα το ξεστομίσουν μέσα απ’ τις μαζικές επεμβάσεις. Τα χρόνια που ακολουθούν το 1960 χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση στο πρόσωπο της αρχιτεκτονικής των «νέων ταλαντούχων» που παίρνουν αντίθετη κατεύθυνση από τους προηγούμενους μια και ενισχύονται με κάποιο λίγο – πολύ «θεωρητικίζον» υπόβαθρο. Παρ’ όλα αυτά και πάλι η μπουλντόζα θα πει την τελευταία λέξη. Αξιόλογα κτίρια – δείγματα ενός ιστορικού ιστού – της πόλη βάναυσα κατεδαφίζονται μια και προέχει η εμπορευματική χρήση της γης. Η ελλιπής νομοθεσία αλλά και η «σιγουριά» πολλών αρχιτεκτόνων για το έργο τους συμπληρώνουν την εικόνα και συνθέτουν τη σημερινή μορφολογία της πρωτεύουσας αλλά πια όχι μόνο αυτής. Μια – μια οι μεγάλες ελληνικές πόλεις πέφτουν θύματα αυτής της νοοτροπίας. Αλλά τελικά είναι ακριβώς αυτός ο αρχιτέκτονας που μη ελέγχοντας τη δημιουργία του κτιστού περιβάλλοντος στρέφεται σε άλλες κατευθύνσεις ή επεμβαίνει υποτονικά.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι οι γραμμές αυτές γράφονται με ελπίδα και πίστη, γράφονται και με κάποια αμφιβολία. Αμφιβολία στο πως θα «χρησιμοποιηθούν». Γι’ αυτό κι για μια ακόμη φορά τονίζεται ότι η έκφραση της ελεύθερης γνώμης και η προσπάθεια κριτικής γίνεται στο πλαίσιο του αγώνα για την ορθότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων που ο σημερινός αρχιτέκτονας έρχεται να αντιμετωπίσει.
Η διαμόρφωση της «καλής» αρχιτεκτονικής και ο αντίκτυπος της σε πλατύτερου κοινωνικού συνόλου, είναι στην σφαίρα της ευθύνης των αρχιτεκτονικών εντύπων. Και ένα περιοδικό δεν είναι δυνατόν παρά να βγαίνει μέσα από συλλογικές διαδικασίες που υπεύθυνα θα εξασκούν μια διεργασία συλλογής – σύγκρισης, ελέγχου και τοποθέτησης του αρχιτεκτονικού έργου μέσα στα πλαίσια της ιστορικής – κοινωνικοπολιτικής «στιγμής» που δημιουργείται. Έτσι η κριτική θα ενοποιηθεί στα περιεχόμενα και στις παραδοχές της με την ίδια αυτή την ιστορία. Γι’ αυτό και στο τόμο των περιεχομένων της Enciclopedia Universale dell’ Arte ο καθηγητής G.G.Argan τονίζει: «Η κριτική σταμάτησε να αποτελεί μια κρίση a posteriori πάνω σε προϊόντα καθαρά καλλιτεχνικά, αλλά εντάχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της τέχνης προεκτείνοντας τα όρια της». Και μ’ αυτή τη διαπίστωση, μαζί με το γεγονός ότι κάθε αντικείμενο τέχνης και αρχιτεκτονικής «κάπου» απευθύνονται, πρέπει να βρεθούμε σε θέση να ελέγχουμε και να συμβάλλουμε στη διαμορφούμενη νέα γλώσσα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, μια και αυτή μας καθορίζει τον ευρύτερο αλλά και τον πιο περιορισμένο ζωτικό μας χώρο.
Η ανάγκη της κριτικής και η οργανικώτερη δραστηριοποίηση των αρχιτεκτόνων σ’ αυτόν τον τομέα βρήκε διέξοδο, σε διεθνές επίπεδο με τη σύσταση της C.I.C.A. (Commite International des Critiques d’ Architecture) – Διεθνούς Επιτροπή Ενώσεως Αρχιτεκτόνων, με την ευκαιρία του Συνεδρίου στο Μεξικό. Η Επιτροπή οργανώθηκε σε πιο συγκεκριμένη βάση αργότερα στη σύσκεψη U.I.A. της Βαρκελώνης το 1979. βασικό πρόγραμμα της, μια ποικιλία εκδηλώσεων καθώς και εκδοτικών δραστηριοτήτων, μαζί με την προκήρυξη διαφόρων βραβείων που θα ανακοινωθούν στη διάρκεια του Διεθνούς Συνεδρίου U.I.A. στη Βαρσοβία το 1981. Στο τελευταίο «Editoriale» του περιοδικού «L’Architettura, cronache e storia», ο Bruno Zevi7 – Πρόεδρος της C.I.C.A. – δίνει ένα λεπτομερές διάγραμμα γύρω από την διοργάνωση και τις δραστηριότητες της Διεθνούς αυτής Επιτροπής.
Στις 14 – 19 Απριλίου 1980 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη σύνοδος της C.I.C.A. στο Buenow Aires με παρόντα όλα σχεδόν τα ιδρυτικά μέλη της. Παρευρίσκονταν οι: J. Posener, D. Sharp, P. Vago, J Glusberg, M. Blumenthal, O. Bohigas, T. Nakamura, τέλος μερικοί άλλοι υπό την προεδρία του B. Zevi. Το πρώτο θέμα της ημερήσιας διάταξης ήταν φυσικά η διεύρυνση της Επιτροπής.
Έτσι έρχονται να προστεθούν στους παραπάνω τα ονόματα των: R. Arnheim, G.C. Argan, R. Banham, L. Venevolo, M. Tafuri, Ch. Jenks, V. Conrads, J.M. Fitch, H. Klotz, L. Mumford, N. Persner, Amow Rapoport, J. Joediche και άλλοι. Στο Buenow Aires η Επιτροπή συμφώνησε για τις παρακάτω δραστηριότητες:
1. Παρουσία της C.I.C.A. με ανακοινώσεις των μελών της και με ιδιαίτερη θεματολογία στο Συνέδριο U.I.A. του 1981 στη Βαρσοβία με ταυτόχρονη παρουσίαση έκθεσης «Αρχιτεκτονικής Κριτικής».
2. Δημοσίευση του «International Architectural Critics Yearbook»
3. Δημιουργία και οργάνωση τμήματος εξιδεικεύσεως στην αρχιτεκτονική κριτική (ενημερωτικό σεμινάριο διαρκείας ενός μηνός κάθε χρόνο).
4. Ετήσια βραβεία της C.I.C.A. που αφορούν τα καλύτερα βιβλία ή άρθρα κριτικής της αρχιτεκτονικής καθώς και το καλύτερο σημείωμα προλόγησης σε κατάλογο αρχιτεκτονικής έκθεσης.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες και άλλες ακόμη – που για λόγους οικονομίας χώρου δεν αναφέρουμε – είναι αρκετές για να μας πείσουν για την απαραίτητη συμβολή της κριτικής στη δημιουργία του αρχιτεκτονικού έργου σε διεθνές πια επίπεδο προβληματισμών.
Για’ αυτό και ο Zevi κλείνοντας το άρθρο του συμπληρώνει 8: «Το δικαίωμα στην κριτική εξισώνεται με εκείνο για ελευθερία».
Πως λοιπόν να μην γίνονται προσπάθειες, πώς να μην αγωνίζεται κανείς για την καθιέρωση της κριτικής – της καλόπιστης και δημιουργικής κριτικής – στον αρχιτεκτονικό χώρο του τόπου μας, όταν ακριβώς, κριτική πρέπει να σημαίνει και αυτόματα έκφραση της πνευματικής ελευθερίας, και η οποία πολλά μα πάρα πολλά μπορεί να προσφέρει στα ελληνικά αρχιτεκτονικά πράγματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. βλ. Zevi, B., Anni ottanta: il Comite, στο «L’ Αrchitettura, cronache e Storia», n. 294, 1980, σελ. 204-5.
2. Σχετικά με τον W. Morris και την κίνηση των «Arts and Crafts» έχουν γραφεί πολλά στη διεθνή βιβλιογραφία. Σημαντική πηγή για την μελέτη της σκέψεως του Morris στο: Morris, W., Architettura e Socialismo (ιταλ. Έκδοση) Torino, 1965.
3. βλ. σχετικά στην επιστολή του Ι.Α. Κούκη στην εφημ. «Η Καθημερινή» φ. 21 Μαρτίου 1980 με τίτλο «Σύγχρονη Αρχιτεκτονική»
4. Πρόκειται η\για τους Π. Καραντινό, Ι. Δεσποτόπουλο και Θ. Βαλεντή που διετέλεσαν Καθηγητές Κτιριολογίας και Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων στις Αρχιτεκτονικές Σχολές της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών.
5. Βασικά πρόκειται για τους «μεσοπολεμικούς» αρχιτέκτονες που όπως οι, Π.Ν. Τζελέπης και Σ. Παπαδάκης έφυγαν στο εξωτερικό, οι δε υπόλοιποι μεταξύ των οποίων οι: Νικ. Μητσάκης, Αλ. Δραγούμης, Γ. Κοντολέων, Α.Ι. Σιάγας, Κ. Παναγιωτάκος, Β. Δούρας και άλλοι, έμειναν τελικά «παραγκωνισμένοι» χωρίς να μπορέσουν να προσφέρουν έργο σε μεγάλη κλίμακα.
6. τα χρόνια των μεγάλων «ανακατατάξεων» στο διεθνές στερέωμα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τα μαθήματα των συνθέσεων διδάσκουν στο Ε.Μ.Π. οι αρχιτέκτονες: Κουρεμένος και Νικολούδης.
7. βλ. Zevi, il C.I.C.A. a Buenos Aires, στο «L’ Architettura, cronache a storia» n. 296, 1980, σελ.322-323
8. βλ. Zevi, B., ο.α. σελ.323