(*)Δημήτρης Γρηγορίου
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η τάση της στροφής του εικαστικού κοινού προς τις εφηρμοσμένες τέχνες της Ευρώπης κατά την εκπνοή του μοντέρνου κινήματος, δίνει στην Ελλάδα την ευκαιρία να τις αφομοιώσει τα μέγιστα, με τους εικαστικούς της εποχής να το αποδεικνύουν έμπρακτα στα έργα τους συναρτήσει των δοθεισών αρχιτεκτονικών συνθέσεων.
Ουκ ολίγοι ήταν εκείνοι που τόλμησαν να κάνουν το επόμενο «άλμα» το οποίο θα επαλήθευε και πιθανώς να ολοκλήρωνε την καθιέρωση της παρουσίας των τεχνών εντός και εκτός των αρχιτεκτονικών συνθέσεων, προϊόν της νέας αντίληψης για την αντιμετώπιση του χώρου σε εικαστικό, αλλά κυρίως σε αρχιτεκτονικό πλαίσιο. Η καινοτομία που παρατηρείται έγκειται στο εξής ζήτημα: ο αρχιτέκτων συνδιαλέγεται- συνεργάζεται με τον εικαστικό και ο εικαστικός με τη σειρά του συνεργάζεται με τον τεχνίτη ή τον μάστορα για την εκτέλεση του προσυμφωνηθέντος έργου.

Τα έργα κεραμικών συνθέσεων ήταν εκείνα που κατά κόρων «απογείωσαν» την κατηγορία αυτή –κυρίως κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας–, αφού εμφανίζονται σε κτίρια που υποδέχονται, φιλοξενούν ή χρησιμοποιούνται από ποικίλες κατηγορίες πληθυσμού. Πολλές φορές τα επιλεχθέντα θέματα που συνθέτονται συγκινούν το ελληνικό κοινό (και όχι μόνο), εφόσον για πρώτη φορά η σύγχρονη νεοελληνική τέχνη, σε κάποια έργα, ανακαλεί και επικαλείται την ιστορία αποδίδοντας στο χώρο μνημειακό χαρακτήρα[1] κερδίζοντας το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό.
Μεταξύ αρχιτεκτονικής και κεραμικής κυριαρχεί μια αδιάσπαστη σχέση μεταξύ υλικού-μορφής-τεχνικής, από τα αρχέτυπα στις «στοχαστικές» προσαρμογές τους στον τόπο, στην εποχή, στις προθέσεις των δημιουργών και στην ευαισθησία που αναδύεται από το έργο της κάθε μιας από τις δύο αυτές τέχνες.
Είναι γνωστό ότι η κεραμική, όπως και η αρχιτεκτονική, συνδέεται άρρηκτα με τον πολιτισμό και παρακολουθεί σε κάθε εποχή την πολιτισμική εξέλιξη του ανθρώπου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών επαληθεύουν αυτή την άρρηκτη σχέση.[2]
Στην αρχιτεκτονική η συνθετική διαδικασία βασίζεται στην επίμονη διερεύνηση με σκίτσα, σχέδια με μολύβια, κάρβουνο, πένες, εργαλεία σχεδίασης, collage, μακέτες μελέτης, ώστε ανάμεσα σε εναλλακτικές προτάσεις να επιλέγει εκείνη που, πέρα από τις αριθμητικές απαιτήσεις του προγράμματος, προσεγγίζει την ουσία του κτίσματος.[3]
Με το χρώμα και την υφή των κεραμικών, τα δάπεδα, οι επιφάνειες των τοίχων, τα επιλεγμένα δομικά στοιχεία, τα αντικείμενα και τα έπιπλα αποκτούν ιδιαίτερη λάμψη και πέρα από ένθετα αυτόνομα στολίδια γίνονται πολύτιμα στοιχεία, που αναδεικνύουν τον ποιητικό «κόσμο» του έργου. Η κεραμική τέχνη έτσι μένει «σοφά διακοσμητική».[4]
Για το υποκατάστημα της Citibank στην οδό Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη[5], ο Μόραλης προσπαθεί να προσεγγίσει τη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, κυρίως με τη χρήση του κεραμικού υλικού αλλά και των χρωμάτων (καφέ-χρυσό)[6]. Αυτή είναι και η εντύπωση που προκαλείται και στα μάτια των παρευρισκόμενων αντικρίζοντας μια μικρή αναπαράσταση της παλιάς τους πόλης στο εσωτερικό ενός σύγχρονου –τότε– κτιρίου. Τα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης εναλλάσσονται στο κέντρο της σύνθεσης με ρυθμό, ενώ το παιχνίδισμα του φωτός στις επιφάνειες των κεραμικών πλακών κατέχει και πάλι κυρίαρχο ρόλο στον χώρο για την απόδοση του τελικού αποτελέσματος.
Η κεραμική σύνθεση για το εστιατόριο του αεροδρομίου στο Ελληνικό (Ανατολικό Terminal)[7] ήταν το πρώτο έργο της Ελένης Βερναδάκη που είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου για δημόσιο κτίριο, μετά την πρώτη της συνεργασία με τον Γιάννη Μόραλη. Η σύνθεση[8] εκτεινόταν σε ολόκληρο τον μακρύ τοίχο της αίθουσας, ενώ ο απέναντι τοίχος από υαλοπίνακες προσέφερε στους επισκέπτες απρόσκοπτη θέα στον αεροδιάδρομο, τη θάλασσα και τον ορίζοντα. Εδώ, η καλλιτέχνιδα δημιούργησε σχέδια με εξώγλυφα και εσώγλυφα γεωμετρικά μοτίβα, τα οποία επαναλαμβάνονταν ρυθμικά, βάσει σχεδίου, σε όλη την επιφάνεια, εναλλασσόμενα με επίπεδες πλάκες.[9]
Σε κατοικία στη Φιλοθέη[10] ο Γιάννης Μόραλης, σε συνεργασία πάντα με την Ελένη Βερναδάκη, επιχειρεί να εισάγει σε αρκετά έντονο βαθμό το ελληνικό στοιχείο[11] διαμέσου της διαρρύθμισης της αρχιτεκτονικής του εσωτερικού χώρου. Έχοντας υπόψιν ότι ο χώρος υποδοχής ήταν η «αντανάκλαση» του προφίλ του ιδιοκτήτη της κατοικίας, επιχειρεί να εκτείνει το έργο του στις μέγιστες δυνατές διαστάσεις, με στόχο να αποσπάσει την προσοχή και να κεντρίσει το ενδιαφέρον κάθε επισκέπτη θέτοντας πολλά αναπάντητα ερωτήματα περί έρωτος, τέχνης, ιστορίας και αρχιτεκτονικής. Ομοίως και στην περίπτωση της επιτοίχιας κεραμικής σύνθεσης στην είσοδο διαμερίσματος της οδού Φωκυλίδου[12].
Φανερά επηρεασμένη από τις συνεργασίες της με τον Ι. Μόραλη, η Ε. Βερναδάκη χρησιμοποιεί στη σύνθεσή της για το Κέντρο Αναψυχής του Ε.Ο.Τ. στη Βούλα[13] (εικ.5α) πλαστικά γεωμετρικά σχήματα που θυμίζουν τμήματα κεραμικών σκευών. Σκοπός ήταν να κυριαρχεί ένα έντονο παιχνίδι φωτός και σκιάσεων στο χώρο και ταυτοχρόνως η τραχιά κεραμική επιφάνεια[14] να μοιάζει να δίνει την εντύπωση στον παραθεριστή ότι πάλλεται.
Το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος[15] αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, εφόσον παραχωρείται στον καλλιτέχνη ο ήδη αρχιτεκτονικά λυμένος χώρος, καλώντας τον να αποδώσει αισθητικό ενδιαφέρον στους χώρους κίνησης και ανάβασης. Ως εκ τούτου, ο Ι. Μόραλης επιλέγει εκ νέου τη λύση των ζωγραφισμένων κεραμικών πλακών για να διακοσμήσει από τη μία την τετράγωνη υδάτινη επιφάνεια, διαστάσεων 4,50 x 4.50 μ., κι από την άλλη τους τοίχους του κυλικείου-αναψυκτηρίου με πλακίδια διαστάσεων 15 x 20 εκ. Για τον πυθμένα[16] της «λίμνης», η οποία περικλείεται σπειροειδώς από το κλιμακοστάσιο, ο καλλιτέχνης λειτουργεί ως αρχιτέκτονας, αφού εντοπίζει τις γεωμετρίες των χώρων πρόσβασης, κίνησης και μετάβασης εντός του κτίσματος και τις κατακερματίζει δημιουργώντας μια νέα «βυθισμένη πολιτεία»[17]. Ωστόσο, στην περίπτωση του αναψυκτηρίου[18] η χρήση επαναλαμβανομένων στοιχείων, τα οποία παραπέμπουν και στη χρήση του χώρου, λειτουργεί ίσως περισσότερο διακοσμητικά και λιγότερο ως στοιχείο-κομμάτι της αρχιτεκτονικής σύνθεσης αυτού.
(*)Δημήτρης Γρηγορίου
Τελειόφοιτος Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνείου Κρήτης
[1] Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η πλειοψηφία των έργων που είχαν εκτελεστεί για να προσδίδουν μνημειακό χαρακτήρα στον χώρο ήταν κατά κύριο λόγο ανδριάντες ηρώων, ανάγλυφες ασπίδες, κλπ.
[2] Βλ. Αντωνακάκη Σουζάνα, «Συγγένειες και καταγωγές κεραμικής-αρχιτεκτονικής στο έργο της Ελένης Βερναδάκη», Ελένη Βερναδάκη, επιμ. Ευγενία Αλεξάκη, εκδ. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2016, σελ.444
[3] Ο.Π., σελ.445
[4] Ανδρόνικος Μανόλης – Χατζηδάκης Μανόλης – Καραγιώργης Βάσος, Τα Ελληνικά Μουσεία, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1974, σελ.221
[5] 1968, Αρχιτέκτονες: Θύμιος Παπαγιάννης, Ιωάννα Μπενεχούτσου. Γιάννης Μόραλης: Κεραμική σύνθεση τοίχου διαστάσεων 17,50 x 5,00 μ. με εσώγλυφες πλάκες. Κεραμική εκτέλεση: Ελένη Βερναδάκη
[6] Επιλέχθηκαν πολλές μικρές πλάκες 30 x 15 εκ. για την επένδυση του τοίχου. Χρησιμοποιήθηκε το χρώμα του πηλού για τις πλάκες, ενώ στις εσοχές άλλοτε καφέ σκούρο και άλλοτε χρυσό. Το θέμα είναι αφαιρετικό και αφορά την επανάληψη των στοιχείων ως μοτίβα. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης αναφέρει ότι το σύνολο του έργου αποτελείται από τον συνδυασμό εννέα στοιχείων, τα οποία ονομάζει σφραγίδες.
[7] 1969, Αρχιτέκτων: Eero Saarinen. Ελένη Βερναδάκη: Κεραμική σύνθεση και εκτέλεση τοίχου διαστάσεων 3 x 14 μ. με εσώγλυφες και εξώγλυφες πλάκες.
[8] Για τις πλάκες της σύνθεσης χρησιμοποιήθηκε αυτοϋαλούμενος πηλός με οξείδιο του χαλκού (egyptian paste), σε λαμπερούς μπλε-τιρκουάζ τόνους που δημιουργούσαν ένα δυναμικό, χρωματικά, σύνολο. Για την περάτωση του έργου χρειάστηκαν συνολικά 858 χειροποίητες κεραμικές πλάκες διαστάσεων 28 x 17 εκ. η καθεμιά.
[9] Βλ. «Αρχιτεκτονικές Εφαρμογές», Ελένη Βερναδάκη, επιμ. Ευγενία Αλεξάκη, εκδ. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2016, σελ.417-418
[10] 1965, Γιάννης Μόραλης: Επιτοίχια σύνθεση ζωγραφισμένη από τον ίδιο πάνω στις πλάκες, δίπλα από την κύρια είσοδο. Διαστάσεις 4,25 x 1,70 μ. Κεραμική εκτέλεση: Ελένη Βερναδάκη
[11] Στοιχεία της κλασικής αρχαιότητας, αρχέτυπα μέλη νεοκλασικών αθηναϊκών κτιρίων, θέματα από τη φύση και το ελληνικό τοπίο είναι η πλειοψηφία των μορφών και των συμβόλων που επιλέγει ο καλλιτέχνης να αποδώσει στη σύνθεσή του.
[12] 1968, Αρχιτέκτων: Τάσος Μπίρης. Γιάννης Μόραλης: Επιτοίχια σύνθεση ζωγραφισμένη από τον ίδιο πάνω στις πλάκες, δίπλα από την κύρια είσοδο. Διαστάσεις 5,20 x 1,46 μ. Κεραμική εκτέλεση: Ελένη Βερναδάκη
[13] 1970, Αρχιτέκτων: Ιωάννης Τριανταφυλλίδης. Ελένη Βερναδάκη: Επιτοίχιες κεραμικές συνθέσεις στο εστιατόριο του 1ου ορόφου.
[14] Χρησιμοποιήθηκαν κεραμικές πλάκες υπόλευκου χρώματος, πάνω στις οποίες είχε δημιουργηθεί χαμηλό διακοσμητικό ημικύκλιο ανάγλυφο σε καφέ χρώμα. (Βλ. «Αρχιτεκτονικές Εφαρμογές», Ελένη Βερναδάκη, επιμ. Ευγενία Αλεξάκη, εκδ. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2016, σελ.423)
[15] 1967, Αρχιτέκτων: Εμμανουήλ Βουρέκας. Γιάννης Μόραλης: Σύνθεση με χειροποίητες πλάκες. Κεραμική εκτέλεση: Ελένη Βερναδάκη
[16] Στον πυθμένα της λίμνης ο Γιάννης Μόραλης επιλέγει να δημιουργήσει μια σύνθεση με χρώματα το μπλε και το μαύρο και θέμα διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως σπόνδυλοι, φατνώματα κ.λπ. βυθισμένα στο νερό. Τα στοιχεία είναι σχεδιασμένα αφαιρετικά ως κύκλοι, τμήματα κύκλων, γραμμικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται. Η επιλογή των συγκεκριμένων σχημάτων δεν είναι τυχαία.
[17] Βλ. έργο του Ι. Μόραλη «Βυθισμένη Πολιτεία»
[18] Ο τοίχος του αναψυκτηρίου επενδύθηκε και αυτός με κεραμικές πλάκες ορθογωνικού σχήματος και δύο χρωμάτων, μπλε και καφέ.