Εισαγωγικά
Από μια ευτυχή σιγκυρία βρέθηκα τον περασμένο Μάϊο για πέντε μέρες στην Ι. Μονή Σινά. Είναι μια εμπειρία που χαράζεται βαθειά στον νου και στην καρδιά του Έλληνα επισκέπτη. Όμως όσο πιο βαθειά χαράζεται τόσο πιο οδυνηρή γίνεται γι’ αυτόν που δεν το βλέπει με τα μάτια του τουρίστα «κύκλωπα» αλλά σαν «ψυχικό θαύμα», μες την απάνθρωπη έρημο, κυκλωμένο από φυλές αρπαχτικές, αλλόθρησκες, αλλόγλωσσες, γύρα από ένα πηγάδι νερό, δεκατέσσερις αιώνες τώρα, να υψώνεται σαν φρούριο το Μοναστήρι και να αντιστέκεται στις φυσικές κι ανθρώπινες δυνάμεις που το πολιορκούν…».
Στον λίγο χρόνο της παραμονής μου περιπλανήθηκα επανειλημμένα στο εσωτερικό κι εξωτερικό της Μονής κι είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ ορισμένους χώρους με έντονο αρχαιολογικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Θα ήθελα να διευκρινίσω – όπως άλλωστε θα διαπιστώσει ο αναγνώστης – ότι σκοπός του δημοσιεύματος αυτού δεν είναι η επιστημονική παρουσίαση της Μονής, αλλά η απλή επισήμανση ορισμένων προβλημάτων που έχουν σχέση με την συντήρηση και διατήρηση του ιστορικού «κελύφους» της, για την λήψη των αναγκαίων μέτρων και την αποφυγή περαιτέρω δυσμενών φαινομένων, με ευρύ αντίκτυπο.
Πριν εκθέσω όμως τις εντυπώσεις μου από την σημερινή κατάσταση της Μονής θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω μερικά στοιχεία από την ιστορία της γιατί είναι γνωστό πως τα μνημεία συνδέονται στενά με τις ιστορικές στιγμές που τα γέννησαν και που πολλές φορές τα ερμηνεύουν.
Ιστορικό
Η Ι.Μ. Σινά είναι ένα ορθόδοξος μοναστικό κέντρο με αδιάκοπη πνευματική ζωή δεκατεσσάρων αιώνων, βρίσκεται στο κέντρο της έρημης χερσονήσου του Σινά και διατηρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της από την εποχή του Ιουστινιανού. Ο Μωάμεθ, ο ιδρυτής του Ισλάμ, οι Άραβες καλίφες, οι Τούρκοι Σουλτάνοι και ο Ναπολέων προστάτεψαν την Μονή και την φύλαξαν από βανδαλισμούς έτσι που σ’ όλη την μακρά ιστορία της ποτέ δεν έπαθε σοβάρες καταστροφές ή λεηλασίες.
Σαν πρώτος πυρήνας της Μονής αναφέρεται ο μικρός ναός στον τόπο της «φλεγόμενης βάτου» που έκτισε γύρω στα 330 μ.Χ. η αγία Ελένη κι ένας πύργος που χρησίμευε σαν καταφύγιο των μοναχών.
Μια νέα περίοδος του μοναχισμού για το Σινά αρχίζει τον 6ο αι. όταν ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός (527 – 565) διέταξε την κατασκευή ενός μεγάλου και ισχυρού φρουρίου, που να περικλείει τα κτίσματα της αγίας Ελένης, ενός μεγάλου ναού, μπροστά από τον ναό της «φλεγόμενης βάτου», και κελιών για τους μοναχούς. Είχε προβλέψει επίσης για την μόνιμη εγκατάσταση στρατιωτών που να υπερασπίζονται τους μοναχούς.
Όταν η Χερσόνησος του Σινά περιήλθε στην κυριαρχία των Αράβων (641) η Μονή συνέχισε το βίο της ανενόχλητη.
Όμως ο αριθμός των μοναχών άρχισε να μειώνεται. Στην αρχή του 9ου αι. είχον μείνει μόνο τριάντα. Το τζαμί που μένει μέχρι σήμερα σαν μουσειακό κτίσμα, κτίστηκε πιθανόν τον 11ο αι. σε περιόδους δυσχερείς για την Μονή.
Η παρουσία των Σταυροφόρων στο Σινά (1099 – 1270) ήταν μια φωτεινή ανάπαυλα για την Μονή που έγινε προσιτή στους Ευρωπαίους προσκυνητές. ‘Ένα ιδιαίτερο τάγμα Σιναϊτών Σταυροφόρων ανέλαβε την προστασία και την οικονομική ενίσχυση της Μονής.
Μετά από μια δύσκολη περίοδο κάτω από τους Μαμελούκους, η Οθωμανική κατάκτηση της Αιγύπτου και του Σινά από τον Σουλτάνο Σελήμ τον Α΄ (1517) έφερε στη Μονή ένα νέο προστάτη. Η Τουρκική εξουσία σεβάστηκε τα δικαιώματα της Μονής.
Οι Χριστιανοί Βασιλείς της Ευρώπης έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Μονή συνεισφέροντας χρηματικά ποσά και συμβάλλοντας στην διατήρηση των κτημάτων της σε διάφορες χώρες του κόσμου. Στον 17ο αι. η Μονή είχε εκτεμάνη πολιτιστική και εκπαιδευτική δράση και εκτός της Σιναϊτικής Χερσονήσου στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα (π.χ. είναι γνωστή η Σχολή της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών στον Χανδακά).
Όταν ο Ναπολέων κατέκτησε την Αίγυπτο (1794 – 1804) ανέλαβε την Μονή υπό την προστασία του και μάλιστα ανοικοδόμησε το Β. τείχος της Μονής που είχε καταπέσει στα 1798 μετά από καταρρακτώδη βροχή.
Το δεύτερο μισό του 19ου αι. και το πρώτο του 20ου δεν ήταν περίοδος ευνοϊκή για την Μονή γιατί έχασε όλη την περιουσία της στην Ρωσία, Ρουμανία, Τουρκία, Κύπρο και αλλού.
Σήμερα η περιοχή του Σινά βρίσκεται κάτω από Ισραηλινή κατοχή και την Μονή επισκέπτονται καθημερινά εκατοντάδες Τουρίστες για τον αρχαιοπρεπή Ναό, την Μεσαιωνική Τράπεζα, τα ιερά προσκυνήματα και τις μοναδικές συλλογές εικόνων και χειρογράφων που διαθέτει.
Παρατηρήσεις.
Εντυπώσεις
Από την σύντομη – όπως ήδη ανέφερα – θεώρηση του συνόλου των μνημείων της Μονής απαριθμώ μερικές εκτυπώσεις από την κατάσταση των κτηρίων, καθώς και παρατηρήσεις από τις μεθόδους συντηρήσεως και αναστηλώσεως που εφαρμόζονται εκεί.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό του συγκροτήματος της Μονής, που είχε αποτελεστεί από κτίρια διαφόρων εποχών και τύπων, ήταν μια ισορροπία αρμονική, όσο και τυχαία με ένα αποτέλεσμα μοναδικό και ανεπανάληπτο, όπως επιβεβαιώνεται από μια χαλκογραφία του Robert Dans από το 1839 (εικ. 1).
Η πρώτη σημαντική «παραφωνία», έγινε γύρω στα 1950, όταν στα θεμέλια της Ν. πλευράς του τείχους, χτίστηκε μια νέα πτέρυγα που αν και προοριζόταν τότε για διαφορετικό σκοπό, στεγάζει σήμερα πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους λειτουργίες, όπως: την Βιβλιοθήκη των χειρογράφων, τμήμα της συλλογής των εικόνων, την νέα Τράπεζα των μοναχών, το διαμέρισμα του Αρχιεπισκόπου και τμήμα του Ξενώνα. Το κτίριο, κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα, με τον όγκο και τις αναλογίες του έχει διαταράξει την ισορροπία του συνόλου. Φαίνεται επίσης, για άγνωστο σε μένα λόγο, πως η κατασκευή του σταμάτησε ξαφνικά και παραμένει από τότε ημιτελής. Δεν ξέρω αν αντιμετωπίζεται σήμερα καμία περίπτωση διευθέτησης ή ολοκλήρωσής του (εικ. 2).
Μια πιο πρόσφατη «παραφωνία» δημιουργήθηκε στη θέση της παλιάς «Δουβάρας» με το κτήριο που χτίστηκε μετά την πυρκαγιά. Πρόκειται για μια τριώροφη οικοδομή εξ’ ολοκλήρου από οπλισμένο σκυρόδεμα – τόσο τα πατώματα, όσο και οι τοίχοι – και έχει επενδυθεί εξωτερικά με πέτρες αποσπασμένες από μέρη του τείχους του Ιουστινιανού!….
Ακόμη μεγαλύτερη όμως «παραφωνία» αποτελεί η κάλυψη του τελευταίου ορόφου από πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος στηριγμένη σε δεκαπέντε εμφανείς μεταλλικές σωλήνες που δίνουν εντύπωση λιμενικού υπόστεγου (εικ. 3 και 4). Επιπλέον οι εξωτερικές λεπτομέρειες του κτιρίου (κάγκελα, μαρκίζες, κουφώματα κ.λ.π.) δεν συμβιβάζονται με τον χαρακτήρα της Μονής πολύ περισσότερο μάλιστα που το κτίριο αυτό γειτονεύει με το Ναό (εικ. 5). Στο εσωτερικό, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σαν διαμέρισμα του νέου Αρχιεπισκόπου, οι «παραφωνίες» συνεχίζονται: η διαρρύθμιση θυμίζει λαϊκή πολυκατοικία, ενώ στα σημεία επαφής νέων κατασκευών με το αρχαίο φρούριο, δεν δίνεται καμία προσοχή, με αποτέλεσμα να προκαλούνται ανεπανόρθωτες φθορές στα αρχαία τμήματα.
Μια ακόμα δυσάρεστη διαπίστωση αποτελούν οι νέες εγκαταστάσεις των δικτύων που έγιναν στη Μονή. Τόσο το σύστημα πυρασφάλειας, όσο και το δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος, έγιναν με πλήρη αδιαφορία, προς τα μνημεία, σε σημείο που ορισμένα εμφανή σημεία της Μονή να θυμίζουν μηχανοστάσιο! Είναι όμως πια διεθνής κανόνας πως σε τέτοιας σημασίας μνημείο, θα έπρεπε να συνταχθεί ειδική μελέτη με συνεργασία των ειδικών των εγκαταστάσεων και των υπευθύνων για την αναστήλωση του μνημείου έτσι ώστε τα κατασκευαζόμενα δίκτυα να μην βλάπτουν την μορφή των μνημείων. Φαίνεται όμως πως οι αυτονόητες αυτές αρχές προστασίας των μνημείων δεν έχουν διασχίσει ακόμα την έρημο του Σινά……
Απορίες δημιουργεί επίσης η διαπίστωση ότι γίνονται νέα έργα στην Μονή την ίδια στιγμή που τα θεμέλια πολλών κτιρίων αντιμετωπίζουν κινδύνους καταρρεύσεως. Επισκέφθηκα δύο τέτοια σημεία: Το ένα στα υπόγεια της Β.Δ. γωνίας του τείχους – όπου και το παλιό ελαιοτριβείο της Μονής (εικ. 6), και το δεύτερο στα υπόγεια της μεσαιωνικής Τράπεζας – όπου σύμφωνα με την παράδοση των Μοναχών βρίσκονται τα θεμέλια πύργου του Δ΄ αιώνα. Ας σημειωθεί πως αν οι χώροι αυτοί στερεωθούν και συντηρηθούν θα μπορούσαν να γίνουν ξανά χρήσιμοι, ή ακόμα και να λειτουργήσουν με καθαρά μουσειακό χαρακτήρα για το έντονο αρχιτεκτονικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, ώστε να μην παρουσιάζει η Μονή το σημερινό θέαμα εγκατάλειψης.
Ένα σχετικό θέμα είναι και οι νέες κατασκευές που χτίζονται από τους μοναχούς στην εξωτερική αυλή και στον κήπο της Μονής. Ενώ η αρχική ιδέα νομίζω πως ήταν σωστή, η μεταφορά δηλαδή του ξενώνα των επισκεπτών έξω από την Μονή, η έκταση και ο τρόπος με τον οποίο αυτή πραγματοποιείται, φοβάμαι πως θα διαταράξει τις σχέσεις εσωτερικών και εξωτερικών όγκων και λειτουργιών της Μονής.
Ένα ακόμα θέμα που χρειάζεται επανεξέταση για μια καλύτερη λύση είναι και η θέση της Έκθεσης των εικόνων, που βρίσκεται σήμερα στον τελευταίο όροφο του νέου κτιρίου της Ν. πλευράς της Μονής. Εξαιτίας της μεγάλης κίνησης των επισκεπτών και της θέσης αυτής της Έκθεσης διαταράζεται λίγο – πολύ η λειτουργία της Μονής χωρίς ουσιαστικό λόγο. Έτσι νομίζω, πως η Έκθεση θα μπορούσε να μεταφερθεί κάπου κοντύτερα στο Ναό και στην πορεία κίνησης των επισκεπτών. Κατάλληλο για τον σκοπό αυτό θα ήταν ίσως το κτίριο που χρησιμεύει τώρα για Σκευοφυλάκειο. Είναι ένα διώροφο, λιθόχτιστο, κεραμοσκεπές κτίριο, στο εσωτερικό του οποίου σχηματίζεται ένα χαρακτηριστικό αίθριο με ξύλινους εξώστες. Διαθέτει ακόμα παρεκκλήσι και διάφορους χώρους αποθήκευσης (εικ. 7).
Μια άλλη λύση και πιο σωστή θεολογικά νομίζω – θα ήταν να χρησιμοποιηθούν τα οχτώ παρεκκλήσια του Ναού, με ειδική διαμόρφωση βέβαια για πρόληψη κλοπών κ.λ.π. λόγω των μικρών διαστάσεων των χώρων τους.
Συμπεράσματα
Μετά από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, τα συμπεράσματα που συνάγονται, δεν μπορεί να είναι και τόσο ευχάριστα.
Όπως φάνηκε από την σύντομη ιστορική αναφορά, η Μονή του Σινά διατηρήθηκε επί δεκατέσσερις αιώνες σαν ιερός βιβλικός και πολιτιστικός τόπος. Σαν Έλληνες, στους οποίους ανήκει η τιμή αλλά και το χρέος να την επανδρώνουμε και να την συντηρούμε, έχουμε ευθύνη απέναντι στις μελλοντικές γενιές, να την παραδώσουμε σ’ αυτές με όλο τον πλούτο και την αυθεντικότητα που την παραλάβαμε από τους προηγούμενους. Κατά συνέπεια, κάθε σύγχρονη επέμβαση στη Μονή θα πρέπει να είναι αντάξια της Ιστορίας της και να υποτάσσεται με σεβασμό σ’ ότι έφτασε ως εμάς. Θα πρέπει να περιορίζονται οι νέες κατασκευές, προτού εξασφαλιστούν και συντηρηθούν οι υπάρχουσες όπως φάνηκε αρκούν για να καλύψουν πολλές σύγχρονες ανάγκες.
Επιπλέον θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να εξασφαλισθούν, να μελετηθούν και να συντηρηθούν τα κειμήλια της Μονής (εικόνες, χειρόγραφα κλπ.), με την εφαρμογή των πιο σύγχρονων μεθόδων προστασίας και συντήρησης.
Αν και στην πραγματικά μεγάλη αυτή προσπάθεια συμβάλλει στο ελάχιστο και η μικρή μου αυτή ανακοίνωση, θα μπορώ να πιστεύω ότι διέθεσα σωστά το ελάχιστο ελεύθερο χρόνο μου στο διάστημα της ολιγοήμερης παραμονής μου στο Σινά.
Βιβλιογραφία
α) Ι. και Β. Μονή του Θεοβαδίστου Όρους Σινά υπό Ευ. Παπαϊωάννου. Έκδοσις Ι.Μ. του Θ.Ο. Σινά 1976.
b) THE MONASTERY OF SAINT CATHERINE AT MOUNT SINAI THE CHURCH AND FORTRESS OF JUSTINIAN GEORGE H. FORSYTH – KURT WEITZMANN, THE UNIVERSITY OF MICHIGAN PRESS
Σημείωση: Το σχέδιο της κατόψεως (εικ. 7) πάρθηκε από το βιβλίο β).