Από τότε που οι παλιές πεποιθήσεις ανατράπηκαν, δεν ξέρει πια κανείς τι είναι η Αρχιτεκτονική, η άσκηση του επαγγέλματος ως και η διανοητική δραστηριότητα που περιλαμβάνει. Η συντηρητική νοοτροπία της πλειονότητας των διαφόρων αρχιτεκτονικών Σχολών, μπόρεσε να καλύψει για πάρα πολύ καιρό την κρίση που υπόβοσκε στο επάγγελμα. Κρίση στις σχέσεις των αρχιτεκτόνων με την πραγματικότητα της παραγωγής του κτιρίου και εκείνης στις σχέσεις με την επικρατούσα κουλτούρα.
Στο πεδίο της παραγωγής, η μειονότητα των αρχιτεκτόνων άρχισε να θεωρεί τον εαυτό της σιγά – σιγά αποστερημένο από κάθε δυνατότητα λήψης αποφάσεων προς όφελος των τεχνοκρατών, και των χρηματοδοτών, ενώ η παραδοσιακή φόρμα ασκήσεως επαγγέλματος, σαν ιδιωτικό γραφείο, μελετών, γίνονται ασύμφορη και ανελιπής στα καινούργια μεγέθη των περισσοτέρων παραγγελιών του είδους. Στον πνευματικό τομέα, η θέση της αρχιτεκτονικής άρχισε να αμφισβητείται από τις «επιστημονικές» και Τεχνοκρατικές απαιτήσεις των γιγαντιαίων μοντέρνων οικοδομών, από την επανεμφάνιση ενός θετικισμού, παρομοίου με εκείνου των μαθηματικών, καθώς και από την αυστηρότητα όλων των διανοητικών και πνευματικών δραστηριοτήτων.
Ανήσυχοι για το επαγγελματικό τους μέλλον και αβέβαιοι για την πνευματική τους ταυτότητα, οι Αρχιτέκτονες ερευνούν το θέμα με πολλούς τρόπους
Υπάρχουν αρχικά αυτοί που γατζώνονται στο παρελθόν και θέλουν να ξαναζωντανέψουν τους παλιούς θεσμούς. Είναι αυτοί που δεν μπορούν να επιζήσουν παρά μόνο σαν μεγάλοι «εργοδότες – προϊστάμενοι» ακλόνητοι χάρις στο ευρύ δίκτυο των κοινωνικών και ουσιαστικών τους σχέσεων με την Διοίκηση. Τους είναι εύκολο να εκθειάζουν και υπεραμύνονται μιας αρχιτεκτονικής «τέχνης του ανθρώπινου» ενώ παρατηρούν με δέος και απόγνωση τις μοντέρνες κατασκευές. Τείνουν να αποκρύψουν το γεγονός ότι υπήρξαν οι μόνοι υπεύθυνοι της διαπλάσεως των αρχιτεκτονικών επί σειρά ολόκληρων δεκαετιών. Δεν θέλουν να δουν ότι η αντίληψη τους περί Αρχιτεκτονικής σαν τέχνη χρησιμοποιήθηκε σαν πρόσχημα και πρόφαση στην πραγματικότητα της πρακτικής της εφαρμογής καταλήγοντας να γίνει αποκλειστικά εκείνη των επιχειρηματιών. Έτσι αυτοί που υπεραμύνονται τόσο πολύ της αδιαφιλονίκητης δημιουργικότητας του μολυβιού σχεδιάσεως, δεν το κρατούν πλέον παρά για να υπογράφουν τα σχετικά συμβόλαια του είδους.
Πρέπει παρ’ όλα αυτά να διευκρινήσουμε την θέση της εξαφανίσεως της παλιάς αντίληψης περί Αρχιτεκτονικής. Ουσιαστικά με τη γοητεία, που της προσδίδει η αναφορά της στην τέχνη, πληρεί κάποια οικονομική λειτουργία στη ζωή του πλέον αναπτυγμένου κεφαλαίου: της σπατάλης. Όταν επιτευχθεί κάπιο στάδιο αναπτύξεως, κάποιος βαθμός σπατάλης που είναι επίσης ένα απόθεμα πλούτου, δημιουργείται μια οικονομική αναγκαιότητα για το «άτυχο»κεφαλαιοκράτη. Η πολυτέλεια εισχωρεί στα έξοδα παραστάσεως του κεφαλαίου. Κάθε μονοπώλιο, άξιο του ονόματος του οφείλει να έχει μια κοινωνική έδρα της οποία η αρχιτεκτονική θα αποδεικνύει το μεγάλειο.
Απέναντι σ’ αυτή την τάξη των νοσταλγικών γέρων του επαγγέλματος ορθώνεται μια νέα ομάδα αποτελούμενη στην πλειονότητα της από αρχιτέκτονες 35-45 χρονών. Κατά διάφορους τρόπους είναι μαζί τεχνικοί και θεωρητικού επιστήμονες. Είτε αντικαθιστώντας την καλλιτεχνική με μια επιστημονική ιδεολογία, είτε συγκεντρώνοντας την προσοχή τους όχι τόσο στη «Δημιουργία» όσο κυρίως στην«Κατασκευή». Για τους πρώτους, το κάρβουνο και το μολύβι αντικαταστάθηκαν από τον υπολογιστικό κανόνα και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, εμπνεόμενοι όχι από την τέχνη την φαντασία και την καλαισθησία αλλά από την μοντέρνα τεχνική και τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα. Οι εξαιρέσεις των αισθήσεων παραμερίζονται εμπρός στις τεχνολογικές ουτοπίες. Στην επιστημονική τους κατάρτηση τα μοντέρνα μαθηματικά και φυσική κατέχουν προνομιακή και δεσπόζουσα θέση. Οι μηχανικοί των διαφόρων Σχολών αποτελούν τα πρότυπα τους αλλά και οι αντίπαλοι τους, διότι μέσα σ’ αυτό το παιγνίδι, ακόμη και οι πιο μοντέρνοι αρχιτέκτονες παρουσιάζονται καθυστερημένοι. Όσο αφορά την δεύτερη κατηγορία αρχιτεκτόνων, αυτοί είναι προ πάντων ευαίσθητοι στη μάζα των παρόντων δεδομένων στα πλαίσια της σύγχρονης παραγωγής του κτιρίου. Ζητούν δε κυρίως βοήθεια από τα διάφορα συστήματα ηλεκτρονικής πληροφόρησης (εγκεφάλους) και βέβαια στη θεωρία των συνόλων.
Ελπίζουν έτσι να βρουν, μέσα από μια αυστηρή ανάλυση των οικοδομικών μεθόδων, τις πραγματικές επιτέλους συνθέσεις που χρόνια τώρα οι αισθητικοίψάχνουν με την φαντασία τους και οι τεχνολόγοι με τις μηχανές τους. Το πρότυπο τους δεν είναι ο μηχανικός αλλά ο Μάνατζερ, χρήστης των ηλεκτρονικών υπολογιστών μηχανών. Ψάχνουν για τη δυνατότητα κατασκευής συστήματος ατέρμονος μνήμης και ονειρεύονται τον πολλαπλασιασμό των επιτρεπόμενων ταξινομήσεων.
Όμως αυτό που χαρακτηρίζει περισσότερο τους μοντέρνους Αρχιτέκτονες, είναι η θέληση να βγάλουν την Αρχιτεκτονική από το βιοτεχνικό επίπεδο και να την εισάγουν στο βιομηχανικό. Η «βιομηχανοποίηση του κτιρίου»αποτελεί την κύρια διάκριση αυτής της ομάδας Αρχιτεκτόνων. Επιζητούν τη βιομηχανοποίηση στον τομέα της χρήσεως των μηχανημάτων και των μεθόδων που αντιστοιχούν στις μεγάλες μονάδες παραγωγής, στο διοικητικό τομέα της οικοδομής, καθώς και σ’ εκείνο της διανοητικής σύλληψης. Δεν θέλουν πλέον ν’ αφήσουν στους άλλους τομείς παραγωγής το προνόμιο του πνεύματος ορθολογιστικής οικονομίας και τεχνολογικών επινοήσεων. Την ανθρώπινη επιδεξιότητα και ικανότητα θέλουν να υποκαταστήσουν με την ορθολογιστική αυστηρότητα και τη μηχανή. Γενικά θα λέγαμε ότι επιζητούν να φέρουν στην επιφάνεια ένα τομέα τεχνολογικά αργοπορημένο και τόσο προσαρμοσμένο στα φαινομενικά οφέλη της καπιταλιστικής οικονομίας, ώστε δεν βλέπουμε τι τους εμποδίζει να πάρουν τα ηνία στον τομέα της Αρχιτεκτονικής, εξασφαλίζοντας οριστικά τη θέση τους μέσα στη βιομηχανική κοινωνία. Παρ’ όλ’ αυτά η οικοδομή δε κατέχει την αρμόζουσα θέση στο διεθνές οικονομικό καπιταλιστικό κονσέρτο και εξακολουθεί να παραμένει αργοπορημένη σε σχέση με τους άλλους τομείς. Ακριβώς αυτό το θέμα θα θέλαμε ν’ αναπτύξουμε.
Ο βραδυπορικός χαρακτήρας του κτιρίου εκφράζεται από μια σύνθεση του κεφαλαίου που του επενδύεται, τέτοια ώστε το τμήμα του κεφαλαίου που αφιερώνεται στην αγορά εργασίας είναι σχετικά πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό που επενδύεται σε μηχανές και εργαλεία. Δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε ένα σύγχρονο γιαπί οικοδομής όσο μεγάλο και αν είναι, μ’ ένα οποιοδήποτε εργοστάσιο, έστω και παλιό, για να διαπιστώσουμε ότι οι επενδύσεις σε μηχανές και πολύ πιο μικρές: γερανοί, μπετονιέρες, ατομικά εργαλεία, μηχανήματα μεταφοράς και εκσκαφέων, υλικό καλουπιών.
Τα πιο σύγχρονα και μοντέρνα εργοστάσια προκατασκευής δεν κάνουν παρά να μετατοπίζουν τον χώρο της παραδοσιακής εργασίας. Δεν είναι πλέον στο γιαπί, αλλά στο εργοστάσιο προκατασκευής που χρησιμοποιούνται κυρίως τα εργατικά χέρια. Και εκεί παρατηρεί κανείς τις ίδιες εργασίες να γίνονται από εργάτες που χρησιμοποιούν το ίδιο ελάχιστα μηχανικά μέσα, όσα ακριβώς χρησιμοποιούνται και στο παραδοσιακό γιαπί για την ίδια δουλειά.
Επί πλέον η χρησιμοποιούμενη ενέργεια στα διάφορα γιαπιά, μοντέρνα ή παραδοσιακά, εξακολουθεί κυρίως ακόμη να είναι η «χειρωνακτική». Με άλλα λόγια ότι το ύψος του κεφαλαίου από το οποίο παράγεται η υπεραξία, εκείνη δηλαδή που μετατρέπεται σε μισθούς ή μεροκάματα εργατών, είναι μεγαλύτερη από το αντίστοιχο των άλλων τομέων παραγωγής, ακόμη και των πλέον μοντέρνων. Όταν γνωρίζουμε εξ’ άλλου ότι, σε πολλές χώρες, η μαζική χρησιμοποίηση των μεταναστών εργατών, επιτρέπει την αγορά εργασίας σε τιμές, συστηματικά, μικρότερες της πραγματικής αξίας, καταλαβαίνει κανείς καλύτερα ότι οι επιχειρηματίες δεν ενδιαφέρονται ουσιαστικά να «βιομηχανοποιηθούν» εφ’ όσον οι ευκολίες εκμεταλεύσεως που τους επιτρέπει η χρήση παραδοσιακών μεθόδων είναι ακόμη μεγάλες.
Όμως η διατήρηση μιας δομής κεφαλαίου, που θα μπορούσε να ονομάζεται «στοιχειώδης», δεν εξυπηρετεί μόνον τους επιχειρηματίες του κτιρίου. Ενδιαφέρει το σύνολο της καπιταλιστικής τάξεως. Πράγματι είναι αυτό που πρώτος ο Marx ονόμασε «ενδεικτική πτώση τόκου ωφέλειας». Ωθούμενοι από τον ξέφρενο συναγωνισμό μεταξύ τους, οι βιομήχανοι άρχισαν να επενδύουν τα κεφάλαια τους, περισσότερο σε μηχανές και λιγότερο στη ζωντανή δύναμη παραγωγικής ενέργειας.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παραγωγή προϊόντων σε ελάχιστο χρόνο εργασίας, συνεπώς μείωση της τιμής και μείωση του υπάρχοντος συναγωνισμού με τους άλλους βιομήχανους. Έτσι το τμήμα του κεφαλαίου που στις καλλίτερες προϋποθέσεις δεν αποδίδει παρά αυτό που στοίχισε, δηλαδή το επενδεδυμένο σε μηχανές και πρώτες ύλες, δεν σταμάτησε να αυξάνεται εις βάρος του τμήματος εκείνου του κεφαλαίου που αποδίδει περισσότερο απ’ αυτό που στοίχισε, δηλαδή του επενδεδυμένου στην ζωντανή δύναμη παραγωγής ενέργειας. Και επειδή, όπως γνωρίζουμε, το κέρδος είναι το πηλίκον της παραγωγής υπεραξίας προς το σύνολο του επενδεδυμένου κεφαλαίου, βλέπει κανείς ότι, για μια μονάδα επενδύσεως, έχει τάσει να μειώνεται, όσο αυξάνεται η βιομηχανοποίηση. Οι κεφαλαιοκράτες που, βρίσκουν τα συμφέροντα τους να θίγονται μ’ αυτήν την τεχνική πρόοδο, ψάχνουν να βρουν μέσα ώστε να αναχαιτίσουν την «ενδεικτική πτώση κέρδους» που απορρέει. Το πρώτο μέσο λοιπόν που διαθέτουν είναι η υπερεκμετάλλευση των εργατών.
Μπορούν επίσης να φρενάρουν τον συναγωνισμό δημιουργώντας συμφωνίες μεταξύ διαφόρων «επιχειρήσεων» καταργώντας έτσι τους νόμους της ελεύθερης αγοράς των εμπορευμάτων. Κατορθώνουν ακόμη, και αυτό είναι που μας απασχολεί, να προφυλάσσουν ένα τομέα της παραγωγής από τους νόμους κανονικής ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας, εις τρόπον ώστε η συγκράτηση του ποσοστού κέρδους δημιουργουμένης σ’ αυτό τον τομέα, να αντισταθμίζει την πτώση της στους άλλους τομείς. Υπάρχουν πράγματι ελάχιστες περιπτώσεις που το πλεόνασμα του επιτυγχανομένου κέρδους στον υπό προστασία τομέα, δεν ωφελεί παρά τους κεφαλαιοκράτες που το κατέχουν ευθέως. Έτσι καταλαβαίνουμε πόσο σπουδαίος και σοβαρός είναι ο ρόλος του χρηματικού κεφαλαίου.
Για να μπορεί ένας τομέας να παίζει αυτόν τον ρόλο, πρέπει αφ’ ενός μεν ν’ αντιπροσωπεύει ένα σοβαρό τμήμα του συνόλου της παραγωγής και αφ’ ετέρου τα χαρακτηριστικά του να επιτρέπουν ένα τέτοιο πάγωμα των φυσικών νόμων του κεφαλαίου, χωρίς εν τούτοις ν’ ασφυκτιά. Το κτίριο ανταποκρίνεται και στους δύο αυτούς όρους. Η σύγχρονη κοινωνία, περισσότερο από κάθε άλλη, είναι μια κοινωνία κατασκευαστική και όχι μόνον οι πόλεις αλλά και η φύση η ίδια κτίζονται και ξανακτίζονται ασταμάτητα. Έπειτα, η καπιταλιστική κοινωνία με την σύσταση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας του εδάφους, επιτρέπει στην ενέργεια που αποτελεί γι’ αυτήν την πρωταρχική πρώτη ύλη, να διαφεύγει από τους φυσικούς νόμους της αγοράς που εξισορροπούνται βάσει των νόμων της προσφοράς και της ζητήσεως. Πράγματι η προσφορά ενός τέτοιου γηπέδου είναι μοναδική ενώ η ζήτηση είναι συνήθως πολλαπλή, όταν υπάρχει, θα μπορούσε ν’ αρχίσει κανείς από την κρίση κατοικίας μέχρι τη δημιουργία οργανωμένης χωροταξίας. Το υπερκέρδος το πραγματοποιούμενο στον τομέα του κτιρίου ονομάζεται «κτηματικό πρόσοδο» και είναι περισσότερο γνωστό με τη κοινή ονομασία«κτηματική εκμετάλλευση».
Έτσι συνδιάζονται πολλοί λόγοι, εντελώς ανεξάρτητοι της οικοδομικής τεχνολογίας, που συγκρατούν τον τομέα του κτιρίου σ’ ένα στάδιο ανάπτυξης σχετικά αρχέγονο (πρωτόγονο). Όλες οι τάσεις για την πραγματοποίηση της βιομηχανικής επανάστασης της οικοδομής συγκρούονται με την οικονομική λειτουργία που παίζει στο σύνολο της καπιταλιστικής παραγωγής και που δεν θα μπορούσε να ήταν άλλου παρά βραδυπορικού χαρακτήρα.
Όταν επιζητεί κάποιος την εκβιομηχάνιση του κτιρίου σαν λύση για την κρίση της κατοικίας – μεγαλύτερη παραγωγή, ταχύτερος ρυθμός, μείωση κόστους – δεν βλέπουμε πως θα μπορούσε να μειωθεί η υπερεκτίμηση της προσφοράς που αντιπροσωπεύει το μέγεθος της μη ικανοποιητικής ζωής. Όταν εκθειάζει κανείς την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας του εδάφους, είναι σαν να υποστηρίζει ότι το κεφάλαιο θα σταματήσει να παίζει ρόλο του στο τεράστιο υπερκέρδος που επιτρέπει. Αν δεν ληφθεί υπ’ όψιν αυτή η υπόθεση της σχετικής βραδυπορίας του κτιρίου είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπ’ όψιν τους ανθρώπους που την παρακινούν και την ενθαρρύνουν. Θα πρέπει ακόμη να δούμε επίσης τους αρχιτέκτονες που δεν μπόρεσαν να πείσουν τους βιομήχανους για την ανάγκη εκβιομηχάνισης του κτιρίου, παρ’ όλα τα’ αρχιτεκτονικά πλεονεκτήματα που θα προσέφερε. Αν οι αρχιτέκτονες είναι υπεύθυνοι για κάτι, αυτό δεν είναι η λειτουργία του κεφαλαίου, αλλά μερικά από τα προσχήματα με την βοήθεια των οποίων αποκρύπτει τον απάνθρωπο χαρακτήρα των αποτελεσμάτων πάνω στην πλειονότητα των ανθρώπων.
Νομίζουμε λοιπόν ότι «η εκβιομηχάνιση του κτιρίου»είναι η ιδεολογία που προορίζεται να πάρει, στην κουλτούρα των αρχιτεκτόνων, τη θέση που κατείχαν ή κατέχουν μέχρι σήμερα, η «Τέχνη», και η «Δημιουργία».
Η εκβιομηχάνιση του κτιρίου δεν είναι το μελλοντικό θέμα που επιβάλλεται στην διάπλαση και διαμόρφωση των αρχιτεκτόνων. Δεν είναι καν το μελλοντικό πλαίσιο ανανεωμένης επαγγελματικής εξασκήσεως, αλλά ο μύθος όπου εκφράζονται οι αγωνίες ανθρώπων, προστατευμένων για πολύ καιρό από τον σεβασμό στην τέχνη, με την οποία ήθελαν να ταυτοποιηθούν, πουξαφνικά θυμήθηκαν την ουσιαστικότητα της κοινωνικής τους ύπαρξης, όχι απέναντι στο «ανθρώπινο» αλλά στους απλούς ανθρώπους.
Βέβαια τροποποιήσεις θα υπεισέλθουν στις μεθόδους κατασκευής, συμπτήξεις στις επιχειρήσεις, ορθολογισμός της εργασίας στο γιαπί. Θα περάσουμε δηλαδή από τον βιοτεχνικό τομέα στον χειροτεχνικό – βιομηχανικό τομέα αλλ’ οπωσδήποτε όχι στη μεγάλη βιομηχανία. Και τώρα βέβαια τίθεται το πρόβλημα. Τι θα γίνουν οι Αρχιτέκτονες; Όχι βέβαια κάτι περισσότερο από μανδαρίνοι «καλλιτέχνες»τουλάχιστον για την μεγάλη πλειονότητα. Ή μήπως είδη«μηχανικών» ειδικευμένων σ΄ ορισμένους τομείς της οικοδομής; Όμως οι θέσεις αυτές είναι ήδη κατειλημμένες και κρατιούνται γερά. Μήπως θέσεις σε γραφεία μελετών; Μήπως «managers»; Όμως αυτοί που βγαίνουν από ανάλογες σχολές είναι καταλληλότεροι για θέματα οργάνωσης. Λοιπόν τι συμβαίνει; Θα πρέπει να ερευνηθεί τι ακριβώς είναι επιτέλους η ειδικότης και ο προορισμός τους Αρχιτέκτονα, γιατί διαφορετικά η λέξη δεν θα κρύβει παρά το μεγάλο υπάρχον κενό. Και για μας αυτό το κενό είναι αποτέλεσμα της ελλειπούς μελέτης σ’ όλες τις αρχιτεκτονικές σχολές, συντηρητικές ή μοντέρνες, μια βασική έννοια: «του ΧΩΡΟΥ». Για τους παλαιούς και συντηρητικούς η απεικόνιση του χώρου ήταν το ουσιαστικότερο θέμα και σύμφωνα μ’ αυτό, το σχέδιο, σε όλες του τις μορφές, έπαιζε τον πρωτεύοντα ρόλο. Για τους μοντέρνους, η ανάλυση του «Χώρου» παίζει σημαντικότερο ρόλο και σύμφωνα μ’ αυτό, το ενδιαφέρον τους για τις θετικές λεγόμενες επιστήμες είναι απεριόριστο και σχεδόν μοναδικό. Για τους «managers» το ενδιαφέρον είναι η κυριαρχία των Συνθηκών πραγματοποίησης και όχι η ουσιαστική ανάλυση και έρευνα πάνω στις ήδη υπάρχουσες κατασκευές.
Σήμερα ιδικώτερα, αν η ύπαρξη των αρχιτεκτόνων αμφισβητείται, αυτό οφείλεται στο ότι οι αρχιτέκτονες ικανοποιούνται με το να πραγματοποιούν έργα που άλλοι φαίνονται ειδικώτερα να κάνουν ενώ δεν ασχολούνται με εκείνα που κανείς άλλος δεν θα ήταν σε θέση να φέρει εις πέρας. Ο χώρος είναι παντού παρών αλλά με μια αυτόνομη ύπαρξη. Γνωρίζουμε να κυριαρχούμε στο νερό, στη γη, στον αέρα ενώ το ίδιο δεν συμβαίνει με τον χώρο. Ο βασικός στόχος των αρχιτεκτονικών σχολών και η κυρίαρχη μορφή της σύγχρονης πρακτικής των αρχιτεκτόνων αφορούν αυτό που όλοι γνωρίζουμε με τη γνωστή λέξη «θέμα» (project). Τις περισσότερες φορές δεν αντιλαμβανόμαστε αυτό που το«project» θα αντιπροσωπεύει και δεν γίνεται αντιληπτό τούτο, παρά μόνο αφού κατασκευαστή και ίσως τότε να είναι πολύ αργά. Τι συμβαίνει λοιπόν; Οι αρχιτέκτονες έχουν άγνοια; Όχι, απλώς δεν γνωρίζουν να κυριαρχήσουν στον χώρο.
Έτσι λοιπόν όλες οι προσπάθειες θα πρέπει να τείνουν στην κάλυψη αυτής της καθυστέρησης, που δεν αφορά μόνο την ανεπάρκεια φορμαρίσματος των αρχιτεκτόνων αλλά και τον χαρακτήρα του πλαισίου ζωής των ανθρώπων. Σκοπός είναι να βρεθεί ένας τρόπος ώστε η κυριαρχία του χώρου από τους αρχιτέκτονες να μην έχει παρά ελάχιστες συνέπειες στην πραγματικότητα του χτισμένου χώρου. Διότι σε τελευταία ανάλυση το να υπερασπίζει κανείς την«βιομηχανοποίηση του κτιρίου» δεν είναι παρά να επιδιώκει την επαναδραστηριοποίηση ενός αργοπορημένου τομέα του κεφαλαίου, πράγμα που το ίδιο το κεφάλαιο δεν θα ήθελε με κανέναν τρόπο.