«Οι παραδοσιακοί μας οικισμοί είναι τόποι αναφοράς της συλλογικής μνήμης του λαού μας. Σήμερα η δυναμική τους διατήρηση επιβάλλεται επιτακτικά, τόσο για την προστασία της παράδοσης και της εθνικής μας συνείδησης, όσο και για την οικονομική και κοινωνική αναζωγόνηση ολόκληρου του ελλαδικού χώρου».
«Ο δήμος Μήθυμνας πιστεύοντας πρώτον, ότι σ’ αυτό μπορεί να συμβάλλει θετικά η πληροφόρηση και η συμμετοχή των κατοίκων στη λήψη αποφάσεων και δεύτερον, ότι για μια ουσιαστική προστασία της αρχιτεκτονικής μιας κληρονομιάς είναι απαραίτητη η στενή συνεργασία των ειδικών μελετητών και των αρμοδίων φορέων με την τοπική αυτοδιοίκηση και τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες, οργανώνει συνάντηση με θέμα: Παράδοση – Χώρος – Ζωή».
Στη συνάντηση αυτή που έγινε στο Μόλυβο, στα πλαίσια των πολιτιστικών εκδηλώσεων του καλοκαιριού ’80, είναι αφιερωμένο το τεύχος αυτό του ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΣ, δημοσιεύοντας τις εισηγήσεις. Τονίζουμε ιδιαίτερα το «…μπορεί να συμβάλλει θετικά η πληροφόρηση και η συμμετοχή των κατοίκων στη λήψη αποφάσεων…» σαν μόνη δύναμη ικανή να εμποδίσει την «υποχωρητικότητα» της εξουσίας στα συμφέροντα των λίγων. Χαρακτηριστικά τα δύο παλιότερα άρθρα του Τάκη Αλεξίου που δημοσιεύουμε στη συνέχεια.
α+χ
Ένας από τους πιο γραφικούς και γεμάτους παράδοση οικισμούς της Ελλάδος, ο Μόλυβος, καταδικάζεται στην καταστροφή παρ’ όλη την αντίθετη γνώμη της επιτροπής για την εξέταση θεμάτων Μήθυμνας (Μολύβου) Λέσβου, του αρχαιολογικού συμβουλίου, του Δήμου και δημοτικού συμβουλίου και των κατοίκων της περιοχής.
Άθελα του κανείς αναλογίζεται τον στίχο του Νίκου Δήμου «Η Ελλάδα ποτέ πεθαίνει! (Μην απελπίζεστε. Ας προσπαθήσουμε λίγο ακόμη…)» στο βιβλίο του «η δυστυχία του να είσαι Έλληνας».
Και είναι πραγματικά δυστυχία να βλέπει κανείς τον τόπο αυτό να καταστρέφεται μέρα με τη μέρα είτε αυτό γίνεται στο όνομα κάποιας «αξιοποίησης» είτε αυτό γίνεται στο όνομα της λεγόμενης…»ελληνικής πραγματικότητας».
Ο Μόλυβος είναι χαρακτηρισμένος σαν διατηρητέος οικισμός από το 1965 (Φ.Ε.Κ. 34Β/18.1.1965).
Στη μελέτη απογραφής αξιόλογων οικισμών της χώρας του υπουργείου Εσωτερικών θεωρείται στο σύνολο του (οικισμός και περιβάλλων χώρος) αξιόλογος, σημαντικής προστασίας και συγκαταλέγεται στον πίνακα αμέσου επεμβάσεως της Γραμματείας Χωροταξίας και Περιβάλλοντος του υπουργείου Συντονισμού. Έχει δε πλήρη χωροταξική – πολεοδομική μελέτη από το 1962 που φυσικά αγνοείται.
Το συμπέρασμα της μελέτης αυτής ήταν: «Επομένως κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της παλαιάς πολιτείας δια πρακτικούς σκοπούς (κυκλοφορία, διαμονή, εργασία, παιδεία, αναψυχή) οφείλει να εγγράφεται εις το περιβάλλον…χωρίς να το αλλοιώνει ή να το τροποποιεί». (μελέτη Χ. Σφαέλου).
Συγκεκριμένα, έχουμε την περίπτωση εγκρίσεως προσθήκης ενός 3ου ορόφου σε μια οικοδομή – ξενοδοχείο στον λιμενίσκο του Μολύβου που δόθηκε τις τελευταίες μέρες από το υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών.
Πρόκειται για ένα θέμα που ασχολείται το ΥΠ.Π.Ε. ούτε λίγο ούτε πολύ από τα τέλη του 1971, όπου για πρώτη φορά δίνεται η έγκριση αυτού του ορόφου για να ανακληθεί (δικαιολογημένα) μετά από αντίδραση των αρχαιολόγων λίγους μήνες αργότερα.
Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα αυτό από πλευράς καθαρά αισθητικής – εικόνα της πόλης – το σημερινό ήδη αποτέλεσμα της προσθήκης του 3ου ορόφου δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό.
Η αισθητική του χώρου όπως είναι γνωστό δεν είναι μόνο θέμα αριθμού ορόφων. Πέρα από την αισθητική πλευρά και λειτουργικά ή θέση ενός ξενοδοχείου σε μια ζώνη με χρήσεις (λειτουργίας), όπως ψαράδικα, επισκευή πλοιαρίων, σιδεράδικα, παγοποιείο, κεντρικό ψυγείο ψαριών και ξυλουργείο δεν είναι η πιο κατάλληλη.
Από την άλλη μεριά η ύπαρξη του ξενοδοχείου και η μελλοντική προτεινόμενη αύξηση της δυναμικότητας του στο υπάρχον κτίριο (προσθήκη 3ου ορόφου) και στις γειτονικές ιδιοκτησίες αρθ. 24 και 25, οι οποίες ανήκουν στο ίδιο, μπορεί να επιφέρουν αλλαγές στη δομή του χώρου από πλευράς χρήσεων γης, με αποτέλεσμα όχι μόνο τον περιορισμό αλλά και την εκτόπιση – εξαφάνιση των λειτουργιών που προαναφέραμε και όσων εργάζονται σ’ αυτές.
Έχοντας υπόψη ότι εκτός της κτηνοτροφία (πρόβατα), το ψάρεμα αποτελεί τη βασική απασχόληση των κατοίκων του οικισμού, η αλόγιστη «τουριστικοποίηση» αυτού του τμήματος (και μάλιστα χωρίς τη σύμφωνο γνώμη του Ε.Ο.Τ. και της Υπηρεσίας Οικισμού) θα πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί.
Εκτός από τα παραπάνω, είναι ολοφάνερο ότι οποιαδήποτε προσθήκη ορόφου είναι προβληματική όχι μόνο για το ξενοδοχείο, αλλά και για το σύνολο των κτισμάτων του λιμενίσκου, του οποίου το μέγεθος και ο ζωτικός χώρος κίνησης πεζών και τροχοφόρων είναι πολύ περιορισμένος ( στην περιοχή του λιμενίσκου δεν υπάρχει καμιά τριώροφος οικοδομή).
Επίσης, πρέπει να τονίσουμε πως η προσθήκη 3ου ορόφου από τις 7 Ιουλίου του 1977, μέρα δημοσιεύσεως του Προεδρικού Διατάγματος «περί καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων, των κειμένων εντός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προς του έτους 1923 οικισμών, των στερουμένων εγκεκριμένων ρυμοτομικού σχεδίου» (Φ.Ε.Κ. 225/Δ/7.7.1977), απαγορεύεται (μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος 7,50 μ.).
Εδώ είναι μια περίπτωση για την οποία δεν έχουμε απλώς επιφυλάξεις αλλά βάσιμες αντιρρήσεις, και θεωρούμε απαραίτητη τη χρήση του άρθρου 4 του αρχαιολογικού νόμου 1469/1950, που προβλέπει τη δυνατότητα «…αναστολής εκτελέσεως εργασιών…ως και την ανάκλησιν οιασδήποτε χορηγηθείσης προηγουμένης σχετικής αδείας…», αν είμαστε αποφασισμένοι να περισώσουμε ό,τι ακόμη μένει ορθό σ’ αυτό τον τόπο.
(Καθημερινή, 3-11-78)
Το περιβάλλον του Μολύβου (Μήθυμνας) όπως αναφέραμε και εξηγήσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση – ο Μόλυβος «προστατεύεται» – σώστε τον Μόλυβο, «Καθημερινή» 3.11.78 – δεν είναι απλώς θέμα αισθητικό (προσθήκη ορόφου, «καραμοσκεπές» στέγη «σπασμένη» σε δύο μικρές τετράκλινες…»βυζαντινά» κεραμίδια κλπ) αλλά και λειτουργικό!
Από τον τρόπο (περιεχόμενο) με τον οποίο δόθηκαν τελικά «μερικές διευκρινήσεις» από την Υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών γίνεται δυστυχώς φανερό πως αυτή η διάσταση του προβλήματος, που είναι η πιο σημαντική, παραμένει ασύλληπτη.
Το κακό όμως δεν σταματάει εδώ. Ακόμη και στο «καθαρό αισθητικό» μέρος της όλης υποθέσεως φαίνεται πως υπάρχει άγνοια και τούτο διότι, εάν στα 2,80μ. ύψους 3ου ορόφου (που περιορίστηκε κατά 20 εκ. από το ύψος του 2ου ορόφου) προσθέσουμε το 1μ. περίπου για το «σπάσιμο» του όγκου της οικοδομής σε δύο μικρότερους το άθροισμα κάνει σ’ αυτό το τμήμα της οικοδομής 3,80μ.
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που δεν θα υπήρχε αυτή η ογκομετρική διαφοροποίησης της οικοδομής ως προς το ύψος και έμενε όλη στο ύψος του 2,80μ., από πότε το επί πλέον 1/3 (περίπου 1μ.) ενός ορόφου μετριέται προοπτικά σαν όροφος;
Δεν είναι εδώ η κατάλληλη θέση για μαθήματα προοπτικού σχεδίου. Ούτε είναι αυτό η ουσία του προγράμματος.
Πέραν τούτο πρέπει να τονίσουμε το αντιφατικό γεγονός: πως δηλαδή δίδεται η εντολή προσθήκης 3ου ορόφου από το ΥΠ.Π.Ε. την στιγμή που ο ίδιος ο κ. υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών στην επιστολή του «Ο ξενώνας της Μήθυμνας» «Καθημερινή», 15.11.78, διαπιστώνει πως, «…το επίμαχο θέμα της προσθήκης ή μη δεύτερου ορόφου πάνω από το ισόγειο» (δηλαδή του 3ου ορόφου) «…έχει περιέλθει στην αρμοδιότητα του υπουργείου Δημοσίων Έργων κατ’ εφαρμογήν του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού».
Αναρμόδια εντολή; Και εάν ναι από ποιόν;
Το μεγάλο ευτύχημα της όλης υποθέσεως είναι πως οι οικοδομικές εργασίες κατ’ εντολή της αρμοδίας Υπηρεσίας Οικισμού έστω και προχωρημένα εσταμάτησαν.
Το θέμα όμως παραμένει ανοιχτό σε δύο σημεία:
1. Όσον αφορά την αναγκαιότητα κατεδαφίσεως του 3ου ορόφου για την προστασία του παραδοσιακού οικισμού και ειδικότερα του περιβάλλοντος (αισθητικά και λειτουργικά) του λιμενίσκου του Μολύβου και
2. Όσον αφορά το θέμα της επιτακτικής αποζημιώσεως (από πλευράς πολιτείας) του ιδιοκτήτη ο οποίος σε κανένα σημείο δεν έσφαλε.
(Καθημερινή, 23-11-78)