Μάρω Φίλιππα – Αποστόλου: «Το Κάστρο της Αντιπάρου. Συμβολή στη μελέτη των οχυρωμένων μεσαιωνικών οικισμών του Αιγαίου» Αθήνα, 1978
Το βιβλίο αυτό – αποτέλεσμα μακροχρόνιας έρευνας και μόχθου της συγγραφέως – έρχεται να πλουτίσει την ελληνική βιβλιογραφία σ’ ένα τομέα πολύ λίγο μελετημένο αλλά και συγχρόνως πολύ σημαντικό. Ο τομέας δηλαδή που μέσα από την ιστορία της αρχιτεκτονικής και της συγκριτικής κριτικής, έρχεται να εμβαθύνει στην μελέτη των οχυρωμένων οικισμών και συγκροτημάτων του Αιγαίου.
Στις 136 σελίδες του, το βιβλίο της Μ. Φίλιππα-Αποστόλου, περιλαμβάνει την πλήρη ανάλυση όχι μόνο του συγκεκριμένου κτίσματος που αναφέρεται αλλά κατορθώνει να παρουσιάσει με κριτική σαφήνεια το αρχιτεκτονικό «φαινόμενο» των οχυρωμένων οικισμών του Αιγαίου με ιδιαίτερη εμβάνθυση στους ανάλογους οικισμούς των Κυκλάδων.
Στα τέσσερα βασικά μέρη που συνθέτουν το πόνημα (που αποτελεί και τη διδακτορική διατριβή της συγγραφέως), παρουσιάζονται και ερμηνεύονται:
α. Γενικά στοιχεία για την Αντίπαρο και το ευρύτερο περιβάλλον, β. Η Αρχιτεκτονική του Κάστρου της Αντιπάρου, γ. Οι οχυρωμένοι μεσαιωνικοί πυρήνες στους οικισμούς του Αιγαίου και τέλος, δ. Η Αντίπαρος και οι οχυρωμένοι μεσαιωνικοί πυρήνες στο Αιγαίο.
Ιδιαίτερα σημαντική η μελέτη του συγκεκριμένου συγκροτήματος του κάστρου, από την αρχιτέκτονα-συγγραφέα, μέσω όχι μόνο λεπτομερών και πρωτότυπων αποτυπώσεων της υπάρχουσας κατάστασης, αλλά και σχεδίων αναπαραστάσεως, δηλαδή κριτικών σχεδίων αποκαταστάσεως του μνημείου.
Η σύγκριση με «αντίστοιχες» κατασκευές στον ελληνικό χώρο του αρχιπελάγους και η γνώση του αντικειμένου συγχρόνως με την αγάπη και υπομονή που μια τέτοια μελέτη απαιτεί, κάνουν το βιβλίο αυτό απαραίτητο, όχι μόνο για την βιβλιοθήκη κάθε αρχιτέκτονα, αλλά και κάθε πολίτη που προβληματίζεται γύρω απ΄ την ιστορική του ταυτότητα.
Είναι δε συγχρόνως απαραίτητο στους μελετητές θεμάτων σχετικών με την παραδοσιακή μας αρχιτεκτονική, μια και από τις σελίδες που προκύπτει μια μεθοδολογία αυστηρής και τεκμηριωμένης έρευνας.
Σήμερα που οι επεμβάσεις στα μνημεία και στους ιστορικούς χώρους πραγματοποιούνται με μεγάλη συχνότητα – πολλές φορές εντελώς άστοχα – το βιβλίο αποτελεί, εκτός των άλλων αδιαφιλονίκητων προσόντων του, ένα παράδειγμα μίμησης για την σεμνότητα του.
Ι. Τραυλού – Α. Κόκκου: «Ερμούπολη. Η δημιουργία μιας νέας πόλης στη Σύρο στις αρχές του 19ου αιώνα». Εκδ. Εμπορικής Τραπέζης, Αθήνα, 1980
Το καινούργιο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε στη γνωστή σειρά των προσεγμένων εκδόσεων της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, γραμμένο από τον Δρ. Αρχιτέκτονα Ι. Τραυλό και την Δρ. Αρχαιολόγο Α. Κόκκου, ίσως δεν έχει ανάγκη από κανενός είδους παρουσίαση και κριτική, μια και οι υπογραφές των συγγραφέων του αποτελούν σίγουρη εγγύηση της πληρότητας του. Απ’ την άλλη μεριά το συγκεκριμένο θέμα είναι τόσο ελκυστικό που χωρίς άλλο προσφέρει κάθε δυνατό ερέθισμα στον ερευνητή να προχωρήσει την σε βάθος μελέτη του.
Ο νεοκλασσικός αυτός πυρήνας της Σύρου αποτελεί αυτή τη στιγμή ίσως από τους λίγους οικισμούς στην Ελλάδα όπου η μπουλντόζα – ευτυχώς – δεν υπερίσχυσε. Έργα με διάσημες υπογραφές αρχιτεκτόνων και μηχανικών της οθωνικής εποχής – όπως αυτές των: ERLACHER, WEILER και ZILLER – και άλλα με τις υπογραφές των πρώτων ελλήνων αρχιτεκτόνων και τεχνικών, καθώς και αρχιτεκτονήματα ανώνυμων δημιουργών, συνθέτουν τη νεοκλασσική ατμόσφαιρα του οικισμού αυτού.
Ξεφυλλίζοντας τον ωραίο αυτό τόμο, νοιώθει κανείς μια συναισθηματική αναλογία με το να περιδιαβαίνει στους δρόμους και τις πλατείες της Ερμούπολης, αλλά οπλισμένος με τη γνώση των μυστικών της. Τα «πως» και τα «γιατί», αναλύονται και τεκμηριώνονται στο πόνημα. Ξεκινώντας από την κλίμακα της πολεοδομίας, παρουσιάζονται όλες οι μορφολογικές και ρυθμολογικές επινοήσεις που στη γη του νησιού αυτού βρήκαν γόνιμο έδαφος να αναπτυχθούν.
Η πρωτότυπη και άριστη επιστημονική δουλειά – προϊόν μόχθου και θαυμαστής ερευνητικής συνέπειας των συγγραφέων -, είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον τόμο. Πράγματι το βιβλίο αυτό είναι από τα αποκτήματα εκείνα που πλουτίζουν τις γνώσεις στον χώρο της ιστορίας της αρχιτεκτονικής στην ιδιαίτερη αυτή εποχή του νεοκλασσικισμού και του ρομαντισμού στην Ελλάδα. Ο Ι. Τραυλός που τόσα έχει προσφέρει και στο παρελθόν με τα θαυμάσια κείμενα του και τα πρωτότυπα βιβλία του στον επιστημονικό χώρο της ιστορίας της αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, μας έδωσε ακόμη ένα λαμπρό κείμενο υψηλής ερευνητικής στάθμης. Η Α. Κόκκου, επίσης και στο παρελθόν με το προηγούμενο βιβλίο της το σχετικό με την μέριμνα των αρχαιοτήτων και τα πρώτα μουσεία στην Ελλάδα (Βλ. σχετ. στο Α+Χ, τ.4, 1977), έχει δώσει μια σπουδαία συμβολή στον τομέα που πραγματεύεται.
Έτσι η «Ερμούπολη», καλύπτει πραγματικά όλα τα θέματα γύρω απ’ τα οποία η ερευνητική προσπάθεια κατευθύνθηκε. Στα έξι βασικά μέρη που διαρθρώνεται το πόνημα, παρουσιάζονται: α. Η γεωγραφία και η ιστορία της Σύρου, β. Η δημιουργία της Ερμούπολης, με εμβανθύσεις στα θέματα που επηρέασαν τη γέννηση του οικισμού, τη ναυτιλία, το εμπόριο, τη βιομηχανία, την πολιτιστική κίνηση και την κοινωνική ζωή του νεοκλασσικού αυτού ελληνικού θαύματος. Στο τρίτο μέρος καθώς και στο τέταρτο παρουσιάζονται η Πολεοδομία και η Αρχιτεκτονική με πλήθος ανέκδοτα ντοκουμέντα και με λεπτομερέστατες αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις και σχέδια. Πλούσια η εικονογράφηση, επιτρέπει την άμεση παρατήρηση της αρχιτεκτονκής του οικισμού. Το κεφάλαιο το αφιερωμένο στην αρχιτεκτονική παρουσιάζει τα δημόσια κτίρια, τις εκκλησίες, τα καταστήματα, καθώς και τις αποθήκες, τα εργοστάσια και τέλος τα σπίτια. Τα μέρη για τη ζωγραφική και τη γλυπτική συμπληρώνουν τη μελέτη.
Η πόλη αυτή του 19ου αιώνα θα εμφανίσει αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του νεοκλασσικισμού και του ρομαντισμού αποτελεί όπως τονίζουν οι συγγραφείς, μοναδικό παράδειγμα, γράφουν: «καμιά ελληνική πόλη δεν παρουσιάζει τόσο ομοιόμορφη χρονικά και τυπολογικά αρχιτεκτονική εικόνα όσο η Ερμούπολη». Γι’ αυτό και η προσφορά τους – δεν πρέπει νομίζουμε – νε μείνει κτήμα των μελετητών, αλλά το βιβλίο αυτό να συμβάλλει επίσης στην ευαισθητοποίηση και την κατανόηση της τεράστιας ευθύνης για την συντήρηση της πόλης κάθε υπευθύνου.
Πρίν κλείσουμε αυτό το μικρό σημείωμα πρέπει να εκφράσουμε το θαυμασμό και την εκτίμηση για την Υπηρεσία Εκδόσεων της Εμπορικής Τράπεζας και ιδιαίτερα, στην επικεφαλής κα Αθηνά Γ. Καλογεροπούλου για την άριστη παρουσίαση και επιμέλεια του βιβλίου αυτού.
Ελληνική Σημειωτική Εταιρεία: «Σημιεωτική και Κοινωνία», Αθήνα, 1980 εκδ. Οδυσσέας.
Μια ωραία έκδοση έρχεται να παρουσιάσει σε έναν τόμο τα πρακτικά σχετικού διεθνούς συνεδρίου που έγινε στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο 1979.
Με τη γενική επιμέλεια και εισαγωγή από την K. Boklund – Λαγοπούλου, το βιβλίο περιέχει τις ανακοινώσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τις εργασίες του συνεδρίου. Έτσι μελέτες για τη Θεωρία της Σημειωτικής παρουσιάστηκαν από τον καθηγητή ΑΠΘ Α. – Φ. Λαγοπούλου και την Κ. Λαγοπούλου, τον R. Posner καθώς και τον Γ. Βέλυσο. Σχετικά με τη Σημειωτική του Χώρου, πονήματα των Θ. Διδασκάλου, Δ. Α. Φατούρου, Α. Φ. Λαγόπουλου και Κ.Β. Σπυριδωνίδη. Με τη Σημειωτική και την Ανθρωπολογία – Λαογραφία ασχολήθηκαν οι: Ν. Σκουτέρη – Διδασκάλου και I. Nikolau – S. Radulescu. Για τη Σημειωτική και τη Λογοτεχνία – Θεωρία Κειμένων, οι: Κ. Λαγοπούλου, Σ.Λ. Τσοχατζίδη και Ε. Γ. Καψωμένος. Τέλος στο τελευταίο μέρος παρουσιάζονται μελέτες σχετικές με τη Σημειωτική και Τέχνη – Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας από τους Α. Ιωαννίδη και Π. Μαρτινίδη του οποίου παλιότερα συγγράμματα στον ειδικό αυτό επιστημονικό χώρο έχουν πλουτίσει την ελληνική βιβλιογραφία.
Πρέπει να τονισθεί ότι τέτοιες προσπάθειες έρευνας σε σχετικά «νέες» επιστημονικές περιοχές, είναι πολύ θετικές για την ευρύτερη κατανόηση του χώρου, αλλά και του ίδιου του αρχιτεκτονικού φαινομένου.
Μαρίας Ξυδά: «Βοτσαλωτές Αυλές της Χίου» Αθήνα, 1979
Η Μαρία Ξυδά, δεν είναι άγνωστη στους χώρους έρευνας της ιστορίας της αρχιτεκτονικής και των αποκαταστάσεων ιστορικών μνημείων, έχοντας γράψει και δημοσιεύει, σχετικές μελέτες σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά. Το βιβλίο «Βοτσαλωτές Αυλές της Χίου» έρχεται να συμπληρώσει την συνεπή επιστημονική της παραγωγή, με τη σεμνότητα που χαρακτηρίζει και τη συνολική της πορεία στην έρευνα της ιστορίας της αρχιτεκτονικής.
Το βιβλίο πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν μια τεκμηριωμένη μελέτη επί του αντικειμένου του μέσα απ’ όλα τα στοιχεία που το συνθέτουν.
Πλουτισμένο με σχέδια της συγγραφέως και με μια πλήρη φωτογραφική εικονογράφηση, ο τόμος αυτός της Ξυδά, είναι και πρωτότυπος και συμβάλλει στην διερεύνηση των αγνώστων μέχρι στιγμής μορφολογικών και ρυθμολογικών γεγονότων που έρχονται στην επιφάνεια μέσα στη «σοφία» των επινοήσεων στην κατασκευή των βοτσαλωτών αυλών του αιγαιοπελαγίτικου νησιού.
Η συσσωρευμένη εμπειρία στην εξέλιξη και στους διάφορους επηρεασμούς που ανακαλύπτουν στη γη της Χίου πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη τους, βρίσκουν μια θαυμάσια ευκαιρία να παρουσιαστούν μέσα στο μελέτημα της Ξυδά, με γνώση των αποτελεσμάτων τους, τη στιγμή της σύνθεσης και της ολοκλήρωσης του καλλιτεχνικού έργου.
Έτσι το βιβλίο αυτό, αποτέλεσμα μόχθου και αγάπης για την παραδοσιακή καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική μας κληρονομιά είναι οπωσδήποτε μια σοβαρή προσπάθεια που επιτυχημένα βρίσκει το στόχο της.
Παλαντζά – Τζαβάρα, Παρ., Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟς ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΣΤΟ ΠΡΑΣΤΕΙΟ ΔΥΤΙΚΗς ΜΑΝΗΣ, Αθήνα, 1981
Σε προσεγμένη έκδοση κυκλοφόρησε το πόνημα της Αρχιτέκτονος Παρ. Παλαντζά – Τζαβάρα, σχετικά με τον ενδιαφέροντα αυτό βυζαντινό ναό της μανιάτικης γης.
Το έργο αποτελείται από τρία βασικά κεφάλαια μέσα στα οποία αναλύονται, αφ’ ενός το ιστορικό πλαίσιο της περιοχής και γεωγραφικά δεδομένα καθώς και περιγράφεται ο ευρύτερος χώρος που περιβάλλει το μνημείο. Η μελέτη της υπάρχουσας κατάστασης του ναού μέσα από όλα τα στοιχεία που τον συνθέτουν, έρχεται μαζί με τη τυπολογική και μορφολογική ανάλυση να συμπληρώσει το κριτικό πλησίασμα για την επιστημονική «ανάγνωση» του αρχιτεκτονήματος. Στο κεφάλαιο εξάγονται τα συμπεράσματα και γίνεται η χρονολόγηση του μνημείου.
Η αξιόλογη αυτή μελέτη, που εκτός από το κείμενο συνοδεύεται από πρωτότυπα σχέδια αποτυπώσεων του ναού (σχέδια υπάρχουσας κατάστασης), αλλά και από σχέδια προτάσεως αναπαραστάσεως, έρχεται να συμβάλλει στη σωστή από κάθε άποψη ερευνητική και ολοκληρωμένη εργασία του αρχιτέκτονα – αναστηλωτή. Εξάλλου η συγγραφέας, μετά από πολύχρονη ενεργό υπηρεσία στη Διεύθυνση Αναστυλώσεως του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, διαθέτει όλη την απαραίτητη πείρα και ικανότητα για μια τέτοια είδους έρευνα.
Φωτογραφικό υλικό και μια χρήσιμη βιβλιογραφία συμπληρώνουν την άρτια αυτή εργασία. Τέλος πρέπει να σημειωθεί η άριστη σχεδιαστική εμφάνιση των αρχιτεκτονικών αποτυπώσεων και των σχεδίων αναπαραστάσεως καθώς και των λεπτομερειών, για να τονισθεί ξανά και από τη θέση αυτή η μεγάλη σημασία της ορθής αλλά και καλαίσθητης σχεδίασης που απαιτείται από τον αρχιτέκτονα ιδιαίτερα όταν ασχολείται με θέματα αποκαταστάσεως αρχιτεκτονικών μνημείων.